Για την παράσταση «Η Σονάτα του Κρόιτσερ», σε σκηνοθεσία Μαρίας Ξανθοπουλίδου, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, στη σκηνή της Φρυνίχου.
Του Νίκου Ξένιου
Η νουβέλα του Τολστόι Σονάτα του Κρόιτσερ (μτφρ. Αντρέας Σαραντόπουλος, εκδ. Ζαχαρόπουλος) προτείνει το ιδεώδες της σεξουαλικής αποχής. Ο αφηγητής και κύριος χαρακτήρας, ο Πόζνιτσεφ, στηλιτεύει τα ζωώδη ένστικτα που κυριαρχούν στις ερωτικές σχέσεις των δύο φύλων. Η Μαρία Ξανθοπουλίδου σκηνοθετεί τη διασκευή που έκανε ο Αντώνης Πέρης στο κείμενο για την παράσταση του Θεάτρου Τέχνης όπου πρωταγωνιστεί ο Αλέξανδρος Μυλωνάς.
Ο δολοφόνος καλλιτέχνης
Ο Τολστόι μιλά για τον κίβδηλο χαρακτήρα των ερωτικών σχέσεων και την ανηθικότητα, απορρίπτει τον σαρκικό έρωτα, κατακεραυνώνει την υποκρισία που εμπεριέχεται στη σύμβαση του γάμου και αντιτίθεται στη σεξουαλική ελευθεριότητα, προτιθέμενος να εξυμνήσει την ανιδιοτελή αγάπη και την ελευθερία βούλησης όσων μοιράζονται τον πνευματικό έρωτα.
Μετά από πολλές γέννες που έχουν ήδη καταστρέψει την επικοινωνία του ζευγαριού, η γυναίκα του Πόζνιτσεφ ξαναρχίζει την ενασχόλησή της με την μουσική, συναινέσει του ζηλόφθονου, ιδιοκτησιακού συζύγου της. Και τότε εμφανίζεται ο αντίζηλος. «...Έπαιζαν μαζί τη σονάτα του Κρόιτσερ, του Μπετόβεν. Ξέρετε, υποθέτω, το πρώτο πρέστο. Το ξέρετε!» Ο Πόζνιτσεφ μετατρέπει τον Τρουχατσέβσκι σε αντικείμενο της ζήλειας του, παρά το γεγονός ότι η απόλαυση της «Σονάτας του Κρόιτσερ» (Σονάτας για βιολί αρ. 9 του Μπετόβεν) τον κάνει ευγνώμονα και τον εξανθρωπίζει.
Η μουσική για τον Τολστόι δεν μπορεί να παίζεται σε αστικά δωμάτια ενώπιον κυριών που φορούν χαμηλά ντεκολτέ. Λέγεται πως, τον Ιανουάριο του 1900, ο Ραχμάνινοφ και ο μπάσος Φιοντόρ Τσαλιάπιν ήσαν καλεσμένοι στο σπίτι του συγγραφέα, στη Γιάσναγια Πολιάνα, και πως εκεί ερμήνευσαν το τραγούδι «Μοίρα» από την Εισαγωγή της 5ης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Και ότι, μετά το κομμάτι, ο Τολστόι είπε στον Ραχμάνινοφ: «Υπάρχει άνθρωπος που να χρειάζεται αυτήν τη μουσική; Ο Μπετόβεν έγραφε ανοησίες!». Όταν, κατά την αναχώρηση των καλεσμένων του, ο Τολστόι ζήτησε συγγνώμη από τον Ραχμάνινοφ επειδή, όπως είπε, τον προσέβαλε, ο Ραχμάνινοφ λέγεται πως απάντησε: «Πώς να προσβληθώ προσωπικά αφού δεν προσεβλήθην από την κουβέντα σας για τον Μπετόβεν;».
Ο Τολστόι μιλά για τον κίβδηλο χαρακτήρα των ερωτικών σχέσεων και την ανηθικότητα, απορρίπτει τον σαρκικό έρωτα, κατακεραυνώνει την υποκρισία που εμπεριέχεται στη σύμβαση του γάμου και αντιτίθεται στη σεξουαλική ελευθεριότητα, προτιθέμενος να εξυμνήσει την ανιδιοτελή αγάπη και την ελευθερία βούλησης όσων μοιράζονται τον πνευματικό έρωτα. Μιλά για την απώλεια του ιδανικού μέτρου στα πλαίσια της χυδαίας καθημερινότητας και για τη συντριβή του πνεύματος των συγχρόνων του. Νιώθει οίκτο για την ανθρωπότητα, που την κατατρύχουν, όχι μόνο η φτώχεια και η εξαθλίωση, αλλά και οι απολαύσεις, η μουσική, ο πατριωτισμός.
Η «Σονάτα» αποτυπώνει μια περίοδο πνευματικής και ηθικής κρίσης του συγγραφέα, που υποστηρίζει ότι η σαρκική επιθυμία λειτουργεί ως τροχοπέδη στις σχέσεις ανδρών και γυναικών.
Η «Σονάτα» αποτυπώνει μια περίοδο πνευματικής και ηθικής κρίσης του συγγραφέα, που υποστηρίζει ότι η σαρκική επιθυμία λειτουργεί ως τροχοπέδη στις σχέσεις ανδρών και γυναικών. Πρόκειται για χρονικό της μεταστροφής ενός γάμου (που τελέστηκε με το ψευδαισθησιακό κίνητρο της αγάπης) σε βαθύ μίσος κι επίσης για ένα παράδοξο επιχείρημα υπέρ της σεξουαλικής αποχής, ως αντιπρόταση στο χάσμα μεταξύ σεξουαλικού πάθους και ανάγκης για συναισθηματική και ηθική πλήρωση. Ακόμα και η μουσική, στην περίπτωση που λειτουργεί ως αφροδισιακό, μπορεί να γίνει αφορμή για καταστροφή. «Είναι απίστευτο πόσο απόλυτη είναι η ψευδαίσθηση ότι η ομορφιά ταυτίζεται με την καλοσύνη. Μια όμορφη γυναίκα λέει ανοησίες, όμως εσύ τη βλέπεις σαν έξυπνη. Λέει και κάνει αδιανόητα πράγματα, κι εσύ διακρίνεις μόνο γοητεία. Και στην περίπτωση που δεν λέει τίποτε και πάλι πείθεις τον εαυτό σου πως είναι ευφυής και ηθικά ακέραιη».
Η αποδυναμωμένη εκδοχή του κειμένου
Η εξαιρετική, μετρημένη, απόλυτα υπολογισμένη στις λεπτομέρειές της και καθόλα ανθρώπινη ερμηνεία του Αλέξανδρου Μυλωνά ταίριαζε σε τούτη την ηθογραφική προσέγγιση της νουβέλας, που επί σκηνής κόμιζε μόνο τον κεντρικό άξονα της υπόθεσης (ο φόνος μιας συζύγου από ένα ζηλόφθονο σύζυγο), αμβλύνοντας τα «αιχμηρά» σημεία του κειμένου.
Για τον Τολστόι η ηθική συνύπαρξη ενός ζευγαριού δεν συμβαδίζει με τη σεξουαλική συνύπαρξη. Η ιδέα της ερωτικής αφοσίωσης κατακρίνεται ως ψευδαίσθηση: «Το να αγαπάς τον ίδιο άντρα ή την ίδια γυναίκα σε όλη σου τη ζωή μοιάζει με το να δέχεσαι ότι το ίδιο κερί θα μπορούσε να καίει για μιαν ολόκληρη ζωή», λέει. Σε ανάλυσή του εξηγεί πως όχι ο Ιησούς, αλλά η απεχθής εκκλησία καθιέρωσε τον (επίσης απεχθή) θεσμό του γάμου: στο κείμενό του φαίνονται οι επιρροές του από τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ, στα τέλη της δεκαετίας του 1870. Γι’ αυτό και το βιβλίο συνάντησε τέτοια αντίδραση στις Ηνωμένες Πολιτείες, ως αιρετικό: ο Ρούζβελτ είχε χαρακτηρίσει τον Τολστόι «σεξουαλικά διεστραμμένο». Είναι γεγονός πως στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο μεγάλος συγγραφέας βασάνισε αρκετά τη σύζυγό του με τις νεοανακαλυφθείσες θρησκευτικές του πεποιθήσεις.
Ο φόνος στο έργο αυτό μετατρέπεται σε παράγοντα που αποκαθιστά τη φυσική τάξη πραγμάτων. Η δολοφονημένη σύζυγος «ηχεί» σαν αντικείμενο την ώρα που ξεψυχά: «Θυμάμαι την αντίσταση του κορσέ της και την είσοδο του μαχαιριού σε κάτι μαλακό». Ωστόσο, αυτή η διάσταση της νουβέλας δεν αναδείχθηκε στη διασκευή που ο Αντώνης Πέρης έκανε στη «Σονάτα» για λογαριασμό του Θεάτρου Τέχνης. Πού πήγε η χυδαία σεξουαλικότητα των ανώτερων κοινωνικών τάξεων που ήθελε να κατακρίνει ο Τολστόι; Πού φαίνεται πως για τον Πόζνιτσεφ το πραγματικό έγκλημα δεν ήταν η δολοφονία της γυναίκας του, αλλά ο γάμος του μαζί της; Πώς αναδεικνύεται η μεταστροφή του, στη διάρκεια της εξιστόρησής του, σε άνθρωπο που αντιμετωπίζει το άλλο φύλο ως ισότιμο άνθρωπο και όχι ως σκεύος ηδονής; Η εξαιρετική, μετρημένη, απόλυτα υπολογισμένη στις λεπτομέρειές της και καθόλα ανθρώπινη ερμηνεία του Αλέξανδρου Μυλωνά ταίριαζε σε τούτη την ηθογραφική προσέγγιση της νουβέλας, που επί σκηνής κόμιζε μόνο τον κεντρικό άξονα της υπόθεσης (ο φόνος μιας συζύγου από ένα ζηλόφθονο σύζυγο), αμβλύνοντας τα «αιχμηρά» σημεία του κειμένου και εσκεμμένα παραλείποντας τις φιλοσοφικές αναφορές του Τολστόι στη δαιμονική φύση του ανθρώπου, στις αηδείς εκδοχές του ενστίκτου, στην απέχθεια προς τη ζωώδη έλξη που φέρνει κοντά τα δύο φύλα και της οποίας φενάκη είναι ο γάμος, εν γένει όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούσαν τη νουβέλα, άμα τη δημοσιεύσει της, «επικίνδυνη», ακραία και προσβλητική για τα αστικά ήθη. Και διερωτάται κανείς: γιατί να θυσιαστεί η τόσο μοναδική ερμηνεία ενός ηθοποιού τέτοιου διαμετρήματος σε μιαν ανώδυνη, «ακίνδυνη», «αφοπλισμένη» προσέγγιση του κειμένου; Για να μην σοκαριστεί ποιος;
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.