
Για τη χορογραφία της Pina Bausch Sweet mambo, η οποία παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση μέχρι και τις 6 Νοεμβρίου.
Του Νίκου Ξένιου
Τα πάντα χωρούν στον αόριστο, τρυφερό σκηνικό κόσμο της αυθεντικής, οικουμενικής χορογράφου Πίνα Μπάους. To Sweet mambo είναι η προτελευταία δουλειά της που καταργεί τα όρια θεάτρου και χορού. Ένα τεράστιο δάσος από λευκό ύφασμα είναι το μελαγχολικό, νοσταλγικό τοπίο όπου εκτυλίσσονται οι προσωπικές ιστορίες των χορευτών: μικρή εξομολόγηση, ανεπαίσθητη χειρονομία, ξεκαρδιστικό γέλιο, μισοπνιγμένος στεναγμός, η πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού. Έξι γυναίκες και τρεις άντρες αποκαλύπτουν τους πόθους και τους φόβους τους, το γέλιο και τον πόνο τους, τη μοναξιά και την ασίγαστη ανάγκη τους για τρυφερότητα, τις λεπτές αποχρώσεις ευαίσθητων σχέσεων, βασισμένες σε ασύλληπτα μικρές χειρονομίες, υπαινιγμούς, αγγίγματα κι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις.
Επιβαίνοντας στο τραίνο της αγάπης
Το καίριο ερώτημα που αναδύεται από τις εκμυστηρεύσεις τους είναι: τι μας φέρνει κοντά στην εκπλήρωση της ανάγκης για αγάπη και τι μας απομακρύνει από αυτήν;
Αυτοσχεδιασμός και προσωπικό ημερολόγιο των ερμηνευτών, όλο το πιθανό βιωματικό υλικό του ψυχικού τοπίου σε διάλογο με τα εξωτερικά αντικείμενα, τα ρούχα, τα υφάσματα, τα συναισθηματικά φορτισμένα θεατρικά «προπς» και τις μάσκες, καθώς και με τις τραυματικές μνήμες, τις ανατροπές των προσδοκιών, τις απανωτές ματαιώσεις. Οι κινήσεις των χορευτών της ήθελε να παραμένουν ανεπηρέαστες από τα εξωτερικά ερεθίσματα, διατηρώντας την αυτονομία τους έναντι της πραγματικότητας.
Στο Sweet mambo, ένας ονειρικός περίπατος ανάμεσα σε μικρά σκετσάκια αναδεικνύει διαφορετικές γυναικείες ιδιοσυγκρασίες, ντυμένες με τις μακριές, σατέν τουαλέτες της Μάριον Κίτο στην ανάδειξη της επιθυμίας, στην αποκάλυψη της υστερίας και της αμφιθυμίας απέναντι στον έρωτα, στην παρερμηνεία της πραγματικότητας και της βίας. Το καίριο ερώτημα που αναδύεται από τις εκμυστηρεύσεις τους είναι: τι μας φέρνει κοντά στην εκπλήρωση της ανάγκης για αγάπη και τι μας απομακρύνει από αυτήν; Ο σκηνογράφος Πέτερ Παμπστ δομεί μιαν απλή αρχιτεκτονική υφασματένιας αισθησιακής «κρύπτης», την οφθαλμαπάτη μιας μη συγκεκριμένης αλλά πολυεπίπεδης κρυψώνας, που χρησιμεύει παράλληλα και ως οθόνη: πάνω σε παράλληλα παραβάν λευκών υφασμάτων προβάλλει σκηνές χωρίς ήχο από το γερμανικό μελόδραμα Der Blaufuchs (Η μπλε ρενάρ, 1938) του Βίκτωρ Τουργιάνσκι, με γκρο πλαν της Ζάρα Λεάντερ και του Ουίλι Μπίργκελ.
Η μουσική και το θέατρο της απογύμνωσης
Οι τρεις άνδρες ερμηνευτές, ντυμένοι σε μαύρα κοστούμια, απλώς λειτουργούν ως αντίστιξη, ως παράγοντες αφύπνισης του πόθου αλλά και της μη-εκπλήρωσής του.
Ο συνθέτης Ματθίας Μπούρκετ και ο ηχολήπτης Αντρέας Άιζενσνάιντερ τους συνοδεύουν με συνθέσεις των Μπάρι Άνταμσον, Μίνα Αγκόσι, Ρενέ Ομπρί, Μαρί Μπουάν, Λίζα Έκνταλ, Μπράιαν Ίνο, Μέκα Μποδέγα, Γιουν Μιγιάκε, Χαζμάτ Μοντίν, Λάκι Πιέρ, Portishead, Ρουίτσι Σακαμότο, Χόουπ Σάντοβαλ, Γουστάβο Σανταολάγια, Τρίγκβε Ζάιμ, Νίνα Σιμόν, Ίαν Σίμοντς και Τομ Γουέιτς. Η μουσική λειτουργεί ως ο κύριος καμβάς πάνω στον οποίον θα πλέκονται σε σταθερή βάση τα συναισθήματα: σε μια χαρακτηριστική σκηνή του Sweet Mambo το μουσικό θέμα από το «Bahamut» του Χαζμάτ Μοντίν συνοδεύει το «κρυφτό» των χορευτών μέσα σε κουρτίνες από λευκό ύφασμα.
Το στοιχείο του νερού επί σκηνής είναι χαρακτηριστικό της αισθητικής της Πίνα Μπάους: η Τζούλι Σάναχαν καταβρέχεται με κουβάδες ενώ ακούμε το «Vuoi Vuoi Me» της Μαρί Μπουάν. Στο Sweet Mambo είναι, επίσης, χαρακτηριστική η επιστράτευση της κόμμωσης: το εντυπωσιακό κεφάλι μιας γυναίκας με μακριά μαλλιά. Αλλά και το τράβηγμα των μαλλιών, στην εκδήλωση της βίας από τα ντουέτα που γυρνούν κυκλικά τη σκηνή πάνω στη μουσική των Portishead. Αλλά και η σόλο σιλουέτα της πανέμορφης μαύρης ερμηνεύτριας Ρεγκίνα Αντβέντο, που χορεύει στηριζόμενη στα χέρια και τα γόνατά της, πάνω στο τραγούδι «Cry Me a River» της Λίζα Έκνταλ. Ο υπέροχος ρώσος χορευτής Αντρέι Μπερεζίν στην ηλικία των πενήντα και αποκαλύπτει το μεγαλείο της ψυχικής ωρίμανσης με τον χορό του. Οι τρεις άνδρες ερμηνευτές, ντυμένοι σε μαύρα κοστούμια, απλώς λειτουργούν ως αντίστιξη, ως παράγοντες αφύπνισης του πόθου αλλά και της μη-εκπλήρωσής του, ως καταπατητές της γυναικείας ιδιωτικότητας, ως κραυγές που στα soli τους παρέχουν τη δυναμική που λείπει από το πρώτο μέρος της παράστασης, αλλά και ως «υποδοχές» του γυναικείου κορμιού: καναπέδες, μαξιλάρια, κούνιες σχηματίζονται από την ανδρική παρέμβαση, για να υποδεχτούν το μεγαλείο της γυναικείας σεξουαλικότητας.
Στην παράδοση της Μπάους, υψηλές απαιτήσεις ειλικρινούς απογύμνωσης διέπουν τα κριτήρια επιλογής των μελών της ομάδας.
Στην παράδοση της Μπάους, υψηλές απαιτήσεις ειλικρινούς απογύμνωσης διέπουν τα κριτήρια επιλογής των μελών της ομάδας: για παράδειγμα, οι μικροχειρονομίες της αυστραλής ηθοποιού και χορεύτριας Τζούλι Σάναχαν κατάφεραν να αποδώσουν τη συναισθηματική ρευστότητα που απαίτησαν απ’ αυτήν τα γεροντότερα μέλη του θιάσου, όταν ακόμη περνούσε ακρόαση για να τη δεχθούν ανάμεσα σε διακόσιες υποψήφιες. Η Μπρεάνα Ο' Μάρα σε συνέντευξή της δηλώνει επίσης πως πέρασε δύσκολα στις πρώτες ακροάσεις της από τη Τζόρτζια Μαντάμα, που διδάσκει τη μέθοδο Limón στο «Tanztheater» του Βούπερταλ, καθώς και από τον τότε καλλιτεχνικό διευθυντή Λουτς Φέρστερ. Μάλιστα, ο έλληνας Δάφνης Κόκκινος τής είχε πει περιπαικτικά: «Έλα, μην αγχώνεσαι, σε κάποιους πήρε δέκα χρόνια για να προσαρμοστούν. Εσύ βρίσκεσαι εδώ δέκα ώρες!»
Μην ξεχάσεις τ’ όνομά μου
Στο Sweet Mambo γίνεται πανηγυρική έκθεση των φυσικών χορευτικών ικανοτήτων των νεώτερων μελών του θιάσου μαζί με την ώριμη εκφραστικότητα των μεγαλύτερων σε ηλικία, που αποδίδουν τον εύθραυστο χαρακτήρα της σεξουαλικότητας και την ένταση που αναδίδεται από τη ματαίωσή της.
Στο Sweet Mambo γίνεται πανηγυρική έκθεση των φυσικών χορευτικών ικανοτήτων των νεώτερων μελών του θιάσου μαζί με την ώριμη εκφραστικότητα των μεγαλύτερων σε ηλικία, που αποδίδουν τον εύθραυστο χαρακτήρα της σεξουαλικότητας και την ένταση που αναδίδεται από τη ματαίωσή της. Η Ρεγκίνα Αντβέντο, σε μιαν υπερεκχείλιση αισθησιασμού, συστήνεται πρώτη στο κοινό και τονίζει τη σημασία του ονόματός της («Μην ξεχάσεις: το όνομά μου είναι Regina. Re-gi-na!», επαναλαμβάνει προκλητικά). Σε αυτόν το χώρο του «make-believe», επιστρατεύει το πραγματικό της όνομα, και το ίδιο κάνουν όλοι οι σπουδαίοι ερμηνευτές. Ντίβες, «θεές» με γυμνές πλάτες, τo «γκλάμουρ» του γερμανικού music hall, επενδεδυμένo με ακκισμούς της μοιραίας γυναίκας τύπου Μαρλέν Ντίτριχ, αλλά υπονομευμένo, παράλληλα, σε μια διαδικασία σταδιακής απογύμνωσης και σαρκασμού. Ποικιλία, ηλικιών, εθνοτήτων και σωματοτύπων: στο σύμπαν αυτό βρίσκουν την αρμόζουσα θέση τους ιδιότυπες φυσιογνωμίες ερμηνευτών, όπως της Νάζαρεθ Παναντέρο, που με χιούμορ μάς αυτοπαρουσιάζεται ως «ψωμάς» (αυτό σημαίνει στα ισπανικά το επίθετό της) και υποσκάπτει συστηματικά την τρέχουσα αισθητική περί γυναικείου αισθησιασμού.
Έλξη, απώθηση, φλερτ, ματιά, αποπλάνηση, εγκατάλειψη: στο άκουσμα του ονόματος Πίνα Μπάους ακούει κανείς αυτόματα τη μουσική από το «Διδώ και Αινείας» του Πέρσελ. Σκέφτεται την απλότητα και τον λυρισμό των κινήσεων στην «Ιεροτελεστία της Άνοιξης» του Στραβίνσκι. Βλέπει τις σκηνές από το φιλμ του Βέντερς Café Müller με τη μεγάλη χορογράφο να ονειροβατεί ντυμένη στο νυχτικό της. Η μεγάλη χορογράφος (1940-2009) σπούδασε χορό στη σχολή Folkwang υπό τη διεύθυνση του Kurt Jooss, του πρωτοπόρου του γερμανικού εκφραστικού χορού και κατόπιν διηύθυνε το στούντιό του στο Έσεν. Το 1973 ανέλαβε τη διεύθυνση του χοροθεάτρου του Βούπερταλ στη μικρή πόλη Ρουρ, αντικαθιστώντας το κλασικό μπαλέτο με μη-γραμμικό, υπερρεαλιστικό χοροθέατρο εκκεντρικών χαρακτήρων που άλλαξε ριζικά και σε οικουμενικό βεληνεκές την αντίληψή μας για τη σκηνική λειτουργικότητα της κίνησης του χορευτή.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.