
Για την παράσταση Βέρθερος, του Γκαίτε, σε σκηνοθεσία και διασκευή Αλέξανδρου Διαμαντή, η οποία παρουσιάζεται στο Θέατρο Σημείο.
Του Νίκου Ξένιου
Ο Βέρθερος του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, σε μετάφραση Στέλλας Νικολούδη και διασκευή και σκηνοθεσία Αλέξανδρου Διαμαντή ανεβαίνει μέχρι αύριο στο θέατρο «Σημείο» από μια ομάδα νέων παιδιών με όραμα και ταλέντο.
Την αισθητική ιδέα έδωσε στον νεαρό σκηνοθέτη η σειρά των οκτώ ελαιογραφιών του Ουίλιαμ Χόγκαρθ «Πορεία του Ακόλαστου» (1735), τα μπαρόκ στοιχεία και οι φωτοσκιάσεις των οποίων, σε συνδυασμό με τις μουσικές επιλογές του, προσδίδουν μεταμοντέρνα διάσταση στην παράσταση. Το εικαστικό περιβάλλον του έργου συνέθεσε η Δέσποινα Χαριτωνίδη από μέταλλο, τσιμέντο, ύφασμα και ξύλο στα πλαίσια της εικαστικής εγκατάστασης «Αtopia», ενώ, όπως δηλώνει ο εικαστικός σκηνοθέτης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν ο αέρας (με τον ήχο με τον οποίο το ξίφος «σκίζει» τον αέρα) και το φως.
Η αυτοχειρία ως πράξη ελευθερίας
Το νεανικό, επιστολογραφικό αυτό κείμενο άσκησε μεγάλη επιρροή στη ζωή, τα ήθη και τη μόδα ακόμα της εποχής γιατί πραγματεύεται την απόλυτη έκφραση της ευαισθησίας και της αναζήτησης της ελευθερίας του Εγώ, όταν το παράφορο πάθος συγκρούεται με την κοινωνική σύμβαση.
Η διεκδίκηση της ελευθερίας από τον παθιασμένο, παρορμητικό, ποιητικό Βέρθερο (που με χαμόγελο και οικειότητα ερμηνεύει ο Νίκος Λεκάκης) δεν παρίσταται ως ουτοπική: αντιθέτως, η αυτοκτονία του σχεδόν αυτόματα ταυτίζεται στη συνείδηση του θεατή με την ηθική ελευθερία. Τα Πάθη του Νεαρού Βέρθερου (Die Leiden des jungen Werthers) γράφτηκαν σε μικρό χρονικό διάστημα το 1774 και στάθηκαν εναρκτήριο κείμενο του κινήματος Sturm und Drang (Θύελλα και Ορμή), προκατόχου του Ρομαντισμού, εφόσον τα κύρια γνωρίσματά του βρίσκονται εδώ εν τη γενέσει τους. Το νεανικό, επιστολογραφικό αυτό κείμενο άσκησε μεγάλη επιρροή στη ζωή, τα ήθη και τη μόδα ακόμα της εποχής γιατί πραγματεύεται την απόλυτη έκφραση της ευαισθησίας και της αναζήτησης της ελευθερίας του Εγώ, όταν το παράφορο πάθος συγκρούεται με την κοινωνική σύμβαση. Το ιδεολογικό πλαίσιο του έργου συνέβαλε, μαζί με τα κείμενα του Ρουσσώ και του Λέσσινγκ, στην ιδεολογική πλαισίωση της Γαλλικής Επανάστασης.
Ένας μελαγχολικός νέος, όπως οι σημερινοί
Η αίσθηση ανίας (spleen) και η «δυσανεξία απέναντι στη ζωή» (taedium vitae, mal de vivre) ωθούν τον νεαρό Βέρθερο να θραύσει τα δεσμά της αστικής του καταγωγής, προβαίνοντας σε μιαν επαναστατική ενέργεια. Πρόκειται (όπως υποστήριξε ο Λούκατς) για αστικό επαναστατικό ανθρωπισμό που υποστηρίζει την πλήρη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας. Η Λότε (σε ελεγχόμενη, ώριμη ερμηνεία της Χρυσούλας Παπά) είναι μια αστή που νιώθει την ανάγκη να παντρευτεί έναν επιτυχημένο άνδρα της τάξης της. Η συζήτηση ανάμεσα στον Άλμπερτ και τον Βέρθερο αποτυπώνει δύο διαφορετικές στάσεις απέναντι στο ζήτημα της αυτοκτονίας: ο Άλμπερτ βρίσκει αποκρουστική την ιδέα και την αποδίδει στη φύση του «αδύναμου» ανθρώπου, ενώ ο Βέρθερος κρίνει πως μια ενέργεια κρίνεται από τον βαθμό στον οποίον ο αυτόχειρας είναι σε θέση να πλησιάζει την πραγματική φύση της απόπειράς του. Η ματαίωση του έρωτά του οδηγεί τον Βέρθερο στην ελεύθερη έξοδο από τη ζωή (Freitod) και αυτή η αυτοχειρία παρουσιάζεται, από τον Γκαίτε, ως μέρος ενός ανώτερου σχεδίου, που θα υπηρετεί, στο εξής, τη χειραφέτηση του ανθρώπινου πνεύματος, ως «εκρηκτικός μηχανισμός» έκλυσης των ιδεωδών ενός ακραίου ιδεαλισμού. Ως αποστασιοποίηση από τον άμεσο κόσμο των αισθήσεων, η αυτοχειρία του κεντρικού ήρωα είναι ενδεικτική της άποψης του Γκαίτε για τη φύση της πραγματικής γνώσης. Η προσωπική αντίληψη του ανθρώπου για την πραγματικότητα υπερβαίνει τα δεδομένα των αισθήσεων και η Φύση αποκαλύπτεται, έτσι, ως Ανώτερη Οντότητα.
Αργοί ρυθμοί και επιταχύνσεις
Κίνηση, είσοδοι στη σκηνή και τέσσερεις διαφορετικές έξοδοι με τους συνδυασμούς τους, όλα αυτά αξιοποιήθηκαν στο έπακρο, ώστε να «χορογραφηθεί» το έργο και να αναπνεύσει σε μια σύγχρονη προσέγγιση. Η χορογραφία της Ειρήνης Κυρμιζάκη πιστή στην εποχή, χωρίς ιδιαίτερα να υπηρετεί την κεντρική σύλληψη της παράστασης, που λίγο ως πολύ στρέφει «τα μέσα έξω», σε μια προσπάθεια ειλικρινούς εκμυστήρευσης ενός νέου ανθρώπου που επαναστατεί στον δέκατο όγδοο αιώνα και απευθύνεται στους νέους ανθρώπους του εικοστού πρώτου. Μια γενική παρατήρηση είναι πως ο ρυθμός της παράστασης ήταν κάπως αργός, σαν να προσπαθούσε να υποτάξει τη «φυσική» εκφορά του λόγου σε διάκενα σιωπής, έξωθεν επιβεβλημένα. Ωστόσο (ίσως και γιατί ξέφυγαν από την αυστηρή αυτήν σκηνοθετική άποψη, προτάσσοντας τη φυσικότητα ως δικό τους ρυθμό και καθιερώνοντας ένα παράλληλο, «εντός έργου» ερμηνευτικό ζεύγος) κατόρθωσαν και ξεχώρισαν, με τη φρεσκάδα και την αμεσότητα της παρουσίας τους, ο Νίκος Λεκάκης και η Ναταλία Σουίφτ. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί πλαισίωσαν επάξια το δύσκολο αυτό έργο, με ελάχιστες στιγμές αμηχανίας, που δικαιολογούνται και από το νεαρόν της ηλικίας τους. Ομοίως, ο αυστηρός -και αρκετά κλασικιστής για την ηλικία του (είναι μόλις είκοσι δύο χρόνων)- Αλέξανδρος Διαμαντής αντιμετώπισε το κείμενο με σκεπτικισμό και ο εκλεκτικισμός του προδόθηκε κατά σημεία από την «καθημερινότητα» της ομιλίας κάποιων ηθοποιών του. Ο ταλαντούχος κύριος Διαμαντής είναι απόφοιτος του Πειραματικού Σχολείου Πανεπιστημίου Αθηνών και τελειόφοιτος της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, στο τμήμα Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης. Έχει επιμεληθεί εννέα εικαστικών εκθέσεων από το 2012 έως το 2015 (ενδεικτικά: «You Are Here, We Are… Where?» 2012, «Ullysseeing» 2014, «Μετοίκησις» 2015 κ.α.). Ο «Βέρθερος» είναι η πρώτη του δουλειά στο θέατρο.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.