Για την παράσταση χορού του Jan Martens The dog days are over, η οποία παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Του Νίκου Ξένιου
Με την παράσταση The dog days are over ο Bέλγος χορογράφος Jan Martens αποκαλύπτει τις προσωπικότητες που κρύβονται πίσω από τους χορευτές του, παρατάσσοντας οκτώ διαφορετικούς σωματότυπους (τρεις άντρες και πέντε γυναίκες) μετωπικά και υποβάλλοντάς τους σε ένα αυστηρό ρυθμικό μοτίβο.
Ποιος είναι ο ρόλος που διαδραματίζει ο χορός μέσα στον χώρο; Τι καταλαβαίνει το κοινό και σε ποιον βαθμό συμμετέχει σ’ ένα χορευτικό δρώμενο; Υπάρχει όριο ανάμεσα στην Τέχνη και την ψυχαγωγία; Είναι τα ερωτήματα που φαίνεται να θέτει η εξαντλητική αυτή άσκηση πειθαρχίας που εντυπωσίασε το κοινό, στην αίθουσα Η της Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Κεντρικό μοτίβο και παραλλαγές
Πειθαρχία και ομοιομορφία, ρυθμός χωρίς μουσική υπόκρουση, αίσθηση ότι ο χορευτής είναι ο ίδιος ένα κρουστό σε ένα σύνολο κρουστών απόλυτα συγχρονισμένων, που όμως εντάσσονται, αίφνης, με λυρικό τρόπο σε ένα ιντερλούδιο αντιστικτικής μουσικής υπόκρουσης με κλασική κιθάρα, ενώ τα φώτα χαμηλώνουν.
Ντυμένοι με ρούχα δρομέων και συμπληρώνοντας την αμφίεσή τους με ανάλογα παπούτσια, οι ερμηνευτές του Martens επιτέλεσαν ένα γιγάντιο workout αναπνευστικής και μυϊκής αντοχής, εκτελώντας ένα κεντρικό θέμα μετωπικών, ανεξάντλητων μικρών αλμάτων για εβδομήντα ολόκληρα λεπτά. Πειθαρχία και ομοιομορφία, ρυθμός χωρίς μουσική υπόκρουση, αίσθηση ότι ο χορευτής είναι ο ίδιος ένα κρουστό σε ένα σύνολο κρουστών απόλυτα συγχρονισμένων, που όμως εντάσσονται, αίφνης, με λυρικό τρόπο σε ένα ιντερλούδιο αντιστικτικής μουσικής υπόκρουσης με κλασική κιθάρα, ενώ τα φώτα χαμηλώνουν. Εδώ η φαντασία του θεατή συμπληρώνει τις κινήσεις μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, όπου επικρατεί η μουσική. «Ωδή στην προσπάθεια» ονόμασε ο Martens το δικό του σόλο επί σκηνής, όταν είχε πρωτοεμφανιστεί για να σχολιάσει τη δημιουργία του. Ακολουθούσε η δουλειά των έξι χορευτών του σχήματος Conny Janssen Danst, όπου ο μόχθος έφτανε σε επίπεδο εξόντωσης.
Δεν είναι, όμως, μόνο η σκληρή εργασία που έχει γίνει στα πλαίσια της ομάδας. Στην παράσταση αυτήν έχουμε πρόθεση αποκάλυψης της ελλειπτικότητας του θεατή. Η εντύπωση του σαρκασμού γεννιέται με διάφορα «ψευτοτελειώματα» δήθεν ολοκλήρωσης της χορογραφίας, όπου η ακινησία προϊδεάζει για ένα τέλος και τα φώτα χαμηλώνουν και πάλι, αλλ’ αυτόματα οι χορευτές επανέρχονται, σαν εθισμένοι, στο αρχικό ρυθμικό τους μοτίβο, το οποίο συχνά επιταχύνουν κιόλας, δίνοντας παραγγέλματα και υποβάλλοντας με κραυγές μια συγκεκριμένη, γεωμετρική προσέγγιση της κίνησης στους συγχορευτές τους. Ο ηγετικός ρόλος εναλλάσσεται ανάμεσα στα μέλη της απόλυτα συγχρονισμένης ομάδας, της οποίας η σκληρή δουλειά μηνών ολόκληρων είναι εμφανής.
Διπλασιασμοί και τριπλασιασμοί του ρυθμού, παραλλαγές και εμφάσεις σε υποκρυπτόμενους, υπόγειους ρυθμούς, πείθουν τον θεατή πως η σωματικότητα δεν είναι το κυρίαρχο ζήτημα σε αυτήν τη δημιουργία, αλλά πως κυριαρχεί η δουλειά και η πνευματικότητα. Ο χορογράφος εξερευνά τη δυνατότητα εξισορρόπησης ανάμεσα σε ένα διανοητικό κατασκεύασμα και σε μιαν αφήγηση επίμονης επαναληπτικότητας, χωρίς να καθιερώνει νέα κινησιολογία, αλλ’ επανατοποθετώντας προϋπάρχοντα χορευτικά ιδιώματα σε διαφορετικό πλαίσιο, ώστε η καινοτομία να προκύψει από την αντίθεση και την έκθεση του αδύναμου, ταλαιπωρημένου ανθρώπινου κορμιού. Φαντάζομαι πως θα είχαν προηγηθεί ατελείωτες ώρες μικρών αλμάτων στον ίδιο πάντα ρυθμό, προτού αποτολμηθεί η μικρή, διαφορετική κίνηση «εξόδου» από το μίνιμαλ μοτίβο. Εννοείται πως κάτι τέτοιο ανέδειξε τη μικρή, αυτήν, διαφορετική κίνηση. Καμιά, λοιπόν, προσπάθεια εξωραϊσμού, καμιά ανάγκη τελειότητας εκ μέρους του χορογράφου, σε αντίθεση με την πρόκληση που κάτι τέτοιο θέτει στους ερμηνευτές του
Μια ιδιότυπη απογύμνωση
Μια δυναμική, εξουθενωτική χορογραφία που επί το πλείστον είναι κοινή για τους χορευτές, τόσο υψηλού βαθμού δυσκολίας και αντοχής, που το κοινό βαριανασαίνει μαζί τους.
Μια δυναμική, εξουθενωτική χορογραφία που επί το πλείστον είναι κοινή για τους χορευτές, τόσο υψηλού βαθμού δυσκολίας και αντοχής, που το κοινό βαριανασαίνει μαζί τους: η ιδιοτυπία της είναι πως φτάνει στα άκρα σε ό,τι αφορά την πειθαρχία του χορευτή, αποκαλύπτοντας την υπεροψία του μέσα από την αναζήτηση της τελειότητας, αλλά και την ιδιοτυπία του μέσα από ελαφρές, αδιόρατες διαφοροποιήσεις και ένα περιθώριο κινησιολογικών σφαλμάτων. Το κάθε «ολίσθημα» ενός ερμηνευτή μπορεί, με τη σειρά του, ο θεατής να το εντάξει σε μια δική του, «εσωτερική» ρυθμολογία και, απορροφημένος από αυτήν τη λιτανεία, να φτάσει σε μια κατάσταση trance, όπου ο ολλανδός χορογράφος Jan Martens με χιούμορ θα του προκαλέσει πολύ συγκεκριμένες αντιδράσεις: το βλέμμα κάνει τον θεατή αφενός να συμπάσχει, αφετέρου είναι δέσμιο της περιβολής που φυλακίζει τα μέλη του χορευτή. Είναι χαρακτηριστική η πολυχρωμία της αμφίεσης και η ποπ αισθητική της παράστασης. Πλήρης γυμνότητα δεν υπήρξε στη συγκεκριμένη παράσταση, όμως, κάτω από τα αθλητικά ρούχα, και με τη ματιά του θεατή καρφωμένη στα μέλη τους, οι χορευτές αποκαλύφθηκαν, κατ’ ουσίαν, γυμνοί. Πρόκειται για την πεμπτουσία της απογύμνωσης, όχι στην πορνογραφική, αισθησιακή της εκδοχή, αλλά στην τελειοποίηση του ασθμαίνοντος μηχανισμού τελειότητας στον οποίον πασχίζει να μετατραπεί το ανθρώπινο κορμί.
Ο Jan Martens (γεν. στο Βέλγιο το 1984) σπούδασε στο Τίλμπουργκ, στην ακαδημία χορού Fontys και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Αμβέρσα, το 2006. Συνεργάστηκε με τον Koen De Preter, τους United-C, τον Mor Shani και την Ann Van den Broek. Το 2009 άρχισε τη δική του χορογραφική δουλειά στο Βέλγιο, που πρωτοπαρουσιάστηκε στη Μεγάλη Βρετανία ένα χρόνο μετά, με τον τίτλο: I can ride a horse whilst juggling so marry me και συνεχίστηκε με δύο «ερωτικά ντουέτα», το 2011, που διερευνούσαν τα στερεότυπα στις σχέσεις του ζευγαριού, δουλειά που επεξέτεινε μεταξύ 2012 και 2013. Με το The dog days are over επανέρχεται στην ομαδική δουλειά που είχε εγκαινιάσει με την παράσταση PRETTY PERFECT που είχε κάνει με τους έξι χορευτές της ομάδας Conny Janssen Danst (παραγωγή Dansateliers).
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.