
Για την παράσταση Ο γύρος του κόμπου: Σικελική τραγωδία, του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Δούλου, η οποία παρουσιάζεται στο θέατρο Tempus Verum - Εν Αθήναις.
Του Νίκου Ξένιου
Στην «ωραιοτάτην και καταστόλιστον» Συρακούσα διαδραματίζεται το τελευταίο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη Ο γύρος του κόμπου: Σικελική τραγωδία, που ανεβαίνει από τη «Λευκή σκηνή» στο θέατρο Tempus Verum – Εν Αθήναις, σε σκηνοθεσία Γιώργου Δούλου. Μια ξεχωριστή σκηνοθετική εκδοχή και μια σφιχτοδεμένη ομάδα νέων ηθοποιών αξιοποιούν το από σκηνής δοκίμιο του Δημητριάδη και κλείνουν τη χειμερινή θεατρική σαιζόν με έναν ύμνο στον έρωτα.
Ο Πλάτων απο-δομούμενος
O Διονύσιος αρρωσταίνει βαριά και ο Δίων ανησυχεί για το κληροδότημά του ανταγωνιζόμενος τον γιο του ασθενούντος τυράννου, τον Διονύσιο τον Νεώτερο, που πιθανόν δολοφονεί τον πατέρα του και τον διαδέχεται στον θρόνο.
Η ιστοριογραφία μαρτυρεί παιδεραστική σχέση ανάμεσα στον Δίωνα και στον τύραννο Διονύσιο τον Πρεσβύτερο, καθώς και πρόσκληση του Πλάτωνος να μεταβεί στις Συρακούσες. Η επαφή του Πλάτωνα με τον Διονύσιο δεν καρποφόρησε, ενώ οι παραινέσεις του φιλοσόφου για μεταστροφή του τυράννου στην αρετή και τη φιλοσοφία εξόργισαν τον υλιστή ηγέτη. Ο Πλάτων θα συμπράξει με τον Δίωνα, αδελφό της γυναίκας του Διονυσίου, σε πραξικόπημα κατά του τυράννου, που θα αποτύχει. Σύμφωνα με τον Κορνήλιο Νέπωτα, ο Διονύσιος αρρωσταίνει βαριά και ο Δίων ανησυχεί για το κληροδότημά του ανταγωνιζόμενος τον γιο του ασθενούντος τυράννου, τον Διονύσιο τον Νεώτερο, που πιθανόν δολοφονεί τον πατέρα του και τον διαδέχεται στον θρόνο. Μάλιστα τότε ανακαλεί τον Πλάτωνα, ο οποίος με μοναδικό στόχο την απόδειξη της θεωρίας που είχε ήδη διαμορφώσει στη «Πολιτεία», δέχεται το προσκλητήριο.
Για τρίτη φορά ανακαλείται ο Πλάτων από τον Διονύσιο τον Β’ το 361 π.Χ., και περιγράφει ο ίδιος σε επιστολή του την οδυνηρή συνύπαρξή του με τον τύραννο: «Η ζωή η δική μου και του Διονυσίου ήταν, εγώ μεν να βλέπω έξω σαν το πουλί, που θέλει να πετάξει από το κλουβί του, αυτός δε να συλλογίζεται με ποιο τρόπο θα με φοβίσει χωρίς να μου δώσει τίποτε από τα πράγματα του Δίωνα. Κι όμως λέγαμε σε όλη τη Σικελία ότι είμαστε φίλοι». Η διάψευση των προσδοκιών του φιλοσόφου για φρόνηση και σοφία ως ιδιότητες του «φιλοσόφου-βασιλέως» και η αποτυχία της απόπειράς του στη Σικελία περιέχονται στην Έβδομη Επιστολή του (347e – 348a/I, 322)): «Εκείνο που βάρυνε στη σκέψη μου ήταν ότι, αν επρόκειτο να επιχειρήσω να εφαρμόσω όσα είχα σκεφτεί για τους νόμους και την πολιτεία, η δοκιμή έπρεπε να γίνει τώρα. [...] Ξεκίνησα λοιπόν από την πατρίδα μου κυρίως γιατί ντρεπόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό, μήπως φανεί ότι δεν είμαι μόνο παρά σκέτη θεωρία και ότι ουδέποτε επιλέγω να καταπιαστώ με κάποια πράξη».
Πρόσωπα-αρχέτυπα
Ο Ερμίδης, ως άλλος Πλάτων, δέχεται τη μετάκληση στη Σικελία για δεύτερη φορά, μετά την αποτυχημένη παλαιότερή του προσπάθεια να αντιτάξει τη δύναμη του φιλοσοφικού του συστήματος στην ανθρώπινη κακουργία: αυτήν που είχε τότε οδηγήσει τον αριβίστα Λαλίνι στην αδελφοκτονία.
Αντίστοιχα, στο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη ο φιλόσοφος Αρίσταρχος Ερμίδης προσκαλείται από τον συρακούσιο ηγεμόνα Λορέντζο Λαλίνι, που λίγο πριν από τον θάνατό του θέλει να αποτρέψει τη δολοφονία του ερωμένου του Αλμπερτίνο από τους δυο γιους του. Ο Ερμίδης, ως άλλος Πλάτων, δέχεται τη μετάκληση στη Σικελία για δεύτερη φορά, μετά την αποτυχημένη παλαιότερή του προσπάθεια να αντιτάξει τη δύναμη του φιλοσοφικού του συστήματος στην ανθρώπινη κακουργία: αυτήν που είχε τότε οδηγήσει τον αριβίστα Λαλίνι στην αδελφοκτονία. Αυτήν τη φορά η δολοφονία πρόκειται να επαναληφθεί από τους γιους του Λαλίνι, με θύμα τον Αλμπερτίνο, ετεροθαλή αδελφό τους και ερωμένο του πατέρα Λαλίνι. Η οικογένεια του Λαλίνι θέτει στον προσκεκλημένο φιλόσοφο το ζήτημα του θανάσιμου ανταγωνισμού ανάμεσα στα εξ αίματος μέλη της και στον νεήλυδα ερωμένο, ως φιλοσοφικό διττό λόγο, ως «κόμπο» δυσεπίλυτο που εμπλέκει προσωπικά πάθη, αναστολές, ανικανοποίητους πόθους, μικρότητες και πολιτικές φιλοδοξίες.
Τα πρόσωπα του έργου παρίστανται ως φορείς ακατανόητων αρχών (principia), αξιακών συστημάτων, συγγενικών δεσμών και θεσμικών φραγμών. Είναι φυσικό η «σικελική» (παραδιδόμενη ως πατριαρχική, πάνω απ’ όλα όμως μητριαρχική) οικογένεια, ντυμένη στα λευκά, να αναπαριστά την τερατογένεση – τόσο σε φροϋδικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Στο ερωτικό ένστικτο αποκτούν υπόσταση και μορφή, καθώς και διαστάσεις κοινωνικού γεγονότος, τα προσωπικά ζητήματα των ηρώων. «Είμαστε όλοι στην διάθεσή σου – δεσμώτες σου», λένε στον φιλόσοφο οι σύζυγοι, γιοι και κόρες, περιφερόμενοι ως σκιές και εκφέροντας τον λόγο όπως σε αναλόγιο. Το ψεύδος της υπόστασής τους υποδηλούται, στην τόσο ξεχωριστή και καλοδουλεμένη σκηνοθεσία του Γιώργου Δούλου, με την αλληλοαπορρόφησή τους στην εκφώνηση των λεγομένων του Πατέρα Λαλίνι. Δύσκολη σκηνοθετική επιλογή, που παρά τις ενστάσεις του συγγραφέα όχι απλώς λειτούργησε σκηνικά, αλλά και προσέδωσε διαστάσεις ανυπολόγιστες στην «παλίμψηστη» μορφή του τυράννου. Η «σκιώδης» παρουσία των ερμηνευτών και το εύπλαστον της σκηνοθεσίας μεταπίπτει σε απτές υλοποιήσεις τους, όταν χορογραφούνται για να αποδώσουν συγκεκριμένους χαρακτήρες: τη Βαλέρια, την Πάολα, τον Βιττόριο και τον Τσέζαρε, όπως και τις συζύγους τους Λουτσία και Κλέλια.
Έρωτας και Δημοκρατία
Στον αντίποδα του ιδεαλιστικού λόγου, ο λόγος της τυραννίδος είναι ένας λόγος τρυφηλός, ασαφής, επικεντρωμένος στη σάρκα και στα υλικά επιτεύγματα.
Στο άχρονο πλαίσιο του έργου, ο έρωτας τεκταίνεται ως σκηνικό γεγονός και πραγματώνεται στην εκδοχή του φόνου: φυσικό αποτέλεσμα της μιαρής του εκδοχής, της απαγορευμένης. Χλιδή, διαφθορά, αιμομιξία και άκρατος οίνος είναι οι συνειρμοί της σικελικής γης, καθώς και του σικελικού «γένους». Στον αντίποδα του ιδεαλιστικού λόγου, ο λόγος της τυραννίδος είναι ένας λόγος τρυφηλός, ασαφής, επικεντρωμένος στη σάρκα και στα υλικά επιτεύγματα: «Το ξέρω, δεν συμφωνείς, αλλά θεοί είναι μόνον οι άνθρωποι, όσοι μπορούν βεβαίως», απευθύνει τη μακιαβελική φράση ο τύραννος στον ιδεαλιστή φιλόσοφο. Και τα ανθρωπόμορφα τέρατα που στερούνται του έρωτος αυτοπεριγράφονται με τα λόγια της Λουτσία: «Μην σας ξεγελά η όρθια στάση μας! Το κεφάλι μπορεί να κοιτάζει ψηλά, έχετε δει όμως το μέσα ρύγχος;»
Αντίθετα, στην Αθήνα οι πόρτες των σπιτιών είναι ανοιχτές στα κοινά και από παντού μπαίνει φως (:θυμάμαι, εδώ, τον «Πυλάδη» του Γιώργου Χειμωνά, όπου οι μορφές αναλώνονται στο φως). Το «φως ιλαρόν» στο κείμενο του Δημητριάδη είναι εξ αποκαλύψεως φως, λούζει τις μορφές και τις αναδεικνύει σε οντότητες με σάρκα και οστά: «Αλλ’ έτι και δυνάμει… Αρ’ ου σκότους… εξαίφνης... ηλίου», λέει σε πλατωνικά σπαράγματα ο φιλόσοφος τη στιγμή που φονεύει το ποθούμενο κορμί. Ο δημοκρατικά γαλουχημένος Ερμίδης, αδυνατώντας να αντιμετωπίσει το σκοτεινό, «κλειστό» νεποτικό σύστημα που διέπει τον οίκο του οικοδεσπότη του, θα μεταστραφεί σε ακραιφνή υλιστή.
Η τραγικότητα που ενέχεται στην υλική διάσταση του έρωτα οφείλεται στο ανεκπλήρωτο μιας ώσης που είναι τόσο ισχυρή, ώστε καταλύει τα όρια, το κοινωνικά αποδεκτό, την ένταξη και εξισορρόπηση στις σχέσεις μας με τους άλλους.
Ο Αλμπερτίνο εκφαίνεται ως εκχρηματιζόμενο πορνίδιο που αδιαφορεί για τη ζωή, άγεται και φέρεται, ως ο καρπός μιας εσφαλμένης κυοφορίας. Ωστόσο, ο ερωτικός διάλογος του πλατωνικού Συμποσίου καταρρίπτεται εδώ από τη σαρκική διάσταση του έρωτα και τον θρίαμβο της «Πανδήμου» Αφροδίτης: «Τίποτε πιο φυσικό και τίποτα πιο νόμιμο απ’ τον πόθο, όποιος κι αν είναι αυτός»: η έννοια του έρωτα ανακτά τις αισθησιακές και αισθηματικές διαστάσεις που της αποδίδει ο Δημητριάδης, ενώ αποποιείται της «εξαχνωμένης/αποπνευματωμένης», ιδεαλιστικής της εκδοχής, που αντιστοιχεί, βεβαίως, σε μια ψυχική «πολιτεία του έρωτος».
Ο Λαλίνι ορίζει την αγάπη του για τον Αλμπερτίνο με όρους τραγικούς: «Τον κέρδισα με τρομερό ανυπόφορο θανατηφόρο πόθο, καταστρατηγώντας τούς φυσικούς νόμους και τους θεσμικούς κανόνες», λέει στον φιλόσοφο. Ανήμπορος να δώσει λύση μέσα στα πλαίσια των ιδεαλιστικών του εμμονών, θαμμένος μέσα στη «μελέτη θανάτου» που συνιστά το έργο του, ο φιλόσοφος θα βιώσει στο γήρας τον έρωτα για τον ηδυπαθή Αλμπερτίνο, θα θραύσει το θεωρητικό του οικοδόμημα και θα «λύσει» τον κόμπο ως άλλο γόρδιο δεσμό. Το «φως ιλαρόν» στο κείμενο του Δημητριάδη γίνεται στα χέρια της Χριστίνας Θανασούλα εξ αποκαλύψεως φως, λούζει τις μορφές και τις αναδεικνύει σε οντότητες με σάρκα και οστά: «Αλλ’ έτι και δυνάμει… Αρ’ ου σκότους… εξαίφνης… ηλίου», ψελλίζει ο φιλόσοφος, αδειάζοντας σακούλες με πλατωνικά σπαράγματα τη στιγμή που φονεύει το ποθούμενο κορμί. Η ώριμη ερμηνεία του Γιάννη Σιαμσιάρη κινείται ανάμεσα στην πρώιμα «σχηματική» εκδοχή του φιλοσόφου και στην όψιμα αισθηματική του μετεξέλιξη, προσδίδοντας στο κείμενο την τραγικότητα της υλικής διάστασης του έρωτα. Ενσαρκώνοντας το ανεκπλήρωτο μιας ώσης που είναι τόσο ισχυρή, ώστε καταλύει τα όρια, το κοινωνικά αποδεκτό, την ένταξη και εξισορρόπηση στις σχέσεις μας με τους άλλους. Ο έρωτας της παρέκκλισης. Τον έρωτα που φέρνει τα ανθρώπινα υποκείμενα σε ευθεία αναμέτρηση με τα όριά τους, με την κοινωνική τους υπόσταση, με την ψυχολογική τους ισορροπία, εν τέλει δε τα οδηγεί απαρεγκλίτως στον θάνατο. Που είναι, κατ’ ουσίαν πλέον, η εξαργύρωση της νίκης του φιλοσόφου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Info
Σκηνοθεσία: Γιώργος Δούλος
Παίζουν οι ηθοποιοί: Μαρία Αποστολακέα, Αλκινόη Ζαχαρόγιωργα, Ηρώ Κισσανδράκη, Απόστολος Μαλεμπιτζής, Νικόλας Παπαευθυμίου, Γιάννης Σιαμσιάρης, Δημήτρης Τσεσμελής