
Για την παράσταση «Αγαμέμνων», σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Χατζή και μουσική Γιώργου Κουμεντάκη, η οποία θα παρουσιαστεί για δύο ακόμη ημέρες (13 & 14 Νοεμβρίου) στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν (Φρυνίχου 14).
Του Νίκου Ξένιου
Την κειμενική του σύνθεση «Αγαμέμνων» παρουσιάζει ο Κωνσταντίνος Χατζής στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, σε μετάφραση αποσπασμάτων από την «Ορέστεια» («Αγαμέμνονα») του Αισχύλου και την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη από τον Κ. Χ. Μύρη. Ερμηνεύουν η Λήδα Πρωτοψάλτη και ο Γιώργος Παπαπαύλου. Στο βιολί ο Διονύσης Βερβιτσιώτης σε πρωτότυπη μουσική δωματίου του Γιώργου Κουμεντάκη. Μια λιτή σκηνική σύνθεση από αναλόγια με παρτιτούρες και δυο σκαμνιά, λευκό φως και τον ήχο του βιολιού να υπογραμμίζει τα σημεία της αφηγηματικής έντασης και μια σοβαρή, βαθιά μελετημένη ερμηνεία των δύο ηθοποιών αρκούν για να καθηλώσουν το κοινό αυτής της λιτής, αλλά άρτιας παράστασης.
Ιφιγένεια, τo σφάγιον
Το αρχετυπικό μοτίβο του εξιλαστήριου αμνού δίνει στον Ευριπίδη το έδαφος να φιλοτεχνήσει μια πλήρη θεατρική περσόνα, που φέρει ταυτοχρόνως τα γνωρίσματα της δροσερής εφηβείας και της ενήλικης ωριμότητας, της θυγατρικής υπακοής και της γυναικείας περηφάνειας, της παρθενικής αγνότητας και της βαθειάς γνώσης των ανθρωπίνων.
Γιος του Ατρέα και της Αερόπης, σύζυγος της Κλυταιμνήστρας, πατέρας της Ιφιγένειας, της Ηλέκτρας, της Χρυσόθεμης και του Ορέστη, ο κραταιός Αγαμέμνων των πολύχρυσων Μυκηνών κηρύσσει την τρωϊκή εκστρατεία για να ανακτήσει από τα χέρια του Πάρι τη σύζυγο του αδελφού του Μενέλαου, την Ελένη. Οι ηγεμόνες της μυκηναϊκής Ελλάδας τον ακολουθούν και στρατοπεδεύουν στην Αυλίδα, αλλά ο άνεμος δεν φυσά και οι ναύτες σαπίζουν στην αναμονή. Η Άρτεμις απαιτεί τη θυσία της κόρης του Ιφιγένειας και ο Ατρείδης κρίνει πως δεν έχει άλλη επιλογή. Σαθρά ανδρικά επιχειρήματα και γελοίοι «λόγοι τιμής» θα αντιπαρατεθούν στη σωματικότητα και γνησιότητα του γυναικείου γένους. Το πρώτο επεισόδιο της αντιπαλότητας ανδρών και γυναικών ολοκληρώνεται, σπέρνοντας τη διχόνοια στους βασιλικούς οίκους. Ένα πλήθος από κομματιασμένα σώματα συγγενών θα αρχίσει να επισωρεύεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ελλήνων, θύματα κάποιας θεϊκής δολοπλοκίας.
Ένας από τους γνωστότερους κομμούς της αρχαίας ελληνικής γραμματείας είναι ο μονόλογος της Ιφιγένειας, όταν συνειδητοποιεί πως το πεπρωμένο της είναι να οδηγηθεί, αντί για τους χορούς των γάμων της, στον βωμό της θυσίας. Το αρχετυπικό μοτίβο του εξιλαστήριου αμνού δίνει στον Ευριπίδη το έδαφος να φιλοτεχνήσει μια πλήρη θεατρική περσόνα, που φέρει ταυτοχρόνως τα γνωρίσματα της δροσερής εφηβείας και της ενήλικης ωριμότητας, της θυγατρικής υπακοής και της γυναικείας περηφάνειας, της παρθενικής αγνότητας και της βαθειάς γνώσης των ανθρωπίνων. Η Ιφιγένεια μας κοιτά στα μάτια όταν θρηνεί την «άκλαυτον, ανυμέναιον» μοίρα της μέσα από το δέμας του θαυμάσιου Γιώργου Παπαπαύλου. Η ερμηνεία του ως Ιφιγένειας, γονατιστής αλλά όχι εκλιπαρούσης, είναι πρωτόγνωρη για τα θεατρικά μας πράγματα. Ο καλός ηθοποιός είχε δουλέψει σκληρά πάνω στον μονόλογο αυτόν, γιατί πέτυχε απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων και κλιμακωτή συγκίνηση, χωρίς να επιστρατεύει μανιέρες. Στην ερμηνεία του διέκρινα τη συγκρατημένη έξαρση του αισθήματος δικαιοσύνης να τον πνίγει, αλλά και τη μοιρολατρική αποδοχή της γυναικείας φύσης. Οι περιορισμένες, ελεγχόμενες κινήσεις ενέτειναν το αίσθημα του πνίγους και υπέβαλλαν το κοινό στο κλίμα της επικρεμάμενης μάχαιρας. Όμως –και αυτό απαιτεί γνώση όλων των διαστάσεων του τεκταινομένου– το νεαρό θύμα ξέρει κατά βάθος ότι σκύβοντας τον τράχηλο θα γίνει όργανο στα χέρια της Αρτέμιδος για την επιτέλεση ενός μεγαλειώδους έργου, για την ολοκλήρωση μιας πολύπτυχης και πολυσήμαντης επικής αφήγησης.
«Εμοί τύμβος ου χωσθήσεται», θα πει η Ιφιγένεια στο έργο του Ευριπίδη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», και σε ένα άλλο σημείο θα συμπληρώσει: «Έτερον αιώνα και μοίραν οικήσομεν». Η «απόρρητος θυσία» της Ιφιγένειας, ως ατομική περίπτωση μετάθεσης του χώρου της ιερότητας σε έναν ιδεατό τόπο, θα επιλύσει το αδιέξοδο της σύγκρουσης πόλεως-φύσεως με την εθελούσια θυσία της. Η βούλησή της θα μετατραπεί σε φερέφωνο της θεϊκής βούλησης, ενώ ο εκτελεστής πατέρας της σε όργανο πραγματοποίησης αυτού που έμελλε να συμβεί. Άλλοι, εξωκοσμικοί παράγοντες κινούν τα νήματα της τραγωδίας. Η γενοκτονία των Τρώων, αλλά και η συζυγοκτονία και η μητροκτονία που θα ακολουθήσουν, της φατρίας των Ατρειδών, θα είναι η φυσική απότισις ενός «μεταφυσικού» τύπου χρέους στον βωμό αυτόν.
Αγαμέμνων, ο κάλπικος
Στη θαυμάσια μετάβασή του στο «πετσί» του Αγαμέμνονα, στον μονόλογο του στρατηλάτη που συνθέτει η «ανορθόλογη ηθική» του Ευριπίδη, ο Παπαπαύλου επιστρατεύει μια κινησιολογία που σε μεγάλο βαθμό είναι εμπνευσμένη από ένα λόγο που εκφώνησε ο Χίτλερ σε ένα ντοκιμαντέρ του 1936 και ενσωματώνει όλη τη γελοιότητα και τον αυταρχισμό ενός ηγέτη που έχει όλο το άδικο με το μέρος του.
Στη θαυμάσια μετάβασή του στο «πετσί» του Αγαμέμνονα, στον μονόλογο του στρατηλάτη που συνθέτει η «ανορθόλογη ηθική» του Ευριπίδη, ο Παπαπαύλου επιστρατεύει μια κινησιολογία που σε μεγάλο βαθμό είναι εμπνευσμένη από ένα λόγο που εκφώνησε ο Χίτλερ σε ένα ντοκιμαντέρ του 1936 και ενσωματώνει όλη τη γελοιότητα και τον αυταρχισμό ενός ηγέτη που έχει όλο το άδικο με το μέρος του, που χάριν της ματαιοδοξίας και της αρχομανίας του εξαπατά το στράτευμα, τη γυναίκα και το παιδί του. Ο Αγαμέμνων της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι» είναι ο φορέας, το μέσον και το όχημα της επιβολής του «ανδρικού τύπου» δικαίου σε μια κοινωνία μιλιταριστικής ηθικής και υποταγής του ασθενέστερου στον ισχυρότερο. Ο οίκος των Ατρειδών πάσχει στο βάθος της ίδιας του της σύνθεσης: ομηρικά, ιπποτικά ιδεώδη προ πολλού σβησμένα από τη μνήμη των θεατών της κλασικής αθηναϊκής σκηνής του 5ου αιώνα π.Χ. αναβιώνουν στα μάτια τους, όταν το «ομογάλακτον», το «ομόκαπνον» και η «αιδώς της κασιγνήτου» εκπίπτουν σε κοινά φωνήματα. Ο αστερισμός του Σείριου και η «επτάπορη Πλειάδα» έχουν σταματήσει στη μέση του ουράνιου στερεώματος, ενώ ο Άρης και η Έρις αναλαμβάνουν τα ηνία, στρέφοντας την πυξίδα προς την «ελέπτολιν» Τροία των Φρυγών.
Η σύνθεση του ευριπίδειου Αγαμέμνονα με τον αισχύλειο σύστοιχό του της «Ορέστειας» επιτρέπει τη σκηνική διερεύνηση της συνθήκης της πατρικής εξαπάτησης (μήτιδος), αφενός, κι αφετέρου τη διερεύνηση των «φόνιων» αισθημάτων. Δεν πρέπει κανείς να ξεχνά πως ο σεβασμός στα πάτρια ιερά δεν είναι, στα κείμενα αυτά, παρά ο αντίλογος στην ανασύσταση της πανελλήνιας ιδέας –υπό το φως της εκστρατείας– ως σύλληψης και ως πρακτικής που καταργεί την τοπικιστική φυλετική ενότητα. Οι συγκρούσεις και οι εγκληματικές πρακτικές που απορρέουν από αυτό το αντιθετικό ζεύγμα είναι ευδιάκριτες στην αυταρχική ρητορεία που εξαπολύει, ενώπιον του στρατοπέδου των δυσαρεστημένων Αχαιών, ο «συννυμφοκόμος» Αγαμέμνων, αλλά και η λεκτική ανταρσία της «νυμφαγωγού» Κλυταιμνήστρας, που φέρει σε άμαξα την κληρονομιά του γερο-Τυνδάρεω σε μια κορύφωση τραγικής ειρωνείας.
Κλυταιμνήστρα, η εκδικητική έχιδνα
Η υπέροχη ερμηνεία του κύριου Βερβιτσιώτη στη μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη υπογραμμίζει εμφαντικά, σε φρύγειες κλίμακες, τη σφαγή.
Ανοιχτός πόλεμος ανδρών και γυναικών ξεκινά με την οργή και το βαρύ πένθος της Κλυταιμνήστρας, όπως κλιμακώνεται στους τρεις μονολόγους που συνέθεσε ο Κωνσταντίνος Χατζής από τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου, και τους οποίους ερμήνευσε ο Γιώργος Παπαπαύλου με τρεις διαφορετικές, εύκολα διακριτές διαθέσεις, ενσωματώνοντας στο ανδροπρεπές του δέμας μιαν ουσιωδώς θηλυκή υπόσταση, χωρίς ακκισμούς και «ευκολίες»: άλλη η «νυμφαγωγός», ανύποπτη ακόμη Κλυταιμνήστρα, άλλη η θρηνούσα Κλυταιμνήστρα, άλλη η Κλυταιμνήστρα της εκδίκησης. Δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω, σε αυτό το σημείο, την εμπνευσμένη κίνηση του Γιώργου Παπαπαύλου στον χώρο, παρά την απουσία σκηνικών στη σκηνή του φόνου του Αγαμέμνονα. Σε αυτήν συνέβαλε η θαυμάσια αξιοποίηση των συρόμενων θυρών του πίσω μέρους της σκηνής, της σκάλας που οδηγεί στον άνω όροφο του πανέμορφου θεάτρου της οδού Φρυνίχου και του εξώστη, καθώς και η άρτια χρονομέτρηση και κλιμάκωση. Η υπέροχη ερμηνεία του κύριου Βερβιτσιώτη στη μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη υπογραμμίζει εμφαντικά, σε φρύγειες κλίμακες, τη σφαγή.
Η συντριβή στην απαγγελία του χρονικού των Ατρειδών από την κυρία Λήδα Πρωτοψάλτη ήταν υποδειγματική.
Η συντριβή στην απαγγελία του χρονικού των Ατρειδών από την κυρία Λήδα Πρωτοψάλτη ήταν υποδειγματική. Το θεατρικό ντουέτο της παράστασης λειτούργησε τόσο αντιστικτικά, λόγω διαφοράς φύλου και ηλικίας, όσο και στη γραμμή μιας περίεργης, διαγώνιας ανάθεσης προσωπείων: η κυρία Πρωτοψάλτη, ως καθιστός αοιδός με τη διάτορη φωνή και επιβλητική μέσα στο στεφάνι τα ολόλευκα μαλλιά της, αφηγείται τα πριν και τα μετά τον Τρωϊκό Πόλεμο. Είναι μια φυσική, αβίαστη φωνή που αγγίζει την ουσία της αφήγησης με τρόπο απέριττο, με τη συγκέντρωση του αναλογίου και με τη ζεστασιά μιας αυστηρής καθηγήτριας, με τη φυσικότητα και τη ζεστασιά μιας γιαγιάς που διηγείται στα εγγόνια της το αρχαιότερο από όλα τα παραμύθια. Αλλά και με τη γενναιοδωρία του καταξιωμένου ηθοποιού, που στρώνει το χαλί για να πατήσει μια άξια νέα γενεά ερμηνευτών.
Η εκφώνηση της φρίκης στη διαδοχή της αλληλοεξόντωσης σταματά με τη σαιξπηρική δήλωση «Τα υπόλοιπα είναι σιωπή», φράση που γεφυρώνει την αρχαιοελληνική γραμματεία με τον Άμλετ και αποτίει φόρο τιμής στο σπουδαίο θέατρο, των μεγάλων ρήσεων και των διαχρονικών αληθειών, αυτό που είχαμε καιρό να ακούσουμε ζωντανό επί σκηνής, και μάλιστα με τέτοια ακρίβεια και γλαφυρότητα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.