
Για την παράσταση της Bouchra Ouizguen Ottof, η οποία παρουσιάζεται στη Μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, μέχρι και απόψε 23.02.
Του Νίκου Ξένιου
Στο Μαρόκο ο χορός γνωρίζει άνθηση, όμως ακολουθώντας τα δικά του μονοπάτια. Εφαρμόζοντας τα διδάγματα του σύγχρονου χορού στην παράδοση των γυναικών «Αΐτας» που εμφανίζονται στους γάμους, η νέα χορογράφος Μπούτσρα Ουισγκουέν μαζί με τέσσερεις πληθωρικές, αισθησιακές, ώριμες σε ηλικία χορεύτριες από το Μαρακές, που τρικλίζουν, παλεύουν με το άπειρο, προσεύχονται σε άγνωστη κατεύθυνση, περιστρέφονται, αποκαλύπτουν και αποκαλύπτονται, παρουσιάζει την παράσταση Ottof στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Ένα σπάνιο θέαμα, μια μοναδική εμπειρία.
Εισαγωγή στο σκοτάδι
Η είσοδός τους είναι σιωπηρή, η έξοδός τους είναι ένα τραγούδι και μια αναμμένη λαμπάδα.
Επεισόδια τελετουργικής ομορφιάς ξεκινούν να διαδραματίζονται μέσα σε γκρίζο ημίφως. Η μια χορεύτρια προαγγέλλει την άφιξη της άλλης. Το σχεδόν άχρονο, μεταφυσικό περιβάλλον της αρχής σταδιακά προσγειώνεται σε τόπο και χρόνο, καθώς οι ανεπαίσθητες κινήσεις και οι κλεφτές ματιές μεταστρέφονται σε τρανς σπασμούς, ενώ η κλιμάκωση του πάθους οδηγεί σε περιστροφή των βολβών του ματιού. Πιστή σε μια μακρά εκφραστική παράδοση αναμέτρησης με το κοινό, οι πέντε χορεύτριες κραυγάζουν θριαμβικά, σπαρακτικά, σηκώνουν τα ρούχα τους και αυνανίζονται, προκαλώντας έντονη αίσθηση ερωτισμού. Η χορογράφος αναμειγνύει στοιχεία πολιτιστικά της χώρας της, μνήμες ιστορικές, σκηνές της καθημερινότητας, ήχους εξωτικούς και λαρυγγισμούς των Τουαρέγκ της ερήμου. Η είσοδός τους είναι σιωπηρή, η έξοδός τους είναι ένα τραγούδι και μια αναμμένη λαμπάδα.
Με προκλητικές κινήσεις των γοφών, κύλισμα στο πάτωμα, ξεσπάσματα γέλιου και κορυφώσεις αυνανιστικού πάθους, κατορθώνει να σπάσει τα στερεότυπα της δυτικότροπης γυναικείας ομορφιάς και να εδραιώσει επί σκηνής ένα παντοδύναμο, φεμινικό outburst γλυκύτητας και πρωτόγνωρης αισθητικής απόλαυσης.
Η Ουισγκουέν δίνει έμφαση στην υστερία και στη μελαγχολία. Με προκλητικές κινήσεις των γοφών, κύλισμα στο πάτωμα, ξεσπάσματα γέλιου και κορυφώσεις αυνανιστικού πάθους, κατορθώνει να σπάσει τα στερεότυπα της δυτικότροπης γυναικείας ομορφιάς και να εδραιώσει επί σκηνής ένα παντοδύναμο, φεμινικό outburst γλυκύτητας και πρωτόγνωρης αισθητικής απόλαυσης, με λίγα λόγια καθιερώνει ένα νέο αισθητικό κανόνα, τουλάχιστον για όσο η παράσταση διαρκεί. Το εντυπωσιακό είναι μια ανανοηματοδότηση του χρόνου, καθώς ο θεατής ασκείται στη συγκέντρωση της προσοχής του και βαθμηδόν απορροφάται από τον επιμήκη χρόνο της κίνησης. Σκόπιμα η χορογράφος σιωπά σε σημεία όπου άλλες χορογραφίες φλυαρούν. Ηθελημένα φλυαρεί εκεί όπου τα πράγματα είναι κατάδηλα και διακρίνονται από την εξωστρέφεια την πολιτισμικά επικαθορισμένη.
Δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ούτε στιγμή πως μιλάμε για ένα γυναικείο ψυχισμό πολυσυμπιεσμένο, οι εκρήξεις και οι αποσυμπιέσεις του οποίου δεν μπορεί παρά να είναι δημιουργικές. Το σενάριο που υποτυπωδώς διέπει την (κατά βάσιν αυτοσχεδιαστική) χορογραφία διέπεται από κανόνες εκτέλεσης που προσιδιάζουν σ΄εκείνους των περιστρεφόμενων δερβίσηδων ή κάποιων περφόρμερς του ανδαλουσιανού φλαμένκο που παραμένουν εκτός εμπορικού στυλιζαρίσματος. Το αξιοζήλευτο σε αυτήν την παράσταση είναι πως, ακριβώς όπως τα εργατικά μυρμήγκια, έτσι και οι χορεύτριες της ομάδας δεν φείδονται μόχθου και οικοδομούν το ύφος τους ελάχιστα στην τεχνική, προτάσσοντας την επικοινωνιακή, τελεστική διάσταση του γεγονότος αυτού που λέγεται χορός.
Μιλάμε για επανάσταση
Υπάρχει ένα ανατρεπτικό στοιχείο στη φεμινική σύνθεση της ομάδας: οι «Αίτας» δεν χαίρουν κοινωνικής αποδοχής αλλά είναι περιθωριακές, στον βαθμό που συσχετίζονται, στο συλλογικό ασυνείδητο, με τη νυκτερινή ζωή των μεγαλουπόλεων, τα κλαμπ και την ερωτική ασυδοσία.
Υπάρχει ένα ανατρεπτικό στοιχείο στη φεμινική σύνθεση της ομάδας: οι «Αίτας» δεν χαίρουν κοινωνικής αποδοχής αλλά είναι περιθωριακές, στον βαθμό που συσχετίζονται, στο συλλογικό ασυνείδητο, με τη νυκτερινή ζωή των μεγαλουπόλεων, τα κλαμπ και την ερωτική ασυδοσία. Ωστόσο, όπως πάντα συμβαίνει με τις «μη αποδεκτές» καλλιτεχνικές φόρμες των λαών, η πολιτογράφησή τους στον συρμό της δυτικής κουλτούρας λειτουργεί ως παράγοντας χειραφέτησης και αναπροσδιορίζει τον ρόλο της γυναίκας όχι μόνο επί σκηνής, αλλά και σε κοινωνική κλίμακα. Η έκσταση που είναι σε θέση να φτάσουν ενώπιον του κοινού θα μπορούσε να ερμηνευθεί με πολλούς άξονες αναφοράς: τον συντεθλιμμένο οργασμό, το κρυμμένο πρόσωπο, τα πολλαπλά πέπλα και τα πολλαπλά προσωπεία, την κραυγή απελπισίας μπροστά στα εμπόδια κοινωνικής ενσωμάτωσης, την αποποίηση των «θηλυκών» στερεοτύπων χάρης, λεπτότητας και εύσχημης πρόκλησης του άλλου φύλου, ακόμη και το φλερτάρισμα με ένα είδος ομοκοινωνικότητας και ομοσεξουαλικότητας που διακρίνει τις «κλειστές» κοινωνικές ομάδες και χαρακτηρίζει τη στάση τους ως στάση σωματικής απελευθέρωσης.
Η κάθε χορεύτρια του μαροκινού καμπαρέ αφηγείται αποσπάσματα από τη ζωή της: «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου γεννήθηκα έρωτας. Από τη στιγμή που βγήκα από τη μήτρα της μητέρας μου τον κρατώ στο χέρι μου με τα δόντια μου. Πεθαίνω για τον έρωτά μου, παλεύω για τον έρωτά μου, μπορώ να σκοτωθώ γι’ αυτόν. Τρώω έρωτα κοιμάμαι ξυπνάω έρωτα… το βλέμμα μου είναι έρωτας». Μιλά για τη ζωή της, για την ομορφιά της, για τις επαγγελματικές της εμπειρίες, απευθυνόμενη σε ένα κοινό που δεν καταλαβαίνει μεν τη γλώσσα της, ωστόσο απορροφάται από την εκφραστικότητά της. Απαλλαγμένη και από το τελευταίο «complexe occidental», αυτή η εργάτρια μέλισσα της σκηνικής τέχνης μοιάζει με μια πληθωρική γκέισα που απαιτεί τον έρωτα χτυπώντας το πόδι στο πάτωμα.
Μια νέα τεχνοτροπία
Ένα διαρκές πήγαιν’ έλα ανάμεσα στον ρομαντισμό και την ωμότητα, ανάμεσα στην ελευθερία και την καταπίεση: δύναμη στο ζύγιασμα των γοφών, καμπύλες που επιβάλλονται στον χώρο, θεές της γονιμότητας που απηχούν αιώνων μητέρες, αδελφές και ερωμένες.
Είναι προφανής η «συνενοχή» της χορογράφου με τις ερμηνεύτριές της, η απαλλαγή από τα ταμπού, η διεύρυνση των εκφραστικών τους ορίων μέχρι εκεί «όπου πάει»: δηλαδή σε μιαν ωμή, ανεπεξέργαστη βαθμίδα απελευθέρωσης των εκφραστικών τους μέσων, που μεταβιβάζεται με μαγικό τρόπο στο κοινό και το προσκαλεί να συμμετάσχει. Επιτυγχάνεται, έτσι, ένα παράδοξο πάντρεμα της νεωτερικότητας με την παράδοση: το επικεφαλής «μυρμήγκι» δέχεται την είσοδο των άλλων τεσσάρων επί σκηνής, μετά έρχεται η σύγκρουση, ο τόνος γίνεται όλο και πιο αυταρχικός. Ένα διαρκές πήγαιν’ έλα ανάμεσα στον ρομαντισμό και την ωμότητα, ανάμεσα στην ελευθερία και την καταπίεση: δύναμη στο ζύγιασμα των γοφών, καμπύλες που επιβάλλονται στον χώρο, θεές της γονιμότητας που απηχούν αιώνων μητέρες, αδελφές και ερωμένες. Η «έξοδός» τους από την τελετουργικά δομημένη «άνεση» της σκηνής γίνεται πανηγυρικά μέσα από τις μικρές αλλά σημαντικές τους μεταμορφώσεις. Παράγεται, έτσι, ένα oeuvre στιγμιαίας θραύσης των ορίων και των σκηνικών συμβάσεων, από το οικοδόμημα του οποίου εξέχει, κατά τη γνώμη μου, μια εμφανής περιφρόνηση για την κυρίαρχη αισθητική, σε βαθμό σύγκρουσης.
Η χορογράφος
Η Μπούτσρα Ουίσγκουεν (αυτοδίδακτη στον αυτοσχεδιαστικό μαροκινό χορό και σπουδαγμένη στον σύγχρονο χορό στη Γαλλία) γεννήθηκε στο Κουαρσασάτε του Μαρόκου και εμφανίστηκε σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ ήδη από το 1995. Το 2002, μαζί με τον Ταουφίκ Ιζεντιού και τον Σαίντ Άιτ ελ Μούμεν ίδρυσαν την ΑΝΑΝΙΑ, ομάδα σύγχρονου χορού που παρουσίασε, κατά καιρούς, τις χορογραφίες Ana Ounta (2002), Fina ken’ti (2002), Mort et moi (2005), Déserts, desires (2006), Aïta (2007) και Madame Plaza (2008-2009). Στις συνεντεύξεις της δηλώνει πως είναι αρκετά αυταρχική στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τις συνεργάτιδές της. Στο Ottof (ottof σημαίνει μυρμήγκι στη γλώσσα των Βεδουίνων) η κίνηση αρχίζει με μυστηριακή ηλεκτρονική μουσική, εξελίσσεται με κραυγές και παλινδρομικές ή κυκλικές κινήσεις, ενώ ολοκληρώνεται με το τραγούδι My Baby Just Cares For Me της Nina Simone που ακούγεται τρεις φορές χαλαρώνοντας τη σκηνική ένταση.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.