
Για το μιούζικαλ West Side Story, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Των Χρύσας Στρογγύλη και Νίκου Ξένιου
Στo πλαίσιo του Φεστιβάλ Αθηνών, και μετά τα Κάρμινα Μπουράνα, η Καμεράτα έκανε στην αίθουσα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής επίσημη πρώτη του μιούζικαλ West Side Story των Λέοναρντ Μπερνστάιν, Άρθουρ Λόρενς και Στήβεν Σόντχαϊμ.
Το διάσημο μιούζικαλ είναι στη βάση του μια αναδημιουργία του Ρωμαίου και Ιουλιέτας του Σαίξπηρ. Σκηνοθέτες είναι ο μαέστρος Γιώργος Πέτρου και ο χορογράφος Τζων Τοντ. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους η σοπράνο Μαρίνα Σάττι (Μαρία), ο τενόρος Γιάννης Καλύβας (Τόνυ), ο Ιάσονας Μανδηλάς (Ριφ) και η Ελένη Σταμίδου (Ανίτα), μαζί με ένα τριανταμελές επιτελείο τραγουδιστών, χορευτών και ηθοποιών.
Το μουσικό μέρος: ερμηνευτές, μαέστρος, ορχήστρα
Η Μαρίνα Σάττι στον ρόλο της Μαρίας και ο Γιάννης Καλύβας στον ρόλο του Τόνυ κατάφεραν να εκφράσουν τις πιο λεπτές και ευαίσθητες χροιές των τραγουδιών τους με εντυπωσιακό τρόπο προκαλώντας το θερμό χειροκρότημα του κοινού. Η άκρως ρομαντική ερμηνεία του Καλύβα στο «Maria», το ξεσηκωτικό «America» από το γυναικείο φωνητικό σύνολο, το άρτιο δέσιμο των δύο γυναικείων φωνών, της Μαρίας και της Ανίτας στο «A boy like that» και το γεμάτο συναίσθημα και ρομαντισμό «Οne hand, one heart» αποτέλεσαν μερικές από τις πολύ καλές στιγμές της παράστασης. Λιγότερο πετυχημένο το ανδρικό φωνητικό σύνολο στο ξεκίνημα του «Tonight».
Διατηρώντας τριανταπενταμελή συμφωνική σύνθεση η Καμεράτα ανταποκρίθηκε στις μουσικές απαιτήσεις ενός τόσο δύσκολου –και τεχνικά και ερμηνευτικά– έργου, παρουσιάζοντάς το με νεανική φρεσκάδα, παιχνιδιάρικη διάθεση όπου χρειαζόταν, εντυπωσιακή ενέργεια στα έντονα ρυθμικά μέρη, κυρίως από τα κρουστά, και έναν πολύ προσεγμένο ήχο στα λυρικά και ευαίσθητα μέρη.
Ο Γιώργος Πέτρου είναι μια από τις πιο παραγωγικές και πολυσχιδείς προσωπικότητες στα μουσικά πράγματα της χώρας μας. Βρίσκεται στο τιμόνι της Καμεράτα εδώ και τέσσερα χρόνια και παρά τα οικονομικά και διοικητικά προβλήματα, καταφέρνει να αφήνει τις καλύτερες εντυπώσεις μετά από κάθε παράσταση της ορχήστρας. Τολμηρός, ανοιχτόμυαλος και στυλιστικά ευέλικτος, επιλέγει και παρουσιάζει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έργα διαφορετικά ως προς το είδος και ως προς την εποχή –π.χ., έργα μπαρόκ με όργανα εποχής, όπερα, μιούζικαλ, ρεπερτόριο 18ου αιώνα, σύγχρονη μουσική– καταργώντας τα στερεότυπα που περιορίζουν μια συμφωνική ορχήστρα κλασικού ρεπερτορίου. Πειραματίζεται και πετυχαίνει, αναπτύσσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τους μουσικούς του και, έχοντας στη φαρέτρα του εξαιρετικές σπουδές, αξιοθαύμαστες ικανότητες αλλά κυρίως πάθος και αγάπη, έχει καταφέρει να απογειώσει τη φήμη της ορχήστρας σε μεγάλο βαθμό, καθιστώντας την εντελώς απαραίτητη για την πολιτιστική αναβάθμιση του τόπου μας. Ο μαέστρος και η ορχήστρα διανύουν μια περίοδο αστείρευτης δημιουργικότητας αυτό το καλοκαίρι: στις 30 Μαΐου παρουσίασαν στο Μέγαρο Μουσικής τις 4 Σουίτες για ορχήστρα του Μπαχ, ενώ 20 μέρες αργότερα, στις 18 Ιουνίου, τα Κάρμινα Μπουράνα του Καρλ Ορφ στο Ηρώδειο. Ένα μήνα μετά, ήρθε η ώρα για το West Side Story. Διατηρώντας τριανταπενταμελή συμφωνική σύνθεση η Καμεράτα ανταποκρίθηκε στις μουσικές απαιτήσεις ενός τόσο δύσκολου –και τεχνικά και ερμηνευτικά– έργου, παρουσιάζοντάς το με νεανική φρεσκάδα, παιχνιδιάρικη διάθεση όπου χρειαζόταν, εντυπωσιακή ενέργεια στα έντονα ρυθμικά μέρη, κυρίως από τα κρουστά, και έναν πολύ προσεγμένο ήχο στα λυρικά και ευαίσθητα μέρη. Εξαιρετικός ο συντονισμός με τους τραγουδιστές, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο Γιώργος Πέτρου κράτησε πολύ καλά τα ηνία της παράστασης και πάνω και κάτω από τη σκηνή.
* Η ΧΡΥΣΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ είναι μουσικός και εκπαιδευτικός.
Οι προθέσεις και οι δυνατότητες
Ο Γιάννης Καλύβας ήταν πραγματική έκπληξη, με μεγάλες φωνητικές δυνατότητες και ευαισθησία στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Αντρέας Βούλγαρης ήταν εξαιρετικός στον ρόλο του Μπερνάρντο. Το ίδιο ισχύει για τον Ιάσονα Μανδηλά στον ρόλο του Ριφ και για τον Άρη Πλασκασοβίτη στον ρόλο του «Τίγρη». Στον ρόλο του Επιθεωρητή ο Χρήστος Σιμαρδάνης ήταν συμπαθητικός. Η παρουσία της Μαρίνας Σάττι στον ρόλο της Μαρίας υπήρξε, επίσης, καθηλωτική, και η ζεστή ερμηνεία της μπορεί να σταθεί δίπλα σε πολύ σημαντικές ερμηνείες του έργου. Γενικά οι σκηνές γυναικών υπερείχαν των σκηνών με άνδρες: για παράδειγμα, η σκηνή του «I feel pretty» έδωσε τη δυνατότητα μιας εντυπωσιακής μουσικής και χορευτικής ερμηνείας στη Μαρία και τις φίλες της Ροζαλία (Βάσια Ζαχαροπούλου), Κονσουέλο (Ευγενία Λιάκου), Τερεζίτα (Ειρήνη Αραμπατζή) και Φρανθίσκα (Άννα Φιλιππάκη).
Πολλά ταλαντούχα παιδιά, που το ελληνικό κοινό σίγουρα θα ξανακούσει σύντομα, καλλιτέχνες πολλά υποσχόμενοι και κατάλληλοι για τέτοιους ρόλους που είναι σχετικά αδικημένοι από την οικονομική κατάσταση του θεάτρου εν γένει στη χώρα μας, τώρα μάς δίνουν δείγματα της πολύ επαγγελματικής στάσης τους απέναντι στο δύσκολο αυτό είδος.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τα ανδρικά χορευτικά σύνολα: Το τρωτό σημείο της παράστασης ήταν η χορογραφία: στις αγγλοσαξονικές παραγωγές του είδους είναι γνωστό πως χορευτές με μεγάλες ικανότητες πέρασαν τις auditions και αντιμετωπίστηκαν-διδάχθηκαν σαν ηθοποιοί, και όχι το αντίστροφο: αυτό θα έπρεπε να είναι κανόνας απαράβατος σε μια τέτοια παραγωγή, ακόμη και με τα ελληνικά δεδομένα. Στο Upper West Side της Νέας Υόρκης, στο μεταίχμιο των δεκαετιών ’50-‘60, η αμερικάνικη συμμορία Jets («Σίφουνες») και η πορτορικάνικη συμμορία Sharks («Καρχαρίες») συγκρούονται ήδη στην πρώτη σκηνή σε μιαν αποθέωση νεανικής παραβατικότητας. Η σκηνή εκτυλίσσεται αμήχανα στη σκηνή του Μεγάρου, υλοποιώντας μία μετριώτατη και άκρως αδόκιμη χορογραφία του Τζων Τοντ. Το ίδιο ισχύει και στις επόμενες χορογραφίες με ανδρικά και γυναικεία σύνολα όπου ούτε καν το μάμπο δεν είναι μάμπο και όπου ευτυχώς κάποιοι καλοί χορευτές διακρίνονται εκ των πραγμάτων. Πολλά ταλαντούχα παιδιά, που το ελληνικό κοινό σίγουρα θα ξανακούσει σύντομα, καλλιτέχνες πολλά υποσχόμενοι και κατάλληλοι για τέτοιους ρόλους που είναι σχετικά αδικημένοι από την οικονομική κατάσταση του θεάτρου εν γένει στη χώρα μας, τώρα μάς δίνουν δείγματα της πολύ επαγγελματικής στάσης τους απέναντι στο δύσκολο αυτό είδος.
Η καλύτερη σκηνογραφική ιδέα της παράστασης ήταν αυτό το «θραύσμα» διαφημιστικού μπλοκ που απλώς «κατέβηκε» για να υπαινιχθεί τις τελικές σκηνές, στις παρυφές της Λεωφόρου. Στους φωτισμούς του Γιώργου Τέλλου επικράτησε το ροζ και το βυσσινί χρώμα, πράγμα που ταίριαζε στη σύλληψη της παράστασης, όμως οι χρωματικές εναλλαγές συχνά δεν αναδείκνυαν τα αρκετά όμορφα παλ κοστούμια της Γιωργίνας Γερμανού.
Τα σκηνικά θα έπρεπε να είναι ρεαλιστικά αλλά παράλληλα και αφαιρετικά, τόσο όσο επιτρέπει στη χορογραφία να εκτυλιχθεί ανενόχλητα. Το σκιαγράφημα του Πάρι Μέξη για το Μανχάταν από πίσω θα μπορούσε να έχει εκτελεστεί πολύ καλύτερα και να «καλύψει» αισθητικά την παράσταση. Το σκηνικό στο μπαρ του «Γιατρού» (Doc's) και στη σκάλα υπηρεσίας της Μαρίας είναι μέτρια και η παράσταση επαφίεται σε μεγάλο μέρος στις σκηνικές δυνατότητες που προσφέρουν οι μηχανισμοί του Μεγάρου. Μέτριο ήταν το σκηνικό στο κατάστημα «Ειδών Γάμου» και στο κρεβάτι της Μαρίας. Η καλύτερη σκηνογραφική ιδέα της παράστασης ήταν αυτό το «θραύσμα» διαφημιστικού μπλοκ που απλώς «κατέβηκε» για να υπαινιχθεί τις τελικές σκηνές, στις παρυφές της Λεωφόρου. Στους φωτισμούς του Γιώργου Τέλλου επικράτησε το ροζ και το βυσσινί χρώμα, πράγμα που ταίριαζε στη σύλληψη της παράστασης, όμως οι χρωματικές εναλλαγές συχνά δεν αναδείκνυαν τα αρκετά όμορφα παλ κοστούμια της Γιωργίνας Γερμανού.
Σκληρή δουλειά για τα ελληνικά δεδομένα
Το απόλυτα «κλασικό» μιούζικαλ, σημείωσε θρίαμβο στο πρώτο του ανέβασμα, το 1957, στο Mπρόντγουεϊ, με την ανάθεση, στον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, των scores «Something's Coming», «Maria», «America», «Somewhere», «Tonight», «Jet Song», «I Feel Pretty», «A Boy Like That», «One Hand, One Heart», «Gee, Officer Krupke» και «Cool» για τη θρυλική παραγωγή του Μπρόντγουεϊ που έκανε 732 παραστάσεις, ενώ το μιούζικαλ έγινε διάσημο ανά τον κόσμο με την ομώνυμη ταινία των δέκα Όσκαρ, το 1961. Το 1996, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το West Side Story ανέβηκε στο θέατρο «Αθήναιον» σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή.
Ο Γιώργος Πέτρου είναι η ψυχή της ορχήστρας και χρεώνεται την καλλιτεχνική διεύθυνση και το σημαντικό μέρος της σκηνοθεσίας του West Side Story, ακολουθώντας την αυθεντική ενορχήστρωση του μιούζικαλ (1957), με τις τροποποιήσεις του ίδιου του Μπέρνσταϊν, που είχαν γίνει κατά τη διάρκεια της θρυλικής ηχογράφησης του έργου με την Κίρι τε Κανάουα και τον Χοσέ Καρέρας για την Deutsche Gramophone.
Είναι η δεύτερη τέτοια δουλειά της Καμεράτα: πέρυσι είχε ανεβάσει το Kiss Me Kate. «Όταν διευθύνεις μία ορχήστρα είναι σαν να σκηνοθετείς ένα μουσικό κείμενο», δηλώνει σε συνέντευξή του ο κύριος Πέτρου, και δεν έχει άδικο. Βασισμένη στην προσωπική συνάφεια και δημιουργική σχέση του μαέστρου με την όπερα και το μουσικό θέατρο, η δουλειά της Καμεράτα είναι πολύ σοβαρή και σέβεται το κοινό της. Ο Γιώργος Πέτρου είναι η ψυχή της ορχήστρας και χρεώνεται την καλλιτεχνική διεύθυνση και το σημαντικό μέρος της σκηνοθεσίας του West Side Story, ακολουθώντας την αυθεντική ενορχήστρωση του μιούζικαλ (1957), με τις τροποποιήσεις του ίδιου του Μπέρνσταϊν, που είχαν γίνει κατά τη διάρκεια της θρυλικής ηχογράφησης του έργου με την Κίρι τε Κανάουα και τον Χοσέ Καρέρας για την Deutsche Gramophone. Για κάποιον ακατανόητο λόγο ο κύριος Πέτρου κάνει την εσφαλμένη επιλογή να δώσει ελληνικό λιμπρέτο στο χιουμοριστικό τραγούδι «Κυρ Αστυνόμε» («Officer Krupke»): η συγκεκριμένη επιλογή φαντάζει πρόχειρη και αταίριαστη με το σύνολο των αγγλόφωνων τραγουδιών, προσδίδει δε μια περίεργη έμφαση στο συγκεκριμένο τραγούδι. Παρ’ ελπίδα, αξιοπρόσεκτο ήταν το ότι οι άνδρες τραγουδιστές στο συγκεκριμένο τραγούδι έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, γιατί –υποθέτει κανείς– καταλάβαιναν για τι πράγμα ακριβώς τραγουδούσαν. Αυτή η πρόχειρη διαπίστωση σε βάζει στη διαδικασία να διερωτηθείς αν είναι θεμιτό να ανεβαίνει σε ελληνική σκηνή μουσικοχορευτική παράσταση στα Αγγλικά. Για να μην είμαστε, όμως, άδικοι, οφείλουμε να παραδεχτούμε πόσο δύσκολη είναι η μετάφραση ενός τέτοιου κειμένου με «σλανγκ» λέξεις αποδίδοντας, παράλληλα, τον ρυθμό του και πόσο, τελικά, πετυχημένη ήταν η δουλειά που έγινε από τον μαέστρο.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.