Για την παράσταση Βίκτωρ ή τα παιδιά στην εξουσία, του Roger Vitrac, σε σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης - Κάρολος Κουν, στη σκηνή της Φρυνίχου.
Του Νίκου Ξένιου
Το Βίκτωρ ή τα παιδιά στην εξουσία που πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα από τον Κάρολο Κουν το 1973-74, ανεβαίνει και πάλι στο Θέατρο Τέχνης ως μουσική παράσταση σε παγκόσμια πρώτη, σε λιμπρέττο Σταμάτη Κραουνάκη. «Οταν γράφτηκε και πρωτοπαίχτηκε το έργο θεωρήθηκε τρομερά πρωτοποριακό, διότι έφερνε μια φόρμα στα θεατρικά δρώμενα αρκετά διαφορετική» λέει η σκηνοθέτις, κ. Κάλμπαρη. «Σήμερα, φυσικά, τα πράγματα στο θέατρο έχουν προχωρήσει τόσο στη γραφή όσο και στη σκηνοθεσία. Και θεωρώ πως μέσα από τη μουσική φόρμα το κείμενο αυτό ξαναβρίσκει τη δύναμή του». Το έργο ξεγυμνώνει την υποκρισία των ενηλίκων, τις μοιχείες και τις μικρές τους απάτες, την καταπίεση και τον αυταρχισμό τους. Είναι μια μεγάλη στιγμή για το Θέατρο Τέχνης και ένα πραγματικό άλμα του Σταμάτη Κραουνάκη στο σύμπαν της μουσικής/θεατρικής δημιουργίας στη χώρα μας.
«Είναι το σύμπαν κουρδισμένο στην υποταγή»
Με τη λογική του ονείρου κυρίαρχη, με την ανάμειξη της καυστικής σάτιρας και του γκροτέσκου και με στόχευση στο τραγικό στοιχείο, ο Βιτράκ στρέφει τα νώτα στην πεπατημένη αισθητική και θεματολογία του θεάτρου της εποχής του.
Η θεματική που θέλησε να τονίσει ο Κραουνάκης είναι «τα παιδιά, τα οποία η εποχή σήμερα τα σκοτώνει πολύ πιο νωρίς, από τα εννιά». Στα παιδιά αναφέρεται και το τραγούδι με το οποίο κλείνει το έργο: «Τα παιδιά, τα παιδιά, πάνε πια τα παιδιά, δεν υπάρχουν. Σε μια κρύα εποχή λιώνουν μες στη βροχή, κάτι θα 'χουν». Τα παιδιά στο έργο «περιγράφονται σε μια εποχή πρωθύστερη, μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στο αδιέξοδο και την πτώση της Ευρώπης. Ο Βιτράκ είδε κάτι που θα ερχόταν. Και αυτό είναι τώρα εδώ. Είναι η κρίση. Το πώς τα ίδια σπίτια, με τους πολέμους και ύστερα, φαγώθηκαν από μέσα. Γι’ αυτό κάμφθηκαν και οι αντιστάσεις, γι’ αυτό δεν υπάρχει επαναστατικότητα». Με τη λογική του ονείρου κυρίαρχη, με την ανάμειξη της καυστικής σάτιρας και του γκροτέσκου και με στόχευση στο τραγικό στοιχείο, ο Βιτράκ στρέφει τα νώτα στην πεπατημένη αισθητική και θεματολογία του θεάτρου της εποχής του.
Το κείμενο του Βιτράκ «κρίνει και εξευτελίζει τους υποκριτικούς θεσμούς με το γάντι και βάζει τα παιδιά να το κάνουν αυτό», λέει σε συνέντευξή του ο Κραουνάκης. «Ένα παιδί έχει την ελευθερία να το κάνει. Δεν φοβάται». Και αυτό τεκταίνεται «...στο τσίρκο της καθημερινότητάς μας, στην κόψη του ξυραφιού, εκεί που σβήνει η αθωότητα. Εκεί που οποιοδήποτε είδος επανάστασης πνίγεται εν τη γενέσει της». Το άγριο χιούμορ του κειμένου περνά στο λιμπρέττο: «Λίγη μοιχεία δεν βλάπτει! Αλλάζουμε καβάλλο και ράπτη!» Η υπέροχη μουσική και το λιμπρέτο ανήκουν στον Κραουνάκη, που με το προσωπικό του εκτόπισμα επιβάλλεται πρωταγωνιστώντας επί σκηνής και αναδεικνύοντας για μιαν ακόμη φορά και το ερμηνευτικό του ταλέντο.
«Τα σπίτια φαγώθηκαν από μέσα»
Ο Βίκτωρ του Κραουνάκη είναι ακριβώς αυτό: ένα παιδί «terriblement intelligent» που αποφασίζει να ανδρωθεί μέσα σε μια νύχτα και κερδίζει το μέρισμά του στον θάνατο.
Δεν εξαντλείται, όμως, εκεί η πολιτική σημασιοδότηση του θεατρικού αυτού γεγονότος. Ο Βίκτωρ καταστρέφει, βάζει και βγάζει μάσκες, διερευνά τη σεξουαλικότητα και τις φαντασιώσεις του, τις νευρώσεις τις δικές του και των άλλων, τον σαδισμό και τον μαζοχισμό, τις ηδονές του επιδειξία, του ψεύτη, του αποπλανητή, του ματάκια. Είναι ένας δυνάμει αναρχικός, επαναστάτης μοναχικός, επίσης είναι ένα παιδί πρόωρα γερασμένο και ιδιαίτερα χειριστικό. Ο Βίκτωρ του Κραουνάκη είναι ακριβώς αυτό: ένα παιδί «terriblement intelligent» που αποφασίζει να ανδρωθεί μέσα σε μια νύχτα και κερδίζει το μέρισμά του στον θάνατο.
Πρέπει να σημειωθεί πως οι πολιτικές νύξεις καθιστούν την παράσταση «αιχμηρή» και είναι βέβαιο πως, αν κάποιοι παράγοντες της πολιτικής ζωής ή εκπρόσωποι της εγχώριας διανόησης καταλάβουν αυτούς τους υπαινιγμούς, θα ενοχληθούν, βεβαίως, πολύ: «Είναι το σύμπαν κουρδισμένο στον φιλελευθερισμό», είναι η απροσχημάτιστη πολιτική δήλωση της παράστασης, και ακολουθούν φράσεις, στίχοι αιρετικοί. Το λιμπρέττο του Σταμάτη Κραουνάκη είναι πρωτοποριακό, ενώ το enfantillage που περνά ο κατά Κραουνάκη Βίκτωρ σκόπιμα υπερβάλλει (πιστό στο πνεύμα του Βιτράκ), τόσο ως προς το μέγεθος όσο και ως προς την τόλμη των κινήσεων και της πρόθεσης. Και ενώ ο θίασος είναι, όπως πάντα, κουρδισμένος στους εξαιρετικούς ρυθμούς της μουσικής, καλοαρμοσμένος πάνω στο σκηνικό και ορμηνεμένος να υπερβαίνει τα όρια της σύμβασης και να αναμειγνύεται με τους θεατές, κάτι «κρατάει» την έκρηξη προς τα πίσω.
«Λίγη μοιχεία δεν βλάπτει!»
Στον «Βίκτορα» οι πραγματιστικές αναφορές και η φάρσα συναρθρώνουν το κωμικό στοιχείο, ενώ το μαύρο χιούμορ του έργου απορρέει από την ίδια του την υπόθεση: ένα παιδί σχεδόν εννέα χρονών με ένα πατέρα, μια μητέρα και μια παραμάνα απαξιωμένους, μετατρέπεται σε ανθρώπινο ναυάγιο.
Η μικρή Εσθήρ αποκαλύπτει στον Βίκτορα τη σχέση της μαμάς της Τερέζ με τον πατέρα του Βίκτορα, τον Σαρλ. Εκεί αρχίζει και η επίθεση του μικρού Βίκτορα στο αξιακό σύστημα των αστών γονέων. Ο Βίκτωρ θα ανακαλύψει πως η αγαπημένη του Εσθήρ είναι κατά το ήμισυ αδελφή του και μυείται, επίσης, από την περίεργη Ίντα, στο μυστήριο του έρωτα. Αυτά όλα θα τον οδηγήσουν στην απελπισία και στον θάνατο. Στο έργο προβλέπεται και ο θάνατος των γονιών του από ρεβόλβερ. Πρόκειται για έναν ύμνο στην αθωότητα του παιδιού που «γειτνιάζει με τον θάνατο». Στον «Βίκτορα» οι πραγματιστικές αναφορές και η φάρσα συναρθρώνουν το κωμικό στοιχείο, ενώ το μαύρο χιούμορ του έργου απορρέει από την ίδια του την υπόθεση: ένα παιδί σχεδόν εννέα χρονών με ένα πατέρα, μια μητέρα και μια παραμάνα απαξιωμένους, μετατρέπεται σε ανθρώπινο ναυάγιο. Με στοιχεία vaudeville και μελοδραματισμό, με όνειρο και ποίηση, ο συγγραφέας καταγγέλλει μια κοινωνία απάτης, σκατολογίας και υποκρισίας.
Πληθωρική, συμμετρική επί σκηνής με τον Σταμάτη Κραουνάκη και με στοχευμένη ερμηνεία η Φωτεινή Μπαξεβάνη ως Εσθήρ. Ο Γεράσιμος Γεννατάς απόλυτα ταυτισμένος με τον ρόλο του Αντουάν, παρουσία ποιοτική στην παράσταση, με τη σοβαρότητά του σε ένα τόσο τραγικό ρόλο επισφραγίζει τις προσδοκίες του κοινού. Εκφραστικότατος και με ιδιαίτερη αίσθηση αυτοσαρκασμού ο Χάρης Φλέουρας στον ρόλο της Λίλη. Η Φένια Παπαδόδημα σε δύο ρόλους είναι η ευδιάκριτη φωνή της παράστασης, ιδιαίτερα στο ντουέτο Ίντας-Βίκτορα. Έξοχη μουσική ερμηνεία και απόλυτος έλεγχος των εκφραστικών της μέσων. Αξιόλογες οι παρουσίες του Χρήστου Γεροντίδη, της Μαρίας Τζάνη και του Κωνσταντίνου Ευστρατίου. Σκηνικά εντυπωσιακά και κοστούμια «πιερό» ή τσίρκου του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, ωραίοι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου και σωστή χρήση του υπέροχου χώρου του θεάτρου της Φρυνίχου.
Ο Ροζέ Βιτράκ ήρθε με επιρροές από το υπερρεαλιστικό κίνημα για να εισαγάγει στο θεατρικό κείμενο, ανάμεσα στο 1922 και το 1924, (LeP eintre, Entréelibre, Les Mystères del' amour) την ελευθερία από κάποιες θεατρικές συμβάσεις της εποχής εκείνης. Το 1928 το Βίκτωρ ανεβαίνει στην Comédie des Champs-Élysées και o κεντρικός χαρακτήρας κάνει τρομερήν εντύπωση. Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά το 1928 από τον Αντονέν Αρτώ στον Μεσοπόλεμο. Στη δεκαετία του ‘50 το ανέβασαν ξανά ο Ζαν Ανούιγ με τον Ρολάν Πιετρί, στο θέατρο «Ambigu», και ήταν τότε που βρήκε τη μεγάλη αναγνώριση, με αποτέλεσμα να αποτελεί πλέον ένα έργο-ορόσημο του διεθνούς ρεπερτορίου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.