
Για την παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου Ο Μεγάλος Δαμαστής, η οποία παρουσιάζεται στην Κεντρική σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση μέχρι και τις 11 Ιουνίου.
Του Νίκου Ξένιου
Ο μινιμαλιστικός «Μεγάλος Δαμαστής» του Παπαϊωάννου συνεχίζει δημιουργικά και με μεγαλύτερη ελευθερία επιλογών τις εικαστικές αναζητήσεις του Δύο, του Πουθενά, του Μέσα, της Πρώτης Ύλης και του Still Life: στο πλαίσιο μιας υπερπαραγωγής, στο θεματολόγιο του Παπαϊωάννου προστίθεται, τώρα, η ιστορία του βηματισμού του ανθρώπου στη Γη ή η προοπτική της μελλοντικής εποίκησης άλλων πλανητών και ηλιακών συστημάτων. Νέες κατηγορίες craftsmen, νέα εξορύξιμα και μεταπλάσιμα υλικά, η ίδια πάλη ενάντια στη βαρύτητα και η ίδια αναζήτηση της πνευματικής λύτρωσης μέσω του μόχθου. Παιγνιώδης περιδιάβαση σε γνωστούς πίνακες του Ρέμπραντ, του Μέμλινγκ, του Ντίρερ, του Καραβάτζο, του Ρούμπενς, του Ντελακρουά, σε νεκρές φύσεις της κατηγορίας vanitas mundi, ο ίδιος διάλογος με την ελαφρότητα του κορμιού, την εικαστική παράδοση και το κόμικ.
Ύλες και υλικά, σαρκαστικό χαμόγελο
H κυριαρχία του ανδρόγυνου και η εμμονή του Παπαϊωάννου με αυτόν τον μεσογειακό machismo που συνιστά την προσωπική του εκδοχή ερωτισμού.
Η σταθερή μνήμη της μαστοριάς και η προσπάθεια να αποκαλυφθεί η ιερότητα του ευτελούς, η μεταμόρφωση των υλικών από την τέχνη και το δωρικό γκρίζο του τοπίου. Η αλλοιωμένη μουσική του Στράους, η δίψα για αυτοπραγμάτωση, οι ρίζες που παραμένουν στο παπούτσι, η πτυχολογία ενός υφάσματος που αναπλάθει ένα μουσικό/χορογραφικό leitmotif αποκάλυψης και επανασυγκάλυψης του Κώστα Χρυσαφίδη, ο χιτώνας που αποκολλάται σε φλούδες από το άρτιο σώμα, αυτό το μουσειακό εύρημα που υποστηρίζεται από έναν πλάγιο άξονα προεξοφλώντας την ακινησία του στον χρόνο, η λύτρωση του «σπασίματος» αυτής της ακινησίας. Η 19ου αιώνα θεματική της ανασκαφικής/αρχαιολογικής «περιέργειας» που αναπλάθει το γυμνό και το ημίγυμνο επιτύμβιων στηλών με κυρίαρχη τη λαγνεία, αλλά και αποβλέποντας σε μια συμβολική της ρευστότητας των φύλων: η κυριαρχία του ανδρόγυνου και η εμμονή του Παπαϊωάννου με αυτόν τον μεσογειακό machismo που συνιστά την προσωπική του εκδοχή ερωτισμού.
Περιπαικτική αναφορά στην Ιστορία της Τέχνης και στην ιστορία κατάκτησης του είδους, ένα «μεγάλο παιδί» που μόλις μαθαίνει να βηματίζει, απόπειρα προσδιορισμού κι επαναπροσδιορισμού, ο φόβος απέναντι στην ευθραυστότητα...
Γκρίζο σκηνικό, μια γη σκαμμένη και «σκασμένη» φέτες-φέτες. Φωτισμοί ηλεκτρικοί, κάποιος μυστικισμός που διαχέεται σε πανδαισία φωτός και, βεβαίως, πλειάδα συμβόλων: το φρούτο της γνώσης, ένας χάρτης (mappa mundi), ένα ανατομικό σχέδιο από εκείνα τα πρώιμα του Ντα Βίντσι, οι πίνακες του Μαντένια, πέτρες σεληνιακές που ανασκάπτονται και στροβιλίζονται από σιωπηρούς εργάτες που φτάνουν ως σιωπηρός θίασος σε άγνωστο διαπλανητικό τοπίο ακολουθώντας ένα διαστημάνθρωπο αντλημένο από τα πρώτα τηλεοπτικά σήματα μετάδοσης του «ανθρώπου στη Σελήνη». Η ανάσα μέσα από το σκάφανδρο, ο ασθμαίνων άνθρωπος, αυτό το περιστρεφόμενο σκουλήκι που καθορίζει τις κινήσεις της ζωής και καταλήγει ένα άθυρμα πεταμένο σε μια σακούλα σκουπιδιών. Περιπαικτική αναφορά στην Ιστορία της Τέχνης και στην ιστορία κατάκτησης του είδους, ένα «μεγάλο παιδί» που μόλις μαθαίνει να βηματίζει, απόπειρα προσδιορισμού κι επαναπροσδιορισμού, ο φόβος απέναντι στην ευθραυστότητα, η συνεχής αποσυναρμολόγηση κι επανασυναρμολόγηση του δαπέδου που γίνεται με κρότο ανατριχιαστικό, ανασκαφή στο υλικό αλλά και σε ανθρώπινα κορμιά. Ο αιώνιος μύθος του δυτικού ανθρώπου αλλά και η αυτοκριτική και αυτοακύρωσή του: ασημένια χειρουργικά εργαλεία που πετούν και φοριούνται σαν αξεσουάρ, ο κανιβαλλισμός πάνω από το «Μάθημα Ανατομίας» του Ρέμπραντ που ανασχηματίζεται με πτητικό τρόπο. Αυτό το βιβλίο που παραμένει ανοιχτό μέχρι τέλους για να κυλήσουν πάνω του τα θραύσματα του λείψανου και να μας υπενθυμίσει πως: ars longa vita brevis. Κύριο μοτίβο, η «ανάσυρση» σωμάτων από το υπέδαφος και το ξαναζωντάνεμά τους, υπόμνηση του διονυσιακού αρχετύπου μιας βλαστικής θεότητας που συνιστά μιαν αυτοματαιούμενη «υπόσχεση» αθανασίας. Ένα χαμόγελο του Δρόσου Σκώτη όλο νόημα: «τι κρίμα, εκεί θα καταλήξουμε όλοι».
Omnia morte cadunt mors ultima rerum linia
Παυλίνα Ανδριοπούλου και Ευαγγελία Ράντου. Γυναικεία μικρά στήθη και θραύσματα ανδρικών μηρών του Έκτορα Λιάτσου με υπόνοια γλουτών του Βαγγέλη Άλεξ, αλυσίδα όρχεων που ανασκάπτονται και σαρκάζουν την εμμονή με την υβριδική μορφή του αγοριού, τη φαντασίωση του φαλλού και τη σύμφυτη βιαιότητα ενός μεσογειακού κόσμου ηβικής τριχοφυίας. Αλλά, πάνω απ’ όλα, το κορμί που κινείται με την ανάσα, αυτό το αποπνευματωμένο κορμί, σε μια χορογραφία πρωτότυπη (μετά από πολύν καιρό), που έξοχα ερμηνεύει ο Βαγγέλης Άλεξ, υλοποιώντας αυτήν την homo bulla που είναι η ύπαρξή μας. Δίπλα του, μοτίβο αντίστιξης, ο δωρικός Γιώργος Τσιαντούλας, το στιβαρό κορμί του οποίου κυριαρχεί στα αποτριχωμένα, «άψογα» κορμιά των αγαλματένιων χορευτών του Παπαϊωάννου: ο πόθος των ανδρικών γλουτών.
Η αναπόφευκτη κατάληξη του σώματος στη λάσπη, στη μάταιη προσπάθεια τιθάσευσης της ζωώδους φύσης και αποπνευμάτωσης. Η δίψα για άντληση νοήματος από τον καρπό της γνώσης. Μια θνησιγενής, σύντομη, τερατώδης μητριαρχική φιγούρα.
Μια θεά Δήμητρα που συλλέγει μνήμες μεσογειακής γης και στάχυα/βέλη που στοχεύουν στο μνημειακό. Η ανασύνθεση των κομματιασμένων κορμιών και η τερατογένεση, το «ξεφλούδισμα» ως αναζήτηση της γυμνής σάρκας, ο αναποφλοίωτος έφηβος και ο αποσυντιθέμενος κορμός της σάρκας, η μνήμη του χάους που έχει τη βαρύτητα και τη δομή ενός πυρήνα με συγκεκριμένη υφή, βάρος, δόνηση και οσμή χώματος. Η αναπόφευκτη κατάληξη του σώματος στη λάσπη, στη μάταιη προσπάθεια τιθάσευσης της ζωώδους φύσης και αποπνευμάτωσης. Η δίψα για άντληση νοήματος από τον καρπό της γνώσης. Μια θνησιγενής, σύντομη, τερατώδης μητριαρχική φιγούρα.
Μια φλαμανδική νεκρή φύση. Ένα ηλιακό ρολόι κι ένας μηχανισμός σπασμένου ρολογιού. Ένα παιχνίδι αποκριάτικο, μια σφυρίχτρα παιγνιώδης. Ένα ανοιγμένο κουτί με κοσμήματα και λιωμένα καλλυντικά. Μια πανοπλία, ένα κλειδί, μια μάσκα καρναβαλιού. Ένας καθρέφτης και μια υδρόγειος/παίγνιο. Σπασμένη πανοπλία, ή σπασμένα πιάτα, μαζεμένα σε μια σακούλα σκουπιδιών. Σπασμένο γυαλί. Ποτήρια ενός συμποσίου, πάνω από ένα τραπέζι ανατομίας. Το φρούτο σε αποσύνθεση, τα άνθη που μαραίνονται, ένα καντήλι που τρεμοσβήνει ή ένα κερί που λιώνει, η τράπουλα, οι καρποί της γης, η δάφνη ως σύμβολο αναγέννησης, ένα σαλιγκάρι που έρπει, σαπουνόφουσκες και ένα ξεσκλίδι υφάσματος που κινείται με την ανάσα. Τέλος, η ανακομιδή των οστών που κυλούν από τα μνημούρια προς το χάος (εδώ θυμήθηκα το «Μοιρολόι της φώκιας» του Παπαδιαμάντη), η φευγαλέα ματιά ενός αυτοσχέδιου, περαστικού Άμλετ στο κρανίο του γελωτοποιού Γιόρικ και η νεκροκεφαλή πάνω στο πάντα ανοιχτό Βιβλίο της Γνώσης, υπενθύμιση του άφευκτου του θανάτου, ανάμνηση της ζωής που «κάποτε» υπήρξε.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Info
Σύλληψη & Σκηνοθεσία: Δημήτρης Παπαϊωάννου
Ερμηνεύουν: Παυλίνα Ανδριοπούλου, Άλεξ Βαγγέλης, Έκτορας Λιάτσος, Γιάννης Μίχος, Ευαγγελία Ράντου, Καλλιόπη Σίμου, Δρόσος Σκώτης, Χρήστος Στρινόπουλος, Γιώργος Τσιαντούλας, Κώστας Χρυσαφίδης