
Για την παράσταση The curing room, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά, η οποία παρουσιάζεται στο θέατρο Vault μέχρι και τις 28 Μαΐου.
Του Νίκου Ξένιου
Τόπος έρημος και παρατημένος. Τα συμμαχικά στρατεύματα εγκαταλείπουν την Πολωνία, το 1944. Επτά σοβιετικοί στρατιώτες εγκαταλείπονται από τους αποχωρούντες Ναζί κλειδωμένοι στην υπόγεια κρύπτη ενός μοναστηριού της Πολωνίας, χωρίς ρούχα, φαγητό, νερό και ξεχνιούνται εκεί. Μένουν κλεισμένοι τριάντα έξι μέρες με κορυφούμενη πείνα και δίψα, που τους οδηγεί στον κανιβαλλισμό. Bασισμένο σε αληθινά γεγονότα, το θεατρικό έργο Curing Room του Ντέηβιντ Ίαν Λη ανεβαίνει σε έξοχη μετάφραση Αντώνη Γαλέου στο θέατρο Vault, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά. Ορμώμενος από μια περίσταση εξαιρετικά σπάνια και τραγική, ο συγγραφέας επιχειρεί μια καταγγελία του καθημερινού κανιβαλισμού, τη στιγμή που έτσι λειτουργεί καθένας στην ειρήνη και πολύ περισσότερο στον πόλεμο, τον πόλεμο που συνεχίζεται.
Το αρχαιότερο ταμπού
Επτά σοβιετικοί στρατιώτες εγκαταλείπονται από τους αποχωρούντες Ναζί κλειδωμένοι στην υπόγεια κρύπτη ενός μοναστηριού της Πολωνίας, χωρίς ρούχα, φαγητό, νερό και ξεχνιούνται εκεί. Μένουν κλεισμένοι τριάντα έξι μέρες με κορυφούμενη πείνα και δίψα, που τους οδηγεί στον κανιβαλλισμό.
Ο λοχαγός Βίκτωρ Νικολόφ (έξοχος στον ρόλο ο Στέλιος Ψαρουδάκης) είναι αναγκαίο να επωμιστεί το βάρος μιας απόφασης: «Κάποιοι άνθρωποι οφείλουν να παίρνουν αποφάσεις. Οι σωτήρες μας φτάνουν∙ ας βρέχει, ας περνάει ο χρόνος, δεν έχει καμία σημασία! Δεν θα δώσω καμία εντολή εγώ, κανείς δε θα γίνει μάρτυρας, κανείς δε θα γίνει χασάπης. Θα ζήσουμε όλοι. Δεν υπάρχει λόγος για εθελοντές, ούτε για θύματα∙ δεν μπορώ να νιώθω κανένα σεβασμό για όσους μπροστά στη δυσκολία θυσιάζουν την ιδεολογία τους. Μαύρο, άσπρο, ναι, όχι, το δίλημμα δεν είναι δικό σας: εγώ αποφασίζω! Εγώ είμαι ο σύντροφος Λοχαγός κι εγώ αποφασίζω! Επειδή κάποιος με επέλεξε! Θα περιμένουμε». Όμως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο ζοφερή: «Δεν πα' να είσαι και ο αρχιστράτηγος του Ανατολικού μετώπου∙ όλος μας ο κόσμος είναι αυτό το δωμάτιο. Γιεγκόροφ! Δάγκωνε!»
Ο κανιβαλλισμός των σοβιέτ
Ο εσωτερικευμένος εθνικισμός του άθεου πολίτη της ΕΣΣΔ λειτουργεί σε πλήρη αντίστιξη με τις ζοφερές συνθήκες της πραγματικότητάς τους. Κανείς τους δεν είναι αθώος και όλοι τους –πλην του ελαφροΐσκιωτου– αποδέχονται τις συνθήκες.
Ο εσωτερικευμένος εθνικισμός του άθεου πολίτη της ΕΣΣΔ λειτουργεί σε πλήρη αντίστιξη με τις ζοφερές συνθήκες της πραγματικότητάς τους. Κανείς τους δεν είναι αθώος και όλοι τους –πλην του ελαφροΐσκιωτου– αποδέχονται τις συνθήκες. Είναι όλοι στρατιώτες, αλλά καθένας είναι φορέας ενός διαφορετικού σύμπαντος.
Ο Έρενμπεργκ είναι γύρω στα τριάντα με τριανταπέντε, δειλός και ελιτιστής. Ο Θανάσης Πατριαρχέας στον ρόλο του υπολοχαγού Σάσα Έρενμπεργκ αποδεικνύεται πολύ άξιος ηθοποιός. Όσο για τον στρατιώτη Γκιόργκι Πολέκο (λίγο άνω των είκοσι, τον ερμηνεύει ο Μάνος Κανναβός) είναι η πιο προβληματική από τις επτά φιγούρες των στρατιωτών. Εκπαιδευμένος για κλόουν, έχει αυτόκλητα αναλάβει τον ρόλο του «προστάτη» του χαζού Γιούρι.
Ο στρατιώτης Νιλς Σούκερουκ (Βασίλης Τσιγκριστάρης) είναι ηθικό στοιχείο, ο φορέας του συστήματος αξιών, ο ομοφοβικός, αλλά και αυτός με τον ακυρωμένο ανδρισμό. Η στιγμιαία ποιητική έξαρσή του φαντάζει εμβόλιμη στο έργο: «Εγώ πάντα περιμένω. Τη Λουντμίλα. Αυτή ήταν η μόνη στη ζωή μου. Η Λουντίλα, μια σταλιά άνθρωπος, η τοσοδούλα μου (...). Όταν της ανακοίνωσα πώς κι εγώ τώρα αφιερώνομαι στον αγώνα, ότι αμέσως τώρα θα καταταγώ, θα πάω να πολεμήσω, η τοσοδούλα μου όρμησε στην αγκαλιά μου, μου γέμισε φιλιά το λαιμό και με ικέτευσε να την παντρευτώ. Εγώ της είπα: "Μη βιάζεσαι. Περίμενε. Περίμενε, Λουντμίλα, πρέπει να φύγω". Πολέμησα στην Οκτωβριανή επανάσταση ταπεινά και διακρίθηκα. Για την τοσοδούλα μου κατέλαβα τα Χειμερινά Ανάκτορα. Και κάπως έτσι γεννήσαμε τη ζωή μας: περιμένοντας. Περιμένοντας κατάλαβα πως είμαι αυτό που είμαι – τρία πράγματα: είμαι σοβιετικός. Είμαι στρατιώτης. Και ο άντρας της Λουντμίλα».
Βασικό ένστικτο και ανάλυση της βίας
Ο στρατιώτης Γιούρα «Γιούρι» Γιεγκόροφ αποδίδεται έξοχα, στην αφελή, μισότρελλη προσέγγιση του ηλίθιου από τον Παναγιώτη Μπρατάκο. Είναι ο σαιξπηρικός fool of the king, o «τρελός» της ομάδας, που κρατά το έργο σε σύνδεση με τη μεγάλη θεατρική παράδοση.
Ο ανθυπολοχαγός Βασίλι Καζλόφ (ο Νίκος Γκέλια αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τον ρόλο με ένα πρωτογονισμό ξεχωριστό, που τον διακρίνει από τους άλλους ηθοποιούς) κουβαλάει ένα backstory προδοσίας: «Πίσω από το μοναστήρι, αυτοί που έτρεχαν να ξεφύγουν από τα σκυλιά… δεν τους έβλεπα μόνο∙ εγώ διάλεγα. Εγώ τους διάλεγα. Η Βάφεν είπε ότι αν διάλεγα καλά θα με άφηναν ελεύθερο. Είπαν ότι μετά θα γύρναγα σπίτι! Ξεχώρισα τον Πετρώφ. Ξεχώρισα αξιωματικούς∙ Ξεχώρισα βαθμοφόρους∙ για να ευχαριστήσω τη Βάφεν, για τίποτα άλλο, μόνο για τους ευχαριστήσω! Ένας στεκόταν πάνω από τον Νικολόφ και του φρόντιζε το χέρι∙ και δεν τον διάλεξα τον Νικολόφ γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ πώς ένας Λοχαγός μπορεί να γονάτιζε. Αυτός από πάνω του ήσουν εσύ, Σάσα. Δεν έβλεπα το βαθμό σου∙ δεν έβλεπα το πρόσωπό σου. Αλλά και να τα είχα δει, πάλι το ίδιο».
Ο ανθυπασπιστής Λέονιντ Ντράσοφ (σχεδόν σαραντάρης) είναι στρατόκαυλος, ένα κάθαρμα, μια μηχανή κρέατος. Ο Στέλιος Καλαϊτζής αποδίδει θαυμάσια τον ωμό αυτόν ρόλο. Ο στρατιώτης Γιούρα «Γιούρι» Γιεγκόροφ (εικοσιπεντάρης κι αυτός) αποδίδεται έξοχα, στην αφελή, μισότρελλη προσέγγιση του ηλίθιου από τον Παναγιώτη Μπρατάκο. Είναι ο σαιξπηρικός fool of the king, o «τρελός» της ομάδας, που κρατά το έργο σε σύνδεση με τη μεγάλη θεατρική παράδοση. Πιθανόν να είναι και η απαραίτητη προεργασία πριν ο Μπρατάκος περάσει –με μεγάλες δόσεις αντοχής, είναι η αλήθεια– στο υπόγειο του Vault για να ενταχθεί στην πραγματικότητα του Οθέλλου.
Τα στοιχεία της παράστασης: Κενό σκηνικό, ένα κόκκαλο και υποβλητική μουσική
Τα κομμάτια των φαγωμένων ανθρώπινων σωμάτων σταδιακά γίνονται οικείο θέαμα, όπως και η γυμνότητα, μετατρεπόμενα σε ένα ποιητικά αυτόνομο μικροσύμπαν καταστροφής και θανάτου.
O Ντέιβιντ Ίαν Λη γράφει έργα για θέατρα στη Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες και το Λονδίνο. Η απέκδυση των κατηγορημάτων του «πολιτισμένου» και η άμεση επιστροφή στον άνθρωπο των σπηλαίων είναι η μία προϋπόθεση διεξαγωγής της παράστασης. Η δεύτερη είναι να επιτευχθεί το κλίμα του επικείμενου θανάτου, δηλαδή να λειτουργούν οι ηθοποιοί σαν θανατοποινίτες κι εμείς, οι θεατές, σαν αυτούς που παρακολουθούν την εκτέλεση πίσω από ένα τζάμι. Τα κομμάτια των φαγωμένων ανθρώπινων σωμάτων σταδιακά γίνονται οικείο θέαμα, όπως και η γυμνότητα, μετατρεπόμενα σε ένα ποιητικά αυτόνομο μικροσύμπαν καταστροφής και θανάτου. Η αισθητική εντοσθίων και αποκομμένων κεφαλών έχει πλέον πάρει αυτονομημένη θέση στο σύγχρονο αγγλοσαξονικό θέατρο, έπειτα από τις performances της Μαρίνα Αμπράμοβιτς, τις σκηνικές μεταφορές της Σάρα Κέιν και μετά από την απόδοση του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας από τον Βελίτσκοβιτς.
Σ’ αυτήν την κονίστρα, που παραπέμπει σε ρωμαϊκή αρένα μονομάχων, η γυμνότητα δεν είναι παρά συγγραφικό τέχνασμα. Είναι το πολύσημο στοιχείο του έργου: η γυμνότητα των επτά στρατιωτών είναι αρχετυπική, είναι η διασταύρωση ακυρούμενων ανδρισμών παράλληλα με την έκθεση των γεννητικών τους οργάνων, είναι η απουσία της στολής τους ως διακριτικού γνωρίσματος εθνότητας (αντίστοιχα με το διήγημα «Το ποτάμι» του Σαμαράκη), είναι η συνθήκη έκθεσης στα μάτια των άλλων, είναι η προϋπόθεση αποκτήνωσης και καννιβαλισμού (όπως στον Άρχοντα των Μυγών του Ουίλιαμ Γκόλντινγκ). Είναι, τέλος, το επιπλέον στοιχείο στη σύλληψη του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο πρόσφατα πρωτοανεβασμένο έργο του Σιλωάμ. Eκεί οι συνθήκες εγκλεισμού έξι Εβραίων σε ένα ξεχασμένο κελί. Εκεί οι συνισταμένες ενοχής οδηγούν σε ηθικό κανιβαλλισμό, εδώ σε κυριολεκτικό. «Αυτό που κάναμε, είναι αποτρόπαιο, όχι γιατί βεβηλώσαμε ένα ανθρώπινο σώμα… επειδή με την πράξη μας χτυπήσαμε τον εαυτό μας. Δε σπιλώσαμε τον Ντράσοφ∙ εμάς τους ίδιους σπιλώσαμε. Αυτά που κάναμε… δεν είμαστε άνθρωποι». Υπάρχει, βέβαια, και ο αντίλογος: «Αυτό που κάναμε –αυτά που ζήσαμε– δεν είναι ούτε κτηνωδία, ούτε απανθρωπιά, ούτε τίποτα. Το κάναμε για να επιβιώσουμε. Έχετε ήδη σωθεί. Καλά θα κάνετε να δείτε το τελευταίο κομμάτι της σάρκας του Ντράσοφ σαν ελπίδα. Όχι αμαρτία∙ η σάρκα είναι ζωή».
Η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου επιτρέπει στον ταλαντούχο σκηνοθέτη Δημήτρη Καρατζιά να αποσπάσει σπαρακτικές ερμηνείες από το εξαιρετικό cast των ηθοποιών του και να αναδείξει τις λεπταίσθητες αποχρώσεις κακουργίας που πρέπει στο έργο αυτό.
Τρομερή χημεία δένει τους επτά καλούς ηθοποιούς, δέσιμο μεταξύ τους που υπογραμμίζει τη συγκίνηση, τον αποτρόπαιο χαρακτήρα και τους πένθιμους ρυθμούς βηματισμού προς το ικρίωμα του τέλους. Η υπέροχη διασκευή κλασικής μουσικής από τον Μάνο Αντωνιάδη, καθώς και η πρωτότυπη μουσική που έγραψε επιτελεί με συγκλονιστικο τρόπο το πέρασμα από τη μια χρονική στιγμή στην άλλη. Ο σκοτεινός, υγρός σκηνικός χώρος (Γιώργος Λυντζέρης) εισάγει άμεσα στη γυμνότητα. Θα είναι, αυτό, το «δωμάτιο ωρίμανσης» των απάνθρωπων γνωρισμάτων καθενός; Οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα παραπέμπουν στο άχρονο. Η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου επιτρέπει στον ταλαντούχο σκηνοθέτη Δημήτρη Καρατζιά να αποσπάσει σπαρακτικές ερμηνείες από το εξαιρετικό cast των ηθοποιών του και να αναδείξει τις λεπταίσθητες αποχρώσεις κακουργίας που πρέπει στο έργο αυτό. Πρόκειται για ένα αντιπολεμικό δράμα που μιλά για την αποκτήνωση και την «ανάμνηση» της ανθρωπινότητας και τη συνειδητοποίηση των ορίων του ανθρώπου με οδηγό την αλήθεια: την ιστορική, τη θεατρική, την ψυχολογική αλήθεια. Η απανθρωποποίηση και η ανθρωπιά είναι το θέμα του. Και ο βαθμός στον οποίον μας αφορούν.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.