Για την παράσταση Αντιγόνη: η πραγματική ιστορία, της Χρύσας Ξουραφά, σε σκηνοθεσία Βάνας Πεφάνη, η οποία παρουσιάζεται στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης».
Του Νίκου Ξένιου
Η Βάνα Πεφάνη σκηνοθετεί, στο υπόγειο του Ιδρύματος «Μιχάλης Κακογιάννης», το έργο της Χρύσας Ξουραφά Αντιγόνη: η πραγματική ιστορία, επιστρατεύοντας στοιχεία από την τραγωδία, το αστικό ψυχολογικό θέατρο, την κωμωδία, το καμπαρέ και το μιούζικαλ. Η Αντιγόνη της παράστασης αυτής δραπετεύει από τη σφαίρα του μύθου, για να αναζητήσει τον Αίμονά της ανάμεσά μας, δηλαδή αυτονομείται ως θεατρικός χαρακτήρας σε ένα έργο που το χαρακτηρίζει το χιούμορ, η επινοητικότητα, η ανθρωπιά και η πρωτοτυπία.
Άλλο θάνατος – άλλο θνητότης
Η δομή της αρχαίας τραγωδίας θυμίζει κουκλοθέατρο, θέατρο σκιών, ένα άβακα ζατρικίου (σκακιέρα) όπου οι επιλογές των ηρώων είναι ως ένα βαθμό προαποφασισμένες.
Η αρχαιοελληνική ποιητική παραγωγή αρδεύεται από τον χώρο του Μύθου, που για κάθε εποχή ανατροφοδοτείται και παραλλάσσει σύμφωνα με τις νέες κοινωνικές συνθήκες. Ο μελετητής ενός έργου πρέπει να εθιστεί στο να διακρίνει, πίσω από τη συμβατική persona ενός δρώντος προσώπου την πραγματική (γνήσια) μυθική εικόνα που το πρόσωπο αυτό καλείται να αναπαραγάγει ή απλά να αναπαραστήσει. Η δομή της αρχαίας τραγωδίας θυμίζει κουκλοθέατρο, θέατρο σκιών, έναν άβακα ζατρικίου (σκακιέρα) όπου οι επιλογές των ηρώων είναι ως ένα βαθμό προαποφασισμένες. Το ζήτημα που διαφοροποιεί τον «ελληνικό» τρόπο από οποιοδήποτε φαταλιστικό αφήγημα των άλλων μεγάλων πολιτισμών της αρχαιότητας είναι η δυνατότητα του έλληνα ήρωα να επιλέξει τη μία ανάμεσα σε δύο δοθείσες επιλογές: με άλλα λόγια, να επιλέξει τη μοίρα του, παρά το γεγονός ότι η μόνη βέβαιη μοίρα του είναι ο θάνατος. Ο θάνατος, όμως, εκείνου του είδους που αυτομάτως σε κατατάσσει στο πάνθεον των Αθανάτων. Ο θάνατος ο συνεπής προς την ηθική επιλογή. Ο θάνατος ως τραγικό μέγεθος.
Επιλέγει τον δικό μας, τον «μικρό» θάνατο, ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να βιώσει και τον δικό μας, τον «αισθηματικό» έρωτα.
Ο ήρωας της τραγωδίας αναπαριστά μια πράξη «άξια μιμήσεως», αφήνοντας την περιπέτειά του να εγκατασταθεί, μέσα στον χρόνο, στη σφαίρα της μυθικής αφήγησης και επανενεργοποιούμενος κάθε φορά που διενεργείται μια παράσταση. Παραδόξως, στο έργο της Χρύσας Ξουραφά η Αντιγόνη επιλέγει ως τέτοια τη θνητότητα. Επιλέγει τον δικό μας, τον «μικρό» θάνατο, ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να βιώσει και τον δικό μας, τον «αισθηματικό» έρωτα. Γι’ αυτό αποφασίζει να υπερβεί την, υποτίθεται αναπότρεπτη, έκβαση του ηρωϊκού θανάτου, και να μεταπηδήσει στον κόσμο των ζωντανών, αυτοκαθοριζόμενη και έχοντας άγνοια για το τι την περιμένει. Εδώ, στα ανθρώπινα, επανενεργοποιείται ως ύπαρξη και ψάχνει να βρει τον Αίμονά της (που έχει εγκαίρως μεταπηδήσει και αυτός στα καθ’ ημάς), αλλά έρχεται αντιμέτωπη με τις μικρότητες, την ευτέλεια, το συμφέρον, τον μετριασμό των «μεγάλων» μεγεθών, τη θνητότητα δηλαδή. Από μόνη της αυτή η επιλογή οδηγεί το έργο σε κωμικά μονοπάτια που (με τη βοήθεια του δεκαπεντασύλλαβου) θυμίζουν έργα του Μποστ, χωρίς να το στερεί από τη σοβαρότητά του και την εμβρίθεια στην πραγμάτευση μιας μεγάλης αλήθειας για τον έρωτα και τον πόνο που αυτός προκαλεί.
Αντιγόνες και Μήδειες
Η ηρωϊκή διάσταση υποχωρεί για να παραχωρήσει την προτεραιότητα στο τρωτό, ευάλωτο στοιχείο της ανάγκης για επαφή και κατανόηση: το έργο δίνει πολλές αφορμές για να ενεργοποιηθεί αυτή η διάσταση της ανθρώπινης μοίρας.
Η ακαδημαϊκή προσέγγιση του έργου καταρρέει, ήδη εξ αρχής. Ήρωες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, ο Οιδίποδας, η Αντιγόνη, η Ισμήνη και η Μήδεια, είναι «παγωμένοι» ως επιτύμβια ανάγλυφα, και μια επίσκεψη ενός σύγχρονου ζευγαριού σε αυτό το Μουσείο Ομοιωμάτων γίνεται η αφόρμηση για να «ξυπνήσουν» από τον λήθαργο αιώνων και να αναζητήσουν την ανθρωπινότερη πλευρά τους. Η Αντιγόνη και ο Αίμων ζουν την ιστορία τους πολύ διαφοροποιημένη, ενώ παράλληλα ένα νεανικό ζευγάρι της σύγχρονης εποχής αντιμετωπίζει αδιέξοδα στη σχέση του. Η ηρωϊκή διάσταση υποχωρεί για να παραχωρήσει την προτεραιότητα στο τρωτό, ευάλωτο στοιχείο της ανάγκης για επαφή και κατανόηση: το έργο δίνει πολλές αφορμές για να ενεργοποιηθεί αυτή η διάσταση της ανθρώπινης μοίρας.
Αλλά και οι ηθοποιοί που επέλεξε για συνεργάτες της η Βάνα Πεφάνη αναδεικνύουν, με τις ερμηνείες τους, αθέατες πτυχές ευαισθησίας αυτού του διαφορετικού, τολμηρού έργου, που δικαιώνουν κάποια δομική του χαλαρότητα ως προς την οργάνωση του μύθου. Η Μαρία Δαμασιώτη στον ρόλο της Αντιγόνης δίνει πετυχημένα μια δροσερή, ανυποψίαστη περσόνα. Παρά το στρες της πρεμιέρας η ερμηνεία της είναι ιδιαίτερα κινητική και λυρική και ξεχωρίζει στη σκηνή του τανγκό με τον Αίμονα. Ο Γιώργος Χουλιάρας ως Οιδίπους είναι πρόσωπο κατά βάσιν κωμικό, καθώς το έργο επικεντρώνει στον εγωκεντρισμό του και καθώς η αρρενωπή του παρουσία δυναμιτίζεται συστηματικά. Η επαμφοτερίζουσα εκδοχή του Οιδίποδα μπορεί να τον παγιώσει ως νέο θεατρικό χαρακτήρα. Αντίστοιχα, η Ντέπη Πάγκα στον ρόλο της Μήδειας είναι ξεκαρδιστική: η Μήδεια αυτού του έργου είναι μια αυθύπαρκτη Μήδεια: οι αντιφατικές πτυχές του τερατώδους ήθους της εδώ παράγουν μια δωρική φιγούρα καρικατουρίστικη, που «παίζει» λεκτικά με το ακραίο ζήτημα της παιδοκτονίας, αναδεικνύοντας τη σατιρική του διάσταση. Ο Βασίλης Αφεντούλης στον διπλό ρόλο του Κορυφαίου του Χορού και του Σοφοκλή είναι επιβλητικός, αλλά ερμηνεύει κάπως σχηματικά. Η Νικολίνα Μουαίμη με έντονη αίσθηση χιούμορ καθιερώνει την περσόνα της «ζηλιάρας» Ισμήνης, της Ισμήνης που αναζητά τις ρίζες της στον Γιάννη Ρίτσο: η φυσικά κωμική φιγούρα και η κόμμωσή της, η υπερβολή στις χειρονομίες και η ακρίβεια στη διαχείριση των εκφραστικών της μέσων την ξεχωρίζουν και την εγκαθιστούν, επίσης, στο σύγχρονο πάνθεον κωμικών χαρακτήρων. Ο Αντώνης Καραθανασόπουλος ως Αίμων είναι ευαίσθητος και παράλληλα στιβαρός, μια εφηβική φρεσκάδα σε συνδυασμό με στεντόρεια φωνή που προϊδεάζει για σημαντική καριέρα στο θέατρο. Η Δήμητρα Σύρρου ως Γιασεμή και ο Χρήστος Χριστόπουλος ως Δημήτρης μιλούν την καθομιλουμένη προσδίδοντάς της ποίηση και ανυπολόγιστες μικρές ποιότητες, ενώ θίγουν ευαίσθητες χορδές της σύγχρονης εκδοχής του ερωτικού ζευγαριού που το χαρακτηρίζει η δυσανεξία, ο εγωϊσμός, το μικρό ψέμα.
Με παιγνιώδη διάθεση και ευρύτητα αντίληψης, η σκηνοθεσία πατά γερά στο κείμενο της Ξουραφά και επικαιροποιεί αρχέτυπα ερωτήματα για τον έρωτα, τον θάνατο και την ανθρώπινη επαφή.
Με παιγνιώδη διάθεση και ευρύτητα αντίληψης, η σκηνοθεσία πατά γερά στο κείμενο της Ξουραφά και επικαιροποιεί αρχέτυπα ερωτήματα για τον έρωτα, τον θάνατο και την ανθρώπινη επαφή, αλλά και για την επιθυμία και για το πώς αυτή αρθρώνεται μέσω της Τέχνης. Η Βάνα Πεφάνη σχεδιάζει ένα τολμηρό σχήμα και κερδίζει το στοίχημα για μιαν ακόμη φορά. Είναι ένας ύμνος στον Έρωτα, που διεκδικεί τη θέση του δίπλα σε αριστοτέλεια μεγέθη, δίπλα στην τραγική λύση, την κάθαρση, τον ηρωϊσμό, την αιωνιότητα, την ηθική, την αυτοθυσία. Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι ένα πεδίο ιδεώδους άσκησης για τους ηθοποιούς. Και για την κυρία Πεφάνη, που είναι και η ίδια ηθοποιός και αναζητά, μέσα από δύσκολα μονοπάτια σύγχρονης προβληματικής, με συνέπεια και ακεραιότητα, ελευθερία, χιούμορ και τόλμη, να εντρυφήσει στην ουσία της δραματικής τέχνης.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.