Για την παράσταση των Michèle Anne De Mey και Jaco Van Dormael, Cold Blood, η οποία παρουσιάστηκε στην Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Του Νίκου Ξένιου
Η Μισέλ Αν ντε Με και ο Ζακό Βαν Ντορμέλ ξαναήρθαν στην Ελλάδα για να παρουσιάσουν το Cold Blood, μια «εν ψυχρώ» αφήγηση αιφνιδιαστικών θανάτων που ανά πάσαν στιγμή μπορεί να ανατρέψουν την ωραιότερη στιγμή της ζωής μας.
Η κάμερα καταγράφει και ταυτόχρονα μεγεθύνει στην οθόνη την ιστορία που διαδραματίζεται μέσα σε μακέτες-μινιατούρες, ενώ και πάλι πρωταγωνιστούν τα δάχτυλα, τα χέρια και τα σώματα που χορεύουν, επιχειρώντας ένα θαυμαστό, δεξιοτεχνικό παιχνίδι φωτός και σκιάς. Χορεύουν: Μισέλ Αν ντε Με, Γκρέγκορι Γκροσζάν, Γκαμπριέλα Ιασόνο. Ερμηνεύουν: Ζακό βαν Ντορμέλ, Μισέλ Αν ντε Με, Γκρέγκορι Γκροσζάν, Γκαμπριέλα Ιασόνο, Ζιλιέν Λαμπέρ, Ορελι Λεπόρκ, Ιβάν Φοξ, Στέφανο Σέρα και Νικολά Ολιβιέ. Στην αφήγηση στα ελληνικά ακούγεται η φωνή του Μάκη Παπαδημητρίου.
Το μπαλέτο των χεριών
Μια διαρκώς κινούμενη κάμερα παρακολουθεί τη θεατρική αφήγηση, κάνει κοντινές λήψεις στην κατάλληλα φωτισμένη θεατρική μακέτα, δημιουργεί ευφάνταστα εφφέ με τη βοήθεια ειδικών κατασκευών, ατμού, υφασμάτων, μικροσκοπικών αντικειμένων και ομοιωμάτων της ανθρώπινης ύπαρξης. Με έξυπνες επινοήσεις και ειδικές κατασκευές η Μισέλ Αν ντε Με αναπαράγει τη φιλμική illusion, όπως είναι γνωστή στο κοινό από τους μεγάλους δημιουργούς του κινηματογράφου, την τηλεόραση και όλους τους άλλους φορείς παραγωγής της ψευδαίσθησης, ενώ παράλληλα την απομυθοποιεί, επιτρέποντας στο κοινό να την παρακολουθήσει εν τω γίγνεσθαι. Το καινούργιο στοιχείο που κομίζει αυτή η παράσταση είναι η αξιοποίηση του σκηνικού χώρου, καθώς, υπό συγκεκριμένη οπτική γωνία της κάμερας, εντάσσει τώρα στο κάδρο και μια χορεύτρια δείχνοντάς την να πετά ονειρικά, ένα ανθρώπινο πρόσωπο ή άλλα μέλη του σώματος, δείχνοντάς τα να αναδύονται από το τοπίο και παράγοντας την εικαστική ψευδαίσθηση της προοπτικής παραμόρφωσης στον πραγματικό χώρο.
Με έξυπνες επινοήσεις και ειδικές κατασκευές η Μισέλ Αν ντε Με αναπαράγει τη φιλμική illusion, όπως είναι γνωστή στο κοινό από τους μεγάλους δημιουργούς του κινηματογράφου, την τηλεόραση και όλους τους άλλους φορείς παραγωγής της ψευδαίσθησης, ενώ παράλληλα την απομυθοποιεί, επιτρέποντας στο κοινό να την παρακολουθήσει εν τω γίγνεσθαι.
Στον βασικό αισθητικό άξονα της δημιουργίας της Μισέλ Αν ντε Με πρωταγωνιστούν, όπως πάντα, τα ευαίσθητα, μελαγχολικά, ρυτιδιασμένα δάχτυλα με τις πολλές κλειδώσεις, δάχτυλα ντυμένα αλλά κυρίως δάχτυλα γυμνά, που είναι ελεύθερα, αυτονομημένα από το υπόλοιπο σώμα: δηλαδή πετούν, αγκαλιάζονται, χαϊδεύονται, εξερευνούν ένα γυμνό κορμί, χορεύουν αισθησιακά pole dancing, κλακέτες σε μαυρόασπρο απαστράπτον χολιγουντιανό σκηνικό, βαλς και ροκ, αλλά και το «Μπολερό» του Ραβέλ στη χορογραφία του Μωρίς Μπεζάρ, τη στιγμή που η κάμερα τραβά εμάς, το κοινό, και μας εντάσσει στο κάδρο. Στην επιτυχία του αισθησιακού αποτελέσματος συμβάλλει η χρήση του «κιαροσκούρο» της σκηνής και της «peeping-through» ματιάς του σκηνοθέτη: της ματιάς μέσα από την κλειδαρότρυπα, που καθιστά τον θεατή συνένοχη σε μια «αδιάκριτη» εισβολή στο πεπρωμένο των πρωταγωνιστών επτά αδόκητων θανάτων που κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι οι δικοί μας θάνατοι, μοναδικοί, ανεπανάληπτοι και εκπληκτικά σαρκαστικοί. Επίσης, στην αίσθηση μιας ιδιότυπης γυμνότητας συμβάλλει το ανθρώπινο χέρι, με τις κλειδώσεις, τους πόρους και τις ρυτίδες του, μοναδικό φετιχιστικό αντικείμενο που συνοψίζει την ιστορία της τεχνολογίας, της τέχνης και του ανθρώπινου πολιτισμού, αλλά και την τρυφερότητα του αγγίγματος και την ηδονή της ερωτικής συνεύρεσης, τόσο συγκλονιστικής και τόσο εφήμερης.
Το παιχνίδι της κάμερας στο κουκλόσπιτο
Ο Ζακό βαν Ντορμέλ μετατρέπει τη θεατρική σκηνή σε ενεργό στούντιο με τρέιλερ, λεπτομερείς κατασκευές θραυσμάτων της πραγματικότητας: του εσωτερικού ενός αυτοκινήτου, του εσωτερικού ενός σπιτιού μέσα από το παράθυρο του οποίου η κάμερα «υποκλέπτει» προσωπικές στιγμές ή προχωρεί μέσα από μικροσκοπικές πόρτες διανύοντας όλες τις χρονικές φάσεις της ζωής με τον υπαινιγμό του βρεφικού λίκνου, των επίπλων, της βακτηρίας του γήρατος και του φερέτρου. Σε αυτά έρχονται να προστεθούν τα αρχετυπικά μικροσκηνικά ενός μεσημβρινού δάσους, μιας νυκτερινής πόλης, ενός χιονισμένου μεταθανάτιου τοπίου, βομβαρδιστικών αεροπλάνων που πετούν σε εναλλασσόμενες καιρικές συνθήκες, μιας παγωμένης λίμνης για πατινάζ των δακτύλων, αλλά και το όνειρο μιας έρημης σεληνιακής έκτασης και ενός πυραύλου που εκτοξεύεται στο διάστημα παρακολουθώντας μακρινούς πλανήτες. Οι πρωταγωνιστές, εντάσσοντας το σώμα τους (ή την παλάμη τους) σε ένα κινηματογράφο drive-in της δεκαετίας του Πενήντα ή σε ένα πλυντήριο αυτοκινήτων και βιώνοντας βουβά, με χιούμορ και συγκατάβαση, τη σαρκαστική έλευση του θανάτου.
H υπερρεαλιστική σύλληψη της δημιουργού κατορθώνει την οπτική σύμβαση να συνοψίσει το σύνολο του ανθρώπινου σώματος στο εκφραστικότατο ανθρώπινο χέρι, που ερμηνεύει τα συναισθήματα, τον φόβο, την αναμονή, την έκπληξη, τον αισθησιασμό, τον έρωτα, την τρυφερότητα, αλλά και το φύλο, τις διαφορετικές ηλικίες, τις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Η καινοτομία της συνεχούς κίνησης της κάμερας και των ειδικών θεατρικών εφέ επιτρέπει στις υποομάδες του γκρουπ να συντονιστούν ώστε η ταινία που το κοινό παρακολουθεί εν τη γενέσει της να μην έχει χρονικά κενά, αλλά να διατηρεί τον χορευτικό της ρυθμό, εκπλήσσοντας τον θεατή και δημιουργώντας όλες τις προϋποθέσεις για να νιώσει έντονη αισθητική συγκίνηση. H υπερρεαλιστική σύλληψη της δημιουργού κατορθώνει την οπτική σύμβαση να συνοψίσει το σύνολο του ανθρώπινου σώματος στο εκφραστικότατο ανθρώπινο χέρι, που ερμηνεύει τα συναισθήματα, τον φόβο, την αναμονή, την έκπληξη, τον αισθησιασμό, τον έρωτα, την τρυφερότητα, αλλά και το φύλο, τις διαφορετικές ηλικίες, τις ανθρώπινες δραστηριότητες, σε ρεαλιστική βάση: τουλάχιστον με τη «διευρυμένη» αίσθηση ρεαλισμού που μπορεί να δεχτεί να πρωταγωνιστούν οι φάλαγγες των δακτύλων και με ελάχιστη υποστήριξη από τα υπόλοιπα μέλη του σώματος. Στην υπηρεσία αυτής της νέας, αισθητικά άρτιας τέχνης η Μισέλ Αν ντε Με επιστρατεύει τον χορό, τη μουσική και, κυρίως, την ομαδική, συντονισμένη δουλειά και υλοποιεί ένα ευφυέστατο σενάριο με μεγάλη δόση χιούμορ, όπου ο αφηγητής μας «υπνωτίζει» για να παρακολουθήσουμε ένα φιλοσοφικό όνειρο εν εγρηγόρσει. Η αίσθηση που αφήνει η υπέροχη αυτή περφόρμανς είναι το ανεκπλήρωτο του έρωτα, το παράλογο της απώλειας των ανθρώπων που αγαπήσαμε και αγγίξαμε, η ματαιότητα της υστεροφημίας και η φωνή του Ντέιβιντ Μπάουι να τραγουδά Ground Control to Major Tom πίσω από ένα θάλαμο σεληνακάτου ή πάνω από το βομβαρδισμένο δάσος της Δρέσδης.
Ένα ζευγάρι απόλυτα ταιριαστών δημιουργών
H Mισέλ Αν ντε Με, Βελγίδα, χορεύτρια της ομάδας Keersmaeker, γεννήθηκε το 1959 στις Βρυξέλλες. Υπήρξε μαθήτρια του Φερνάν Σιρέν και του Μωρίς Μπεζάρ (φοίτησε στη σχολή Mudra) και συνεργάστηκε με τον Έρικ Πάουελς και την Αν Τερέζα ντε Κεερσμέκερ. Είναι συνεργαζόμενη καλλιτέχνις στο Charlerois Danses, το Χορογραφικό Κέντρο Βαλονίας-Βρυξελλών. Χόρεψε στο «Fases» της Aν Τερέζα ντε Κέερσμέκερ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος των Rosas danst Rosas. Το 2011 συνεργάστηκε, στο θέατρο Le Manège του Βελγίου, με τον Ζακό βαν Ντορμέλ στο Kiss & Cry/Νanodanses που είδαμε και στην Αθήνα, υλοποιώντας την αρχική της ιδέα, που γεννήθηκε στο τραπέζι της κουζίνας της, με πειραματισμούς πάνω σε παιχνίδια των παιδιών της.
Ο Βαν Ντόρμαελ συμμετείχε στο πετυχημένο project «Φως και Συντροφιά» (1995), δημιουργώντας μιαν ανθολογία φιλμ ενός λεπτού από διάσημους σκηνοθέτες και επιστρατεύοντας την πρώτη κάμερα των αδελφών Λιμιέρ. Η «Όγδοη Μέρα» του κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, το 1996. Το 1998 συμμετείχε στο project «Προβολείς σε μια σφαγή» και υπήρξε μέλος της κριτικής επιτροπής στις Κάννες ενώ το 2007 συμμετείχε στη βελγική παραγωγή μυθικού κόστους «Κύριος Κανένας».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.