
Για τη θεατρική παράσταση Γκιακ, βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου, σε σκηνοθεσία Θανάση Δόβρη, η οποία παρουσιάζεται στο Skrow Theater.
Του Νίκου Ξένιου
Μια παράσταση υψηλών αξιώσεων, τη σκηνική διασκευή εννέα διηγημάτων από την ομώνυμη συλλογή Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου μπορεί κανείς να απολαύσει μέχρι τις 28 Ιουνίου σε σκηνοθεσία Θανάση Δόβρη στο Skrow Theater, στο Παγκράτι.
Η γλώσσα της παράστασης είναι η ντοπιολαλιά των Αρβανιτών της Μαλεσίνας Λοκρίδας, ενώ το κείμενο συνθέτει αιματηρές αφηγήσεις βετεράνων της μικρασιατικής καταστροφής και του μεταπολεμικού τραύματος που αυτές κομίζουν. Μια no man’s land σχηματοποιείται επί σκηνής, αναπλάθοντας την κοκκινόχρωμη έκταση χυμένου αίματος του βιβλίου και τη νηπιακή ηθική κατάσταση μιας κοινωνίας που, αρκούμενη στο ορμέμφυτο και στο εθιμικό δίκαιο, έχει προσλάβει τον αιμομείκτη, τον βιαστή γυναικών και τον σφαγέα στις τάξεις των πολιτών της. Η ανάγνωση του Θανάση Δόβρη -εμφανής επί σκηνής- και η σοβαρότατη, πειραματική συνεργασία του με τέσσερεις εξαιρετικούς ηθοποιούς καθιστούν το εγχείρημα καίριο, παρά το γεγονός ότι η εμφάνιση του βιβλίου είναι νωπή.
Κρανίου τόπος
Το σκοτεινό σκηνικό της Εύας Γουλάκου με μια κονίστρα γεμάτη κόκκαλα, μηρούς, βγαλμένα δόντια και φρύγανα, αλλά και κάποια αγριολούλουδα που μόλις σκάνε μύτη, ένας προθάλαμος Καθαρτηρίου, επιτρέπει στις ψυχές των ανθρώπων που μιλούν να ξεδιπλώσουν όσα αγάπησαν, αλλά και όσα σκότωσαν.
Μια κοινωνία πεινασμένη και ταλαιπωρημένη, με ευτελές αξιακό σύστημα πολωμένο σε εμμονές ανδρισμού και τιμής, η κοινωνία του «Γκιακ» αναπολεί τις πρωτόγνωρες γεύσεις της στέρησης και τις ανάγει σε ποιητικότητα: «Άμα είχε καμιά συκιά αδέσποτη, τη γυρνούσαμε γύρω-γύρω όλο το καλοκαίρι πότε θα γινώσουνε τα σύκα να πάμε να κόψουμε πρώτοι». Το σκοτεινό σκηνικό της Εύας Γουλάκου με μια κονίστρα γεμάτη κόκκαλα, μηρούς, βγαλμένα δόντια και φρύγανα, αλλά και κάποια αγριολούλουδα που μόλις σκάνε μύτη, ένας προθάλαμος Καθαρτηρίου, επιτρέπει στις ψυχές των ανθρώπων που μιλούν να ξεδιπλώσουν όσα αγάπησαν, αλλά και όσα σκότωσαν. Οι εκπληκτικοί φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου καθιστούν ακόμη πιο ανοίκειες τις φιγούρες των τεσσάρων ηθοποιών, το παραξένισμα μαζί και τη σκηνική τελετή, αναδιατάσσοντας τον σωρό αυτόν από ανθρώπινες αποκομιδές θανάτου και τον σπηλαιώδη χώρο του θεάτρου Skrow: ο φαντασιακός κειμενικός τόπος του Παπαμάρκου ζωντανεύει ως διαδραστικός χώρος θεατή-ηθοποιού, ώστε να ενεργοποιηθεί η κανιβαλική πλευρά αμφοτέρων. Αυτή η διεργασία, στην ευφυή κειμενική διασκευή της Ελένης Τριανταφυλλοπούλου, ακολουθεί διακριτά στάδια:
Σκύβαλα και βόστρυχοι
Πηγαίο κωμικό ταλέντο, ο Στέλιος Ιακωβίδης, στην απόδοσή του «Γκιακ» (=αίμα) αναβαπτίζει το βίωμα της αγριότητας και του εγκλήματος στο συναίσθημα της αδελφικής αγάπης, αναδεικνύει το χρεωστούμενο αίμα, για ένα φόνο που προηγήθηκε του πολέμου, στην ειδυλλιακή του διάσταση: «Τι; Ε, είναι δυνατόν, ρε χαμένε, να πέθανα και να σου μιλάω τώρα δα; Δεν ξέρω γιατί. Έχασα την πίστη μ’ κείθε πέρα. Μπορεί γι’ αυτό. Έκαμα κι είδα πράματα και κατάλαβα ότι οι χειρότεροι δαιμόνοι είναι οι άνθρωποι». Ο στίχος από το ερωτικό τραγούδι «Ντο τ΄α πρες κοτσίδετε» («Θα σου κόψω τα κοτσίδια») διενεργεί την ακύρωση της θηλυκότητας που συνιστά απειλή. Στην ενεργοποίηση της ζωώδους πλευράς της ανθρώπινης ύπαρξης, και με το δεδομένο της αυστηρής μικροκοινωνίας του χωριού, η μόνη αναστολή είναι ο σεβασμός στο συγγενικό αίμα: «Αλλά πάλι σάμπως δεν έκανα κι εγώ; Το μόνο που δεν πείραξα γυναίκα, κι όχι επειδής δεν το σκεφτόμανε, αλλά να, κάθε φορά μου ‘ρχόταν στο μυαλό η αδερφή μ’ και δεν μπόραγα». Αλλιώς, ο άνθρωπος εμφανίζεται τελείως αποκτηνωμένος, σαρκικός και στο ποιόν χοϊκός, χωρίς τα κατηγορήματα του δυτικού Διαφωτισμού, διαπνεόμενος από την ένταση της αιμοσταγούς αυτοδικίας και από τους πολυάριθμους φόβους του, και με χαρακτηριστική αυτοεξιλεωτική διάθεση: «Αυτά που αηδιάζει ο κόσμος δεν τον πειράζει να γίνονται, αρκεί να μην τα βλέπει και να τα κάνει άλλος».
Ο εξολοθρευτής με τη νεκρή ψυχή
Η Εύη Σαουλίδου με μιαν ανάσα αποδίδει φόρο τιμής στη δημώδη παράδοση της γενέθλιας γης στη σύγχρονη «Παραλογή» του Παπαμάρκου, φέρνοντας μπροστά στα μάτια μας μιαν ανθρωπινότερη εκδοχή του Χάροντα, που δέχεται την κατάρα της θνητής γυναίκας.
Ο Γρηγόρης Ποιμενίδης, που προέρχεται από το ΚΘΒΕ, οικειοποιείται μια γλώσσα που προφανώς του είναι ήδη οικεία, ζωντανεύοντας την εξομολόγηση ενός ενδοδιηγητικού αφηγητή και ταυτιζόμενος με την ανάμνηση βίας του αιμοσταγούς ήρωα στον «Νόκερ»: «… Αργύρη, πόσο αίμα αθώων έχεις χύσει παιδάκι μ’; Τότες σα να μ’ ακούμπησε ο Άγιος στον ώμο έγινε μια μπουνάτσα και γυρνάω και του λέω, γι’ αυτό είναι το αίμα, πατέρα για να χύνεται. Σύρε μέσα τώρα κι άσε με να καπνίσω με την ησυχία μου». Εκτός από τον μάρτυρα του μακελάρη Αργύρη, παρένθετος είναι και ο αφηγητής στο «Ήρθε ο καιρός να φεύγουμε»: οι ήρωες υπακούουν σε έναν (αρβανίτικο) κανόντα εκδίκησης και αυτοδικίας, εφόσον το «Γκιακ», εκτός από «το αίμα», σημαίνει συνεκδοχικά και τη βεντέτα.
Όμως, ο κανόνας αυτός δεν ισχύει μόνο για τις τάξεις των θνητών: η Εύη Σαουλίδου με μιαν ανάσα αποδίδει φόρο τιμής στη δημώδη παράδοση της γενέθλιας γης στη σύγχρονη «Παραλογή» του Παπαμάρκου, φέρνοντας μπροστά στα μάτια μας μιαν ανθρωπινότερη εκδοχή του Χάροντα, που δέχεται την κατάρα της θνητής γυναίκας: «Κι όξω από τόπο σίγουρο τους βρει η κακιά η ώρα», και: «έτρεχα δίπλα στη φωτιά, δίπλα στο καντηλέρι, στ’ άγιο το φως να κουρνιαστώ να φάγω το φαί μου. Έπαιρνε ο πάππος το θρονί και κάθονταν κοντά μου κι έλεγε και μουρμούριζε στην ξένη τη λαλιά του για ιστορίες και θάματα που ’ζησε στα μικράτα…»
Λιπόσαρκες φιγούρες βιασμένων
Η έννοια της ανδρικής ομοκοινωνικότητας και η ανθρωπιστική προσέγγιση του διαφορετικού, σε μια περιθωριακή φιγούρα που καθιστά συμπαθές και οικείο το αξιοθρήνητο.
Ο αισθαντικός Σωτήρης Τσακομίδης (εξίσου αυτοϋπονομευόμενο τον είχαμε δει στη «Σαλώμη» του Θέμελη Γλυνάτση) αναμετριέται με την ομοφυλοφιλία του και τις ενοχές που τη συνοδεύουν, στο δυσκολότερο διήγημα της συλλογής: το «Γύαλινο μάτι». Η έννοια της ανδρικής ομοκοινωνικότητας και η ανθρωπιστική προσέγγιση του διαφορετικού, σε μια περιθωριακή φιγούρα που καθιστά συμπαθές και οικείο το αξιοθρήνητο. Η μικροϊστορία, αφήγηση για το συναισθηματικό εκτόπισμα της οδυνηρής μνήμης της βίας, υποβάλλει και το αντίστοιχο ιδίωμα, που εξυφαίνεται εκτός της επίσημης, πολιτιστικά αποδεκτής γλώσσας, ενώ ο Στέλιος Ιακωβίδης, αυτομαστιγούμενος, υπονομεύει τη δραματικότητα της εκμυστήρευσης αυτής. Στο «Ταραραραούρα» αποδίδεται με χιούμορ ο τρόμος της μεταφυσικής παρουσίας: «Ποιο; Τούτο δω στο χέρι; Όχι, δεν είναι μαρτάκι. Μάρτης ακόμα; Αφού έχει περάσει το Πάσχα. Τούτο το ‘χω χρόνια πολλά. Προτού να παντρευτώ. Μου το ‘χε πλέξει η μάνα μ’ φυλαχτό. Είναι δεμένο με γητειές για τα στοιχειά. Μην το γελάς. Τότες ο κόσμος έβλεπε πράγματα, γιατί είχε πίστη. Τώρα, βλέπεις, γινήκαμε όλοι διάολοι. Σκιάξαμε και τα δαιμόνια».
Παραπληρωματικός συγγραφέας του Στρατή Δούκα (Ιστορία ενός αιχμαλώτου) και άξιος διάδοχος του μεταρρεαλισμού του Σωτήρη Δημητρίου, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος (γεν. 1983) έχει εκδώσει δύο μυθιστορήματα φαντασίας, τα Η αδελφότητα του πυριτίου (Αρμός, 1998) και Ο τέταρτος ιππότης (Κέδρος, 2001) και τη συλλογή διηγημάτων Μετα-Ποίηση (Κέδρος, 2012). Στο τέταρτο βιβλίο του, τη συλλογή διηγημάτων Γκιακ, αξιοποιεί την έρευνά του για τη διδακτορική διατριβή που εκπονεί, με θέμα: «Ξένοι στρατιώτες και ντόπιοι στις ελληνιστικές πόλεις της Μ. Ασίας».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.