
Για την παράσταση της Marlene Monteiro Freitas και της ομάδας P.OR.K, Βάκχες: πρελούδιο κάθαρσης, η οποία παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2017.
Του Νίκου Ξένιου
Είναι τέτοια η ιδιοσυστασία των «Βακχών» του Ευριπίδη, τόση η ελευθερία υφολογικής προσέγγισης που επιτρέπουν, και είναι τόσο σωματική, τόσο ελάχιστα λογοκρατούμενη και τόσο οικουμενική η υπόθεσή τους, που προσφέρονται για υψηλή δημιουργία. Η Μαρλένε Μοντέιρο Φρέιτας στην παράσταση Bάκχες: πρελούδιο κάθαρσης αποδίδει την τελετουργική διάσταση του ευριπίδειου κειμένου με μεγάλη ελευθεριότητα και χιούμορ. Η συγκλονιστική αυτή χορογραφία, που παρακολουθήσαμε με την ομάδα P.OR.K στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, αντικαθιστά τον τόπο, τον χρόνο και τις μυθολογικές αναφορές του εμβληματικού αυτού κειμένου της παγκόσμιας δραματουργίας με μια σύγχρονη χορογραφική απόδοση της πάλης του ανθρώπου ανάμεσα στη Φύση και στον Νόμο.
Μια άρτια χορογραφική όπερα
Η διαδρομή της ανθρώπινης συνείδησης περνά από το αναγκαστικό στάδιο της τυφλότητας έναντι του θεϊκού κελεύσματος, της παραβίασης των ταμπού, του οργίου, της παραίσθησης, της εξαπάτησης, της τιμωρίας, της τυφλότητας έναντι της ανθρώπινης κακουργίας, της αιματηρής συνειδητοποίησης και αφύπνισης, της αναγνώρισης και της κάθαρσης.
Η πορτογαλίδα χορογράφος έχει ταξινομήσει τις κινήσεις των χορευτών της κατά τρόπον ώστε επαναλαμβανόμενες «ομάδες» κινήσεων να παραπέμπουν, βαθμηδόν, στην ίδια σημειολογία. Έτσι, από τη μία μιλούν με το σώμα για υποταγή, αλλοτρίωση, κομφορμισμό, κανονικότητα, λογική και προσαρμογή στην κοινωνική επιταγή, ενώ από την άλλη για θραύση του κανόνα, υπέρβαση των αναστολών, αντικανονική συμπεριφορά, απόκλιση, παράλογο, ντελίριο, υστερία και τρέλα. Η διαδρομή της ανθρώπινης συνείδησης περνά από το αναγκαστικό στάδιο της τυφλότητας έναντι του θεϊκού κελεύσματος, της παραβίασης των ταμπού, του οργίου, της παραίσθησης, της εξαπάτησης, της τιμωρίας, της τυφλότητας έναντι της ανθρώπινης κακουργίας, της αιματηρής συνειδητοποίησης και αφύπνισης, της αναγνώρισης και της κάθαρσης. Αντίστοιχα, τα συναισθήματα που αποδίδονται από τη μουσική και τον χορό οδηγούν από απόλυτη ηρεμία σε κλιμακούμενη ένταση, από απολλώνια γαλήνη σε διονυσιακή έκσταση και αγριότητα, από αισθησιασμό και απόλαυση σε σπαραγμό και κοπετό.
Εξαρχής η ανθρώπινη φιγούρα επικαθορίζεται από τις κοινωνικές της αναφορές ή τις φυσικές τους παραμορφώσεις. Τερατόμορφες και αμφίφυλες φιγούρες, οι χορευτές/τραγουδιστές/τρομπετίστες/μίμοι/περφόρμερς της Φρέιτας αποδίδουν με αυστηρή ρυθμική αγωγή το βακχικό θαύμα σε μια μεταμοντέρνα απόδοση του μύθου, η εκφραστική πολυσυνθετότητα της οποίας παραπέμπει σε όπερα. Στη θέση της Θήβας στήνεται ένα cabaret de curiosités, στη θέση της θεότητας ένα σύνολο αναγνωρίσιμων θεϊκών γνωρισμάτων μοιρασμένων στα μέλη του χορού, στη θέση της Μητέρας (Σεμέλης) μια αρχετυπική ταινία/ντοκιμαντέρ μιας ασιάτισσας που γεννά, παραπέμποντας με το ανοιχτό της αιδοίο στον γνωστό πίνακα του Γκιστάβ Κουρμπέ «Η δημιουργία του κόσμου». Έτσι, σε ατμόσφαιρα ενορχηστρωμένης κοσμογονίας, η γέννηση και ο τελετουργικός σπαραγμός ταυτίζονται στην αντίληψη του θεατή με τη θεατρική σκηνή, ενώ το σαρκαστικό γέλιο ολοκληρώνει ένα κλίμα ψυχιατρικής κλινικής που φέρνει στον νου τον «Θάνατο του Μαρά» του Πέτερ Βάις.
Το ηθικό και αισθητικό σύμπαν των «Βακχών»
Στη θέση της Θήβας και του Πενθέα, εδώ έχουμε έναν χορό κουρδισμένο από ανδρείκελα που εξαντλούν όλη τη γκάμα μηχανιστικών, επαναλαμβανόμενων κινησιολογικών μοτίβων που αποδίδουν τους μηχανισμούς καθυπόταξης της εξουσίας, αντλημένους από τη γερμανική περίοδο του κινηματογραφιστή Φριτς Λανγκ.
Θα μπορούσε να είναι ένα casino ή ένα nightclub, θα μπορούσε να είναι ο προθάλαμος ενός ψυχιατρείου ή ένα καρναβάλι στο Ρίο. Στη θέση της Θήβας και του Πενθέα, εδώ έχουμε έναν χορό κουρδισμένο από ανδρείκελα που εξαντλούν όλη τη γκάμα μηχανιστικών, επαναλαμβανόμενων κινησιολογικών μοτίβων που αποδίδουν τους μηχανισμούς καθυπόταξης της εξουσίας, αντλημένους από τη γερμανική περίοδο του κινηματογραφιστή Φριτς Λανγκ. Μέσα στον σκηνικό εκλεκτικισμό της εντάσσονται θαυμάσια και τα καλυμένα μάτια της νεκρικής φιγούρας των αρχαίων πολιτισμών. Με αναφορά στον Κιθαιρώνα και το μαιναδικό όργιο, ο Χορός αποδίδει τη μουσική του Μπαχ ως ζωντανή ορχήστρα και ως ζωντανό εκκλησιαστικό όργανο, μιμείται τις κραυγές και τα ουρλιαχτά των άγριων ζώων επιστρατεύοντας το «σωματικό» θέατρο και τη σκηνική εμπειρία δεκαετιών, ξερριζώνει το κεφάλι του Πενθέα αποσυνδέοντας ένα μεγάλο ηχείο από τη βάση του. Στο τέλος, μια προσωποποίηση του Διονύσου ηγείται του μαιναδικού οργίου κινώντας αισθησιακά τους γοφούς του και παίζοντας καστανιέτες. Το αναλόγιο του μουσικού μετατρέπεται σε χίλια δυο προπ σκηνικής χρήσης που μαρτυρεί επίμονη άσκηση και σκληρή προεργασία.
Πάνω σε τεντωμένο σκοινί ισορροπιστή, ο κάθε χορευτής της παράστασης φαίνεται να κατέχει απόλυτα τον μύθο που καλείται να αποδώσει, τη μυστική έκσταση και την ονειρική, παραισθητική διάσταση που πρέπει να σεβαστεί, το μεθύσι της αισθησιακής «απορρύθμισης» που πρέπει να ενσαρκώσει. Προσποίηση, τεχνήεσσα, απατηλή έκφραση, παλιμπαιδισμός, γλυκόπικρο χαμόγελο του κλόουν, αθωότητα και χυδαιότητα, σεξουαλική πρόκληση, μεταμφίεση, σπαραγμός, όλα αποδίδονται με ένα παιχνίδι μιμικής που αξιοποιεί όλες τις δεκαετίες θεατρικής παιδείας που έχουν προηγηθεί. Καθώς, λοιπόν, οι «Βάκχες» έχουν εισαγάγει το Παράλογο στη θεατρική σκηνή δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν από τον Μπέκετ και τον Ιονέσκο, η Φρέιτας σκηνογραφεί το εκστατικό της δρώμενο σαν ροκ συναυλία με τρελαμένο μαέστρο, σαν ένα ρολόι που χαλάει και ξαναφτιάχνει κάθε λεπτό, διατηρώντας στο έπακρο την υπερβολή και την εκφραστικότητα και συνθέτοντας, με τον επαναλαμβανόμενο ρυθμό του, όλα τα ανησυχαστικά, περίεργα και ετερόκλητα αισθητικά στοιχεία της παράστασης.
Η φιλοσοφία της ομάδας της Φρέιτας
Την έξοχη αυτήν παράσταση διατρέχει ένας διονυσιακός υπαινιγμός που, υπό τον ντιμινουέντο ήχο του «Μπολερό» του Ραβέλ, αναλαμβάνει τα ηνία, κορυφώνεται σε κρεσέντο και αποθεώνεται στο τέλος.
Οι αναλύσεις μιλούν για την πάλη του απολλώνειου με το διονυσιακό στοιχείο, αναφερόμενες στον Νίτσε. Όμως η χορογράφος, διαλύοντας την ισορροπημένη κίνηση, διασαλεύοντας την αρμονία της μουσικής, διατηρώντας το λευκό φως της ψυχιατρικής κλινικής στο βάθος, σκιαγραφώντες φιγούρες γκροτέσκο και απευθύνοντας το θεατρικό παιχνίδι στο κοινό της, αποδίδει αποτελεσματικά το διφυές του ανθρώπινου όντος και τη γελοιογραφική στρέβλωση της εικόνας του. Την έξοχη αυτήν παράσταση διατρέχει ένας διονυσιακός υπαινιγμός που, υπό τον ντιμινουέντο ήχο του «Μπολερό» του Ραβέλ, αναλαμβάνει τα ηνία, κορυφώνεται σε κρεσέντο και αποθεώνεται στο τέλος. Η σοβαρότητα αυτών των αισθητικών αναφορών δεν διασαλεύεται καθόλου από τους σαρκαστικούς υπαινιγμούς προγενέστερων ερμηνειών από τον Χόρχε Ντον στη γνωστή χορογραφία του Μωρίς Μπεζάρ. Οι Βάκχες της Φρέιτας είναι ποπ, ενώ διαρρηγνύουν τα όρια της Πόλης και ξεχύνονται στις παρυφές του α-πολιτικού και της αγριότητας, γεμίζοντας τα χέρια και τα πρόσωπά τους με αίμα. Η σύγχρονη ζωή στο έργο αυτό παρουσιάζεται ως δοχείο κενό από εκφραστικά μέσα, ο σύγχρονος χορός ως μια αυτόνομη γλώσσα διατύπωσης ερωτημάτων, η τραγική αναγνώριση ως αποσυμπίεση ενός συντεθλιμμένου ψυχισμού.
Γεννημένη στο Πράσινο Ακρωτήρι, η Μαρλένε Μοντέιρο Φρέιτας υπήρξε συνιδρύτρια και μέλος της χορευτικής ομάδας Compass. Σπούδασε στο P.A.R.T.S. των Βρυξελών με την Teresa De Keersmaeker, καθώς και στο E.S.D. και στο Ίδρυμα Calouste Gulbenkian της Λισαβόνας. Συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τους Emmanuelle Huynh, Loïc Touzé, Tânia Carvalho, François Chaignaud, Cecilia Bengolea και Boris Charmatz. Οι προηγούμενες παραστάσεις της φέρουν τους τίτλους: Jaguar (2015), Of ivory and flesh – statues also suffer (2014), Paradise – private collection (2012-13), (M)imosa (2011), Guintche (2010), A Seriedade do Animal (2009-10), Uns e Outros (2008), A Improbabilidade da Certeza (2006), Larvar (2006), Primeira Impressão (2005). Είναι ιδρύτρια του P.OR.K, που εδράζει στη Λισαβόνα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.