
Για την παράσταση Περιμένοντας τον Γκοντό, σε σκηνοθεσία Νατάσας Τριανταφύλλη, που παρουσιάζεται στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη.
Του Νίκου Ξένιου
Το Περιμένοντας τον Γκοντό πρωτοπαρουσιάστηκε το 1953 στο Theatre de Babylone του Παρισιού, αφήνοντας στο κοινό και στους κριτικούς την έωλη αυτήν αίσθηση ατέρμονης επαναληπτικότητας μέσα σ’ ένα έρημο, αιχμηρό τοπίο που βρίσκεται «εκτός πόλεως», «εκτός χρόνου» και «εκτός Ιστορίας».
Το έργο συνδυάζει έναν εξπρεσιονιστικά μινιμαλιστικό γλωσσικό κώδικα και έναν κωμικό κόσμο ποίησης και ονείρου, για να επιδοθεί στην αέναη αναζήτηση νοήματος: πρόκειται για την πιο γνωστή θεατρική αλληγορία του εικοστού αιώνα. Bλαντιμίρ ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Eστραγκόν ο Δημήτρης Mπίτος, Πότζο ο Aντώνης Aντωνόπουλος, Λάκυ ο Aινείας Tσαμάτης και φωνή Αγοριού η Λένα Παπαληγούρα. Η Έρι Κύργια υπογράφει τη μετάφραση.
Το εξοργιστικό ζευγάρι
Το έργο τοποθετεί την αρχή του στο βράδυ, καταργώντας την κλασική ενότητα χρόνου. Οι δυο άστεγοι ήρωες είναι παγιδευμένοι στην καθημερινή επανάληψη της αναμονής μιας σκιώδους παρουσίας, που υπό μιαν έννοια τους έχει υποσχεθεί την «αιώνια επιστροφή», τη σωτηρία τους. Χαρακτηριστικοί περιπλανώμενοι αλήτες, έρχονται και ξανάρχονται για να «υπάρξουν» στον ίδιο, άχρονο τόπο της πρώτης και της τελευταίας συνάντησής τους που ούτε καν θυμούνται και που προτίθενται να μην θυμηθούν, χωρίς να προσδιορίζεται ποια κατά σειράν «φορά» είναι αυτή του χρόνου της παράστασης. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας, «κρατώντας δυνάμεις» ανά πάσαν στιγμή, σε μια θαυμαστή οικονομία ενέργειας, ενώ ο Δημήτρης Μπίτος κυριολεκτικά γεμίζει τη σκηνή με την έντονη παρουσία του και το απαξιωτικό του βλέμμα: το ιδανικό ζεύγος ερμηνευτών.
Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας, «κρατώντας δυνάμεις» ανά πάσαν στιγμή, σε μια θαυμαστή οικονομία ενέργειας, ενώ ο Δημήτρης Μπίτος κυριολεκτικά γεμίζει τη σκηνή με την έντονη παρουσία του και το απαξιωτικό του βλέμμα: το ιδανικό ζεύγος ερμηνευτών.
Στο Περιμένοντας τον Γκοντό η πράξη έχει υποκατασταθεί από τα λόγια και υπάρχει απλώς η «πρόθεση πράξεως». Το όνομα του αναμενόμενου συνιστά μιαν α-νόητη λέξη, πρόσφορη σε προσωπικές νοηματοδοτήσεις. Είναι μια λέξη α-νόητη και ακριβώς γι’ αυτό μπορεί να τη φορτίσει καθένας με το νόημα που αντέχει. Τα πρόσωπα του έργου είναι περίεργα γιατί ακριβώς φέρουν το ενδυματολογικό περίβλημα του άστεγου για να υποδυθούν (με δυσκολία και υποσκάπτοντάς τους, γιατί οι μπότες τους χτυπάνε στον κάλο) τους ρόλους των αστών. Η ανάδειξη της «αθέατης» πλευράς της πραγματικότητας, μιας μεταφυσικής του θεάτρου που αναδύεται από το «ελάχιστο», αυτός είναι ο πρώτος θεματολογικός άξονας του έργου. Η συγκεκριμένη σκηνοθεσία τον υπηρετεί επάξια, στον βαθμό στον οποίον ο θεατής νιώθει ολοκληρωμένη απελπισία, υψηλό συναίσθημα ευθύνης, καυστικό σχόλιο στη «δηθενιά». Όμως δεν αποφεύγει, η ίδια, κάποιον καθωσπρεπισμό, αφενός λόγω του ύφους απεύθυνσής της, κι αφετέρου λόγω της κάπως «στημένης» μετάφρασης, που περιλαμβάνει συνεχείς αγγλισμούς και γαλλισμούς, που μάλλον σχολιάζουν εξυπναδίστικα παρά αναδεικνύουν το κείμενο του Μπέκετ.
Το ανθρωπινότερο ζευγάρι
Επανάληψη ήδη γνωστών πραγμάτων, εμπειριών του ασαφούς παρελθόντος που βυθίζονται στη λησμονιά (επαναληπτικές λέξεις όπως: «revoilà», «revoir», «de même»). Οι δυο αντιήρωες γνωρίζονται «από πάντα» και τα αντικείμενα ολόγυρά τους έχουν μια συμβολική διάσταση που οι ίδιοι φαίνεται να γνωρίζουν: π.χ. το καπέλο είναι εγκεφαλικός υπαινιγμός. Ιδιοσυγκρασιακά επίσης διαφέρουν: ο ένας είναι παρορμητικός και αιματώδης, ενώ ο άλλος φλεγματικός και σκεπτικιστής, πράγμα που σκοπίμως εδραιώνει μιαν οριζόντια απόσταση μεταξύ τους. Ο μη-διάλογος διατρανώνει την άρνηση της δράσης, τόσο σκηνικής όσο και ευρύτερης και διανοίγει την αισθητική μιας σκηνικής φάρσας, ενώ το μη-ντεκόρ και οι άσκοπες κινήσεις, η χορευτικότητα της ακινησίας και η αδιάλειπτη ανάγκη ύπνου φέρνουν το έργο στους αντίποδες κάθε αισιόδοξης προοπτικής. Έτσι κι αλλιώς η πρώτη φράση υπηρετεί, όχι το παράλογο, αλλά το παράδοξο: «rien à faire».
Ενώ ο Αινείας Τσαμάτης αποδεικνύει, για μιαν ακόμη φορά, το μεγάλο ταλέντο του, ιδιαίτερα στη συγκλονιστική αυτήν τιράντα, δυστυχώς ο Αντώνης Αντωνόπουλος αποτελεί το τρωτό σημείο της διανομής: ανεπαρκής στον ρόλο του Πότζο, ελάχιστα «κλοουνέσκ», με μέτρια εκφορά λόγου και λάθος παύσεις, υποβιβάζει τη συνολική εικόνα της παράστασης.
Το «συμμετρικό» ζεύγος Πότζο και Λάκυ που ολοκληρώνει τη δραματουργική σύνθεση του έργου κατ’ ουσίαν συνιστά και τον παράγοντα αντίστιξης στο συμβιωτικό μοντέλο Βλαντιμίρ και Εστραγκόν: τον παράγοντα που «ρίχνει στον κόσμο» την ανθρώπινη σχέση, αναπαράγοντας τις εξουσιαστικές και κανιβαλικές της δομές. Το δεύτερο ζεύγος αποτελείται από έναν άξεστο, ακαλλιέργητο αφέντη και έναν υποτακτικό δούλο που δεν διαμαρτύρεται για τα βασανιστήρια που περνά και δέχεται το ύψιστο μαρτύριο: να στοχαστεί. Τότε ο Λάκυ απαγγέλλει απνευστί ένα απίστευτο ορυμαγδό λέξεων, που, με πολύ χαλαρό ειρμό, αποδίδει τον παράλογο χαρακτήρα της σχέσης του με το αφεντικό και σαρκάζει τους διανοούμενους που ενσωματώνονται και υπηρετούν τη διαιώνιση της φλύαρης πνευματικότητας της καθεστηκυίας τάξης. Ενώ ο Αινείας Τσαμάτης αποδεικνύει, για μιαν ακόμη φορά, το μεγάλο ταλέντο του, ιδιαίτερα στη συγκλονιστική αυτήν τιράντα, δυστυχώς ο Αντώνης Αντωνόπουλος αποτελεί το τρωτό σημείο της διανομής: ανεπαρκής στον ρόλο του Πότζο, ελάχιστα «κλοουνέσκ», με μέτρια εκφορά λόγου και λάθος παύσεις, υποβιβάζει τη συνολική εικόνα της παράστασης.
Προβληματισμός «εκτός» και «εντός κόσμου» και αισθητικό γεγονός στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη
Βαθιά πολιτικός, ο «Γκοντό» του μεγάλου ιρλανδού δραματουργού επαγγέλλεται εμμέσως έναν κόσμο χωρίς επικίνδυνους μεσσιανισμούς, έναν κόσμο δράσης, όπου το υποκείμενο θα αντλεί υπαρξιακή αξία από τη συμμετοχή του στη διαμόρφωση της πραγματικότητας. Η λήθη, η αναπηρία του Πότζο στη β' πράξη, η συνεχής μετάθεση στο «αύριο» της πολυαναμενόμενης άφιξης του κ. Γκοντό, όλα μεταθέτουν την ευθύνη στη συνείδηση του θεατή. Η υπαρξιακή διάσταση του μπεκετικού προβληματισμού (υπάρχει ή δεν υπάρχει τελικά ο Γκοντό;) είναι ο δεύτερος θεματολογικός άξονας του έργου αυτού, που δίνει ένα νέον ορισμό στην έννοια του τραγικού για ένα κόσμο χωρίς Θεό και χωρίς ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις.
Η υψηλή αισθητική είναι το κύριο πρόσημο της συγκεκριμένης σκηνοθεσίας.
Ο συνεργάτης του Bob Wilson Scott Bolman φωτίζει από όλες τις πλευρές το εκπληκτικό «ξεριζωμένο» δέντρο της σκηνογραφίας που υλοποίησε η Εύα Μανιδάκη για να οριοθετήσει τον «κενό τόπο» της συνάντησης των δύο κλοσάρ Ντιντί και Γκογκό και της αναμονής του Γκοντό, αυτής της φαντασιωσικής φιγούρας που συνθέτει την ιδιότητα του Θεού (God) με αυτήν του κλόουν (pierrot) και αποτελεί τον λόγο ύπαρξης της σχέσης των δύο κεντρικών ηρώων. Το «θραυσμένο» έδαφος απ’ όπου έχει απογειωθεί η ρίζα του δέντρου είναι θαυμάσιο «αλωνάκι» για να εκτυλιχθεί το συγκεκριμένο έργο. Η μουσική και το λεκτικό σχόλιο της Μόνικα, επίσης συνθέτουν ένα ηχητικό τοπίο «βυθίσματος», γεμάτο μεταφυσικό παραξένισμα και ειρωνεία. Η υψηλή αισθητική, λοιπόν, είναι το κύριο πρόσημο της συγκεκριμένης σκηνοθεσίας.
Η Νατάσα Τριφύλλη σκηνοθέτησε την «Aντιγόνη» του Σοφοκλή στο Mουσείο Mπενάκη, το 2013, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Aθηνών, σε μουσική της Μόνικα, παράσταση που πήγε στο Παρίσι και παρουσιάστηκε στον κεντρικό χώρο της UNESCO. Tον Aπρίλιο του 2015 στο Yπόγειο του Θεάτρου Tέχνης σκηνοθέτησε τους «Aδελφούς Kαραμαζώφ» του Nτοστογιέφσκυ, σε πρωτότυπη διασκευή Διονύση Kαψάλη και πρωτότυπη μουσική Mόνικα. Φέτος κλείνει μια προβληματική τριλογίας με το «Περιμένοντας τον Γκοντό»: μετάφραση Έρι Kύργια, μουσική Mόνικα, σκηνογραφία Eύα Mανιδάκη, κοστούμια Iωάννα Tσάμη, φωτισμοί Scott Bolman (βοηθός του Bob Wilson), δραματολόγος Δήμητρα Γκούγκλια, βοηθός σκηνοθέτη Bασιλική Σουρή, βοηθός σκηνογράφου Φιλάνθη Mπουγάτσου, οργάνωση παραγωγής Mανόλης Σάρδης.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.