
Για την παράσταση Enter Sandman, που βασίζεται στη νουβέλα «Ζάντμαν» του E.T.A. Hoffmann, σε σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση, στο θέατρο Skrow.
Του Νίκου Ξένιου
Σε μετάφραση Γιάννη Καλιφατίδη, σκηνικά και κοστούμια της Αλεξίας Θεοδωράκη, φωτισμούς Στέλλας Κάλτσου και animation Μάριου Γαμπιεράκη και Χρυσούλας Κοροβέση, ο Θέμελης Γλυνάτσης σκηνοθετεί, στο θέατρο Skrow, σε μιαν αισθητικά άρτια παράσταση το Enter Sandman, που βασίζεται στη νουβέλα «Ζάντμαν» του E.T.A. Hoffmann. Ιδιότυπο δείγμα γραφής του όψιμου γερμανικού ρομαντισμού, το «Ζάντμαν» είναι μια επιστολική gothic νουβέλα τρόμου: για αυτό που δεν είναι απόλυτα οικείο, ούτε και απόλυτα παραξενιστικό. Για εκείνο το «άλλο», που όμως είναι το δίδυμό μας. Για τις φρίκες του σκοτεινού παιδικού μας δωματίου όταν έσβηναν τα φώτα και όταν απουσίαζε ο πατέρας.
Κάτι που κάτι άλλο θυμίζει
Σε επιστολή στον Λόταρ, αδελφό της αρραβωνιαστικιάς του Κλάρας, ο Ναθάνιελ εκμυστηρεύεται τον παιδικό του φόβο για τον Ζάντμαν, το φόβητρο που κλέβει τα μάτια των ξάγρυπνων παιδιών για να τα ταΐσει στα δικά του παιδιά, που ζουν στο φεγγάρι. Τη μνήμη του πειράματος αλχημείας όπου ο μικρός Ναθάνιελ συνελήφθη επ’ αυτοφώρω να κρυφοκοιτά και χάρι στην παρέμβαση του πατέρα του γλίτωσε τα «μάτια» του, αλλά δεν γλίτωσε τα χέρια και τα πόδια του. Το πώς με τον θάνατο του πατέρα του άρχισε για το παιδί ο εφιάλτης της επικείμενης άφιξης του εκδικητικού πωλητή βαρομέτρων και οπτικών φακών Κοπόλα και η σταδιακή αποκοπή του από τον κόσμο.
Στο μυαλό του Ναθάνιελ παρελθόν και παρόν γίνονται ένα, ενώ οι δυο διαφορετικές του εκδοχές επίσης ενοποιούνται, ώστε να λειτουργήσει απώθηση του τραύματος και της ακούσιας επανάληψης του φόβου που προκαλεί η ανάκλησή του. Αλλά και της απενοχοποίησης από αυτό.
Ο επινοημένος δαιμονικός χαρακτήρας του Ζάντμαν είναι απόρροια του βιώματος του θανάτου του πατέρα. Ο Ζάντμαν επαπειλεί διαρκώς την κλοπή των ματιών, και αυτή είναι μια παραλλαγή του άγχους του ευνουχισμού που απορρέει από την «αιώνια επιστροφή του ομοίου». Η αληθοφανής κούκλα Ολυμπία μπερδεύει τον Ναθάνιελ ήδη από την αρχή με λογική αβεβαιότητα. Το ότι ο ήρωας συγχέει ένα ζωντανό ον με ένα άψυχο εισάγει το μοτίβο του «Σωσία» (Doppelgänger), ένα «φιλικό» μηχανισμό ψυχικής άμυνας έναντι της επαπειλούμενης φθοράς του θανάτου. Από θετικά φορτισμένο μοτίβο της παιδικής ηλικίας, ο «Σωσίας» περιλαμβάνει, σταδιακά, κάθε αρνητικό περιεχόμενο της νόησης που η αυτολογοκρισία του εγώ απορρίπτει ή απωθεί κατά την ενηλικίωση. Το παιδί πιστεύει πως η σκέψη του μπορεί να κυριαρχήσει πάνω στον υλικό κόσμο, και αυτή είναι η ρίζα της ανιμιστικής σχέσης του με τον κόσμο, όπως και της μαγείας του παραμυθιού. Στο μυαλό του Ναθάνιελ παρελθόν και παρόν γίνονται ένα, ενώ οι δυο διαφορετικές του εκδοχές επίσης ενοποιούνται, ώστε να λειτουργήσει απώθηση του τραύματος και της ακούσιας επανάληψης του φόβου που προκαλεί η ανάκλησή του. Αλλά και της απενοχοποίησης από αυτό.
Παίγνια και αυτόματα
Η Κλάρα γράφει μιαν επιστολή στον Ναθάνιελ, λέγοντάς του πως εκείνη έλαβε την πρώτη επιστολή της νουβέλας, εκείνη που απευθυνόταν στον Λόταρ, και πως συγκινήθηκε, τη συζήτησε με τον Λόταρ και είναι πεπεισμένη πως αυτά είναι προϊόντα της φαντασίας του Ναθάνιελ. «Η Κλάρα, με ψυχραιμία και μέθοδο ψυχαναλυτή, καταρρίπτει τις χθόνιες σκέψεις του Ναθάνιελ, υποστηρίζοντας πως εν τέλει, ο δαιμονικός Ζάντμαν, το τέρας που στοιχειώνει τη ζωή του Ναθάνιελ, δεν είναι τίποτα άλλο από μια προβολή», λέει ο Θέμελης Γλυνάτσης. Σε επιστολή του στον Λόταρ, ο Ναθάνιελ εξηγεί πως ο Κοπόλα είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Κοπέλιους, και πως σχετίζεται με τον μυστηριώδη καθηγητή Σπαλαντζάνι, τον πατέρα της Ολύμπια. Όταν επιστρέφει στην πατρίδα του για να δει την Κλάρα και τον Λόταρ ξεχνά για λίγο τους εφιάλτες του, όμως το ζοφερό ταξίδι του στον μυστικισμό έχει ήδη ξεκινήσει: γράφει ένα ποίημα για το πώς ο Κοπέλιους καταστρέφει την ερωτική του ευτυχία πειράζοντας τα μάτια της Κλάρα και πετώντας τον ίδιο σε ένα κύκλο φωτιάς. Η Κλάρα τού ζητά να κάψει το φριχτό ποίημα και τότε εκείνος την αποκαλεί προσβλητικά (με μιαν ειρωνική προβολή) «άψυχο αυτόματο». Το μοτίβο της κούκλας, του «καμπεσιγύιου» παιγνίου, του αθύρματος, του ανδραπόδου, είναι κοινός τόπος της αισθητικής παραγωγής του δυτικού κόσμου, ήδη από την ελληνική αρχαιότητα. Όπως και το μοτίβο του φοβήτρου, της Γοργούς: φόβητρο είναι το απόκοσμο, το δυσοίωνο, αυτό που επαπειλεί τον τρόμο και αποκλείει την οικειότητα, αλλά και το μύχιο, το κεκρυμμένο που έρχεται με δυσάρεστο τρόπο στην επιφάνεια μετά από κλονισμό της λογικής και επιφέρει την κάθαρση.
Η νουβέλα αποτελεί τον πυρήνα του δοκιμίου του Ζίγκμουντ Φρόυντ Το Ανοίκειον ως φόβος ευνουχισμού (Das Unheimlich, 1919), που επεκτείνει αυτό το αισθητικό κατηγόρημα στην πραγματική ζωή.
Η νουβέλα αποτελεί τον πυρήνα του δοκιμίου του Ζίγκμουντ Φρόυντ Το Ανοίκειον ως φόβος ευνουχισμού (Das Unheimlich, 1919), που επεκτείνει αυτό το αισθητικό κατηγόρημα στην πραγματική ζωή. Αν ειδωθεί ψυχαναλυτικά, το έργο είναι προϊόν νοσηρής φαντασίας. Η Σοφιάννα Θεοφάνους ενσαρκώνει μια Κλάρα που θα μπορούσε να συνιστά οποιοδήποτε θηλυκό πρότυπο: τη μητέρα, την αδελφή, την ερωμένη, ακόμη και τη θηλυκή πλευρά του Ναθάνιελ. Όσο για τον ίδιο τον «διπλό» Ναθάνιελ, ως παιδί φοβάται μέχρι εμμονής τον Ζάντμαν, παρόλο που δεν είναι βέβαιος αν φοβάται έναν άνθρωπο ή ένα τέρας κατασκευασμένο από τη φαντασία του. Όλη η θέαση του κόσμου από τον μικρό Ναθάνιελ δεν είναι παρά μια κονίστρα όπου ανεμετρώνται διογκωμένα τέρατα. Ο Ναθάνιελ δεν είναι σε θέση να αφηγηθεί με λογικό ειρμό, γιατί είναι ψυχωσικός, ναρκισσευόμενος και έχει έντονα ιεραποστολικό κίνητρο. Ο Πάνος Κούγιας και ο Βασίλης Λιάκος υποδύονται τις δύο εκδοχές αυτού του «δίδυμου» Ναθάνιελ, συνθέτοντας σαν φιγούρες τραπουλόχαρτου την προσωπικότητα του κεντρικού ήρωα και χαρτογραφώντας την ύπαρξή του με μια κινησιολογία διαδοχικής απώθησης και έλξης.
Μετατραυματικό στρες, παραίσθηση ή Φράνκενσταϊν;
Ο εφιάλτης της τεχνολογίας που διέπει τον όψιμο Ρομαντισμό έχει ξεκινήσει, μαζί με τον τρόμο της αποξένωσης που προοιωνίζεται το νεωτερικό.
Ο Κοπόλα πουλά «όμορφα μάτια» και με αυτήν τη λέξη εννοεί τα μικρά τηλεσκόπια και τους φακούς που διευκολύνουν την όραση. Στον ήχο αυτής της πραμάτειας ο Ναθάνιελ ανακαλεί τον παιδικό του φόβο για τον Ζάντμαν. Ο καθηγητής Σπαλαντζάνι δίνει ένα πάρτυ όπου προτίθεται να παρουσιάσει την κόρη του για πρώτη φορά στους καλεσμένους. Το «καρφωμένο», ελκυστικό βλέμμα της Ολύμπια και ο «άψογος ρυθμός» της στον χορό καθηλώνουν τον Ναθάνιελ σε ένα πλατωνικό έρωτα γι’ αυτήν. Η Ολύμπια δείχνει καλή ακροάτρια των ποιημάτων του, αναφωνώντας διαρκώς «Α! Α!», ένα επιφώνημα που ο Ναθάνιελ παρεννοεί ως κατανόηση και θαυμασμό. Όμως ακούει κατά λάθος τον Σπαλαντζάνι να καυγαδίζει με τον Κοπόλα για το ποιος κατασκεύασε τα μάτια της και ποιος τον ωρολογιακό της μηχανισμό. Ο εφιάλτης της τεχνολογίας που διέπει τον όψιμο Ρομαντισμό έχει ξεκινήσει, μαζί με τον τρόμο της αποξένωσης που προοιωνίζεται το νεωτερικό. Η θέα των πεταμένων στο έδαφος ματιών της Ολύμπια οδηγούν τον Ναθάνιελ στην τρέλα. Πέφτει πάνω στον Πατέρα/Κατασκευαστή Σπαλαντζάνι για να τον στραγγαλίσει. Κοιτώντας την Κλάρα μέσω του μεγεθυντικού φακού του Κοπόλα, υφίσταται νέο ψυχωσικό επεισόδιο.
Η Ολύμπια-κούκλα αποδίδεται συγκλονιστικά από την Κατερίνα Μαούτσου, που κυριαρχεί στη σκηνή με την επίμονη μελέτη της του ρόλου και την άρτια τεχνική της.
Η Ολύμπια-κούκλα αποδίδεται συγκλονιστικά από την Κατερίνα Μαούτσου, που κυριαρχεί στη σκηνή με την επίμονη μελέτη της του ρόλου και την άρτια τεχνική της. Η Μάιρα Μηλολιδάκη στον ρόλο της Μητέρας και ο Σταμάτης Πακάκης στον τριπλό μεταφορικό ρόλο του Ζάντμαν/Κοπέλιους/Κοπόλα (της «σκοτεινής» εκδοχής του Ναθάνιελ) δούλεψαν σκληρά μαζί με τον κύριο Γλυνάτση, ώστε να υπηρετήσουν τον οραματισμό του. Οι χαρακτήρες αυτοί αναμειγνύονται στην ιστορία και γίνονται ένα πρόσωπο. Στον ρόλο του Λόταρ και στον ρόλο του Πατέρα ο Γιάννης Φίλιας εναρμονίζεται με τον υπόλοιπο θίασο, σε μια άσκηση απόδοσης του εφιάλτη αυτού που σημάδεψε την ιστορία της γερμανόφωνης σκέψης. Ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει με χιούμορ τη σκηνή όπου αποκαλύπτεται η μηχανική φύση της Ολύμπια, βάζοντας τους ηθοποιούς του να επιχειρούν να πιουν τσάι και κάνει, έτσι, μιαν έμμεση αναφορά στην υποκρισία της κοινωνικής τάξης που θίγει ο Χόφμαν με τον μύθο του κακού Ζάντμαν που τα βράδια αρπάζει ως λάφυρο τα μάτια των ξάγρυπνων παιδιών. Το σερβίτσιο του καθωσπρεπισμού ολοκληρώνει το απλό αλλά δραστικό σκηνικό, ενώ η πρόθεση φαίνεται να είναι η αφύπνιση της σωματικότητας του κειμένου και η διέγερση της φαντασίας μέσω του ήχου. Συνοδεύοντας την παράστασή του με δυο λήντερ, του Σούμπερτ και του Σούμαν, καθώς και με μια διασκευή του τραγουδιού των Metallica Enter Sandman, o Θέμελης Γλυνάτσης κάνει σαφέστατο υπαινιγμό στον απελευθερωτικό χαρακτήρα που έχει η ακομπλεξάριστη διαχείριση και αποδοχή της σκοτεινότερης, πιο ενστικτώδους πλευράς της ύπαρξής μας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.