Σκέψεις για το κείμενο του Αύγουστου Στρίντμπεργκ Προς Δαμασκόν, με αφορμή την παράσταση της Ρούλας Πατεράκη, η οποία παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση μέχρι και τις 22 Μαΐου.
Του Νίκου Ξένιου
Το Προς Δαμασκόν-Post In ferno (1898-1900) του Αύγουστου Στρίντμπεργκ, σε συνδυασμό με κάποια ακόμη κείμενα της «περιόδου της Κόλασης» του συγγραφέα, σκηνοθετεί η Ρούλα Πατεράκη, σε μια παράσταση-μαραθώνιο που ανέβηκε σε πανελλήνια πρώτη χθες, Τετάρτη 11 Μαΐου, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Είναι η καταγραφή της ψυχικής θύελλας που επικρατεί στη ζωή του δημιουργού ώσπου να βρει τη γαλήνη, η αντίκρουση των πειρασμών που μένουν μόνιμα μέσα στο μυαλό του, το βίωμα των ερώτων και η πάλη με τη συνήθεια, η ωριμότητα και ο αναγκαίος αποχωρισμός, η διανοητική περιπέτεια και το υπαρξιακό χάος. Η μετάφραση είναι της Μαργαρίτας Μέλμπεργκ, η μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη και το έξοχο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη. Βοηθός σκηνοθέτη η Δανάη Παπουτσή.
Το alter ego του Στρίντμπεργκ
«Αν το βρεις καλό ανέβασέ το αμέσως. Αν πάλι το βρεις αδιανόητο, εξαφάνισέ το».
«Αν το βρεις καλό ανέβασέ το αμέσως. Αν πάλι το βρεις αδιανόητο, εξαφάνισέ το», έγραψε ο συγγραφέας στον Γκούσταφ αφ Γκέγιερσταμ, θεωρώντας πως το έργο του είχε ολοκληρωθεί με το πρώτο μέρος. Το δεύτερο μέρος το έγραψε τον Ιούλιο του 1898 και αμέσως έστειλε τα τυπωμένα δύο πρώτα μέρη στον Ίψεν, προσφωνώντας τον «Μεγάλο Δάσκαλο». Το τρίτο μέρος το δημοσίευσε τον Απρίλιο του 1904. Έτσι ολοκληρώθηκε η τριλογία που εμπεριέχει τα προηγούμενα και προοιωνίζεται μεταγενέστερα έργα του (π.χ. Σονάτα των Φαντασμάτων), και που πρωτοανέβηκε κατά τα δύο μέρη της στις 19 Νοεμβρίου 1900 στο Dramaten της Στοκχόλμης με πρωταγωνίστρια την τρίτη κατά σειράν σύζυγο του Στρίντμπεργκ σε σκηνοθεσία του Εμίλ Γκράντισον.
Mια μυητική πορεία προς την κατάκτηση της γνώσης του Εαυτού του, και, μέσω αυτής, προς την απέλπιδα κατάκτηση μιας κάποιας αθανασίας.
Ο ασύγγνωστος Άγνωστος, που είναι λάτρης των γυναικών και συνάμα μισογύνης, αποπλανεί την περσόνα της Κυρίας στις ακρώρειες του μυστικισμού και στην υπαρξιακή αναζήτηση. Ο Άγνωστος μισεί τα παιδικά του χρόνια όπως ακριβώς τα απεχθανόταν ο ίδιος ο Στρίντμπεργκ. Αρνείται να παραστεί στην κηδεία του πατέρα του, όπως κι εκείνος. Είναι χαρακτηρισμένος από την αστυνομία ως «πρόσωπο χωρίς σταθερή απασχόληση και αβέβαιο εισόδημα», ένας άντρας που εγκατέλειψε σύζυγο και παιδιά, και ούτω καθεξής, όπως ο ίδιος ο Στρίντμπεργκ. Επιχειρεί, λοιπόν, μια μυητική πορεία προς την κατάκτηση της γνώσης του Εαυτού του, και, μέσω αυτής, προς την απέλπιδα κατάκτηση μιας κάποιας αθανασίας. Ο Άγνωστος πείθεται να διανύσει την αντίστροφη πορεία, από κάποιον που λειτουργεί ως φωνή της συνείδησής του, τον Ζητιάνο, τον οποίο στο πρώτο μέρος είχε συναντήσει τυχαία. Οι ελάσσονες χαρακτήρες, όπως του Καίσαρα και του Ζητιάνου, επίσης παραπέμπουν σε βιώματα του συγγραφέα: «Είμαι ένας ζητιάνος», γράφει ο Στρίντμπεργκ για την εποχή της παραμονής του στο Παρίσι, «που δεν έχει ούτε το δικαίωμα να πάει σ’ ένα Καφέ! Το σκέφτομαι και κοκκινίζω, ντρέπομαι, θυμώνω!». Aγγίζοντας το χέρι του Ζητιάνου, ο ήρωας του Στρίντμπεργκ έχει μια πρόγευση της πραγματικότητας. Ο ήρωας/συγγραφέας επιθυμεί να εξομοιωθεί με τον Θεό, αλλά και τον αρνείται, γιατί είναι παιδί της φύσης και της επιστήμης. Έχει όμως να αντιπαλέψει με την ταραγμένη ψυχή του, φορτισμένη από τη χριστιανική και εβραϊκή διδασκαλία. Πλήρης ενοχών εβραϊκής καταβολής, διανύει την ενοχική του πορεία από την αθεΐα στον καθολικισμό, στην προσήλωση στον Θεό και στην υπαναχώρηση στον ρωμαιοκαθολικισμό, μια διαδρομή που δεν είναι παρά προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του βιώματος της αντικειμενικής πραγματικότητας, όπου ο Εαυτός κερδίζει τον πρωτεύοντα ρόλο, μεταβαίνοντας σ’ ένα ανώτερο επίπεδο ζωής.
Ο μύθος: φιλοσοφική αποπλάνηση και περιπλάνηση
Το Προς Δαμασκόν θεωρείται από πολλούς ως το καλύτερο έργο του Αύγουστου Στρίντμπεργκ: η δραματική του δομή στο πρώτο μέρος επιστρατεύει μια κυκλική, παλινδρομική μορφή του μεσαιωνικού δράματος «σταθμών» (Stationendrama). Ο Άγνωστος, καθ’ οδόν προς το άσυλο, διέρχεται από διάφορους «σταθμούς», τους οποίους επανεπισκέπτεται κατά την επιστροφή του στο σημείο εκκίνησης, δηλαδή τη γωνία του δρόμου. Η περιπλάνηση του Άγνωστου ανάμεσα στη γωνία του δρόμου, το δωμάτιο του ξενοδοχείου, τη θάλασσα και το Κόκκινο Δωμάτιο με την πεθερά του, η μικρή γοτθική εκκλησία και το ταχυδρομείο, το Καφέ απέναντι, οι σκηνές της εξοχής κοντά στον Δούναβη, όλα παραπέμπουν σε βιογραφικές λεπτομέρειες του συγγραφέα.
Θέατρο απόλυτα υποκειμενικής αντίληψης της πραγματικότητας εκ μέρους του ήρωα, που αντικαθιστά την ενότητα της δράσης με την ενότητα της αντίληψης του Εαυτού. Το αποτέλεσμα είναι η στατικότητα στις σκηνές, πολύ χαρακτηριστική της Δραματουργίας του «Εγώ».
Θέατρο απόλυτα υποκειμενικής αντίληψης της πραγματικότητας εκ μέρους του ήρωα, που αντικαθιστά την ενότητα της δράσης με την ενότητα της αντίληψης του Εαυτού. Το αποτέλεσμα είναι η στατικότητα στις σκηνές, πολύ χαρακτηριστική της Δραματουργίας του «Εγώ». Ο συγγραφέας μιμείται την κατατμημένη, αλλά διαπνεόμενη από κάποιαν «εσωτερική» λογική της μορφής του Ονείρου, στα πλαίσια της οποίας τα πάντα μπορούν να συμβούν. Προάγγελος της «συνειδησιακής ροής», ο Στρίντμπεργκ ρευστοποιεί τον Χώρο και τον Χρόνο πάνω στη θεατρική σκηνή, ιδιαίτερα στο Προς Δαμασκόν και στο Ονειρόδραμα. Γεγονότα της πραγματικής ζωής εξυφαίνονται με τη φαντασία, τη μνήμη, το παράλογο και τις νοητικές συλλήψεις, παράγοντας νέες σκηνικές μορφές και χαρακτήρες που δεν είναι επακριβώς «χαρακτήρες» με την πλήρη έννοια του όρου, αλλά θραυσματικές εκφάνσεις της ονειρευόμενης συνείδησής του. Το Προς Δαμασκόν είχε αποφασιστική επιρροή στο μοντέρνο δράμα, στον γερμανικό εξπρεσιονισμό, ενώ σε σημεία παραπέμπει στον «Φάουστ» του Γκαίτε. Από τα τελευταία έργα του Στρίντμπεργκ καταλαβαίνει κανείς πως ο συγγραφέας είχε υποστεί τόσο βαθειά ηθική και πνευματική κρίση που τα πράγματα τα εγκόσμια είχαν αρχίσει να τον απωθούν. Οι αναζητήσεις του ήταν πλέον μεταφυσικές, παρά το γεγονός ότι δεν προσηλώθηκε σε κάποια συγκεκριμένη θρησκεία ούτε ασπάστηκε τίποτε πέραν της πνευματικής του ανησυχίας.
Οι σκηνές εκτυλίσσονται σε αυστηρά καθορισμένη σειρά, για να οδηγήσουν στην κεντρική εικόνα του Ασύλου, απ’ όπου θα αρχίσει η αντίστροφη πορεία του δεύτερου μέρους του δράματος, για να εξεικονιστεί η αιώνια ανακύκληση των γεγονότων της ζωής.
Στο πρώτο μέρος η Κυρία αφήνει άντρα και σπίτι για να μετατραπεί στην τέλεια Γυναίκα, εύπλαστη όπως η πρωτόπλαστη Εύα. Ο απαγορευμένος για την Κυρία καρπός είναι το τελευταίο βιβλίο του Άγνωστου, που περιέχει την περιφρόνησή του για το γυναικείο φύλο. Η Μητέρα της την παρακινεί να διαβάσει το βιβλίο του Άγνωστου. Όταν γεύεται αυτήν την αλληγορία του «καρπού της γνώσης», η τρομοκρατημένη Κυρία διαλύει τη σχέση της και διώχνει τον Άγνωστο. Οι σκηνές εκτυλίσσονται σε αυστηρά καθορισμένη σειρά, για να οδηγήσουν στην κεντρική εικόνα του Ασύλου, απ’ όπου θα αρχίσει η αντίστροφη πορεία του δεύτερου μέρους του δράματος, για να εξεικονιστεί η αιώνια ανακύκληση των γεγονότων της ζωής, όπως την καταλάβαινε ο Σέρεν Κίργκεγκωρ. Του αποκαλύπτει ότι βρίσκεται στον δρόμο για τη Δαμασκό και ότι (όπως ο Απόστολος Παύλος) πρέπει να παρακαλέσει για συγχώρηση. Στο δεύτερο μέρος η Κυρία μεταμορφώνεται σε εκδικητική έχιδνα και προσπαθεί, παρά το γεγονός ότι είναι έγκυος στο παιδί του, να τον πληγώσει. Τα πειράματά του για να βγάλει χρυσό είναι αποτυχημένα και το συμπόσιο προς τιμήν της μορφής ενός επιστήμονα θα μετατραπεί σε εφιάλτη. Όταν η κόρη τους γεννιέται, εγκαταλείπει την Κυρία και κατά τη φυγή του συναντά τον Ζητιάνο. Στο τρίτο μέρος ο Άγνωστος συμφιλιώνεται με τη φύση του, οδηγούμενος στην αυτογνωσία και στην εξοικείωση με τον θάνατο. Οδηγείται από τον Εξομολογητή σε δύσβατα μονοπάτια με προσκυνητές, πηγές θειαφιού, παγανιστές και Πειρασμούς. Η Κυρία έχει μεταστραφεί σε όμορφη μέσα στον πόνο της και αποκαλύπτεται στον Άγνωστο υπό το προσωπείο της παρηγορητικής Μητέρας του. Συνεχίζοντας την έρευνά του τελικά παραδίδει τον εαυτό του σε συμβολικό θάνατο, καθώς η τελική είσοδός του στο Μοναστήρι είναι το σύμβολο της εναγώνιας αναζήτησης της γαλήνης.
Βιογραφικά παράλληλα
Παρορμητικός εκ φύσεως, αντιλαμβανόταν τον έρωτα με τρόπο ενστικτώδη και αφελή, χωρίς ποτέ να τον συνδέει με έννοιες όπως συντροφικότητα και γήινους υπολογισμούς. Τον αντιλαμβανόταν σαν κεραυνό που πέφτει με την καταστροφική του ορμή στη ζωή των θνητών σταλμένος από τον Δία.
Το 1901, όταν γράφτηκαν οι σκηνές γάμου του πρώτου και του δεύτερου μέρους, o Στρίντμπεργκ είχε ήδη βιώσει τον πυρετό ενός τρίτου έρωτα (μετά από δύο αποτυχημένους γάμους), που κι αυτός σύντομα έσβησε. Παρορμητικός εκ φύσεως, αντιλαμβανόταν τον έρωτα με τρόπο ενστικτώδη και αφελή, χωρίς ποτέ να τον συνδέει με έννοιες όπως συντροφικότητα και γήινους υπολογισμούς. Τον αντιλαμβανόταν σαν κεραυνό που πέφτει με την καταστροφική του ορμή στη ζωή των θνητών σταλμένος από τον Δία. Γι’ αυτό και ποτέ του δεν προσαρμόστηκε στον έγγαμο βίο. Στην τριλογία εμφανίζεται η πρώτη και διαρκέστερη στον χρόνο σύζυγος του Στρίντμπεργκ, η Σίρι φον Έσσεν, και κυρίως η δεύτερη σύζυγός του, η αυστριακή συγγραφέας Φρίντα Ουλ, και οι δύο συνοψισμένες στο πρόσωπο της Κυρίας. Στις ευτυχισμένες σκηνές γάμου του τρίτου μέρους της τριλογίας οι μελετητές έχουν αναγνωρίσει μνήμες του συγγραφέα από τον τρίτο γάμο, στα πενήντα δύο του, με την εικοσιπεντάχρονη ηθοποιό Χάριετ Μπος, που άντεξε για τρία χρόνια. Το 1892 ο συγγραφέας έφυγε από τη Στοκχόλμη για να ζήσει μποέμικη ζωή στο Βερολίνο, ανάμεσα σε καλλιτέχνες που σύχναζαν στο μικρό ταβερνάκι Zum Schwarzen Ferkel.
Το 1895 εισάγεται οικειοθελώς υπό ιατρική παρακολούθηση στο νοσοκομείο Σεν Λουί, στο Παρίσι, με διαλυμένο το νευρικό του σύστημα. Με χρόνια οικονομικά και ψυχολογικά προβλήματα και συνεχείς κρίσεις νευρικού κλονισμού, πεθαίνει σε ηλικία 63 ετών από καρκίνο του στομάχου.
Γνώρισε τη Φρίντα Ουλ στις αρχές του 1893, και την παντρεύτηκε τον ίδιο Μάιο. Μετά τη μετακόμιση του ζεύγους στο Λονδίνο μαύρα σύννεφα σκίασαν τον γάμο αυτόν. Επειδή η σύζυγός του καθυστέρησε να έρθει στο ραντεβού τους στο σπίτι των πεθερικών του, στο Μόντσε, κοντά στο Σαλτσμπουργκ της Αυστρίας, ο Στρίντμπεργκ αναχώρησε για το Βερολίνο. Τον Μάιο του 1893 γεννιέται η κόρη του Κέρστιν, κι έτσι ο συγγραφέας συνέρχεται για λίγο από μια κατάθλιψη που είχε αρχίσει ήδη από το 1880. Αρχίζει να ονειρεύεται γαλήνη πνεύματος και αναχωρητικό βίο, ίσως και βίο μοναχού, όπως έγραφε χαρακτηριστικά στον προσωπικό του γάλλο φίλο του και μουσικό Λεοπόλ Λίντμανσον. Μάλιστα είχε σκεφτεί την πιθανότητα να ιδρύσει ο ίδιος ένα μοναστήρι στις Αρδέννες, και μάλιστα είχε σκεφτεί σχηματικά και τον κανονισμό, τον ενδυματολογικό κώδικα και το διαιτολόγιο του μοναχού. Η φιλία του με τον Λίτμανσον τον οδηγεί στο Παρίσι, το 1894, όπου τον συνόδευσε και η σύζυγός του, και σύντομα τον παράτησε, μη αντέχοντας το ευμετάβολο του χαρακτήρα του, τη μανία καταδιώξεώς του και τις παραισθήσεις που είχε σε μεγάλη συχνότητα, ιδιαίτερα κατ’ αυτήν την περίοδο, που χαρακτήρισε ο ίδιος ως Inferno (Κόλαση). Το 1895 εισάγεται οικειοθελώς υπό ιατρική παρακολούθηση στο νοσοκομείο Σεν Λουί, στο Παρίσι, με διαλυμένο το νευρικό του σύστημα. Με χρόνια οικονομικά και ψυχολογικά προβλήματα και συνεχείς κρίσεις νευρικού κλονισμού, πεθαίνει σε ηλικία 63 ετών από καρκίνο του στομάχου.
Στο κείμενο της Τριλογίας της Δαμασκού η Ρούλα Πατεράκη έχει κάνει και προσθήκες με αποσπάσματα από το Inferno, μια αυτοβιογραφική εξομολόγηση που έγραψε ο συγγραφέας στο Παρίσι με τη μορφή μυθιστορήματος, τα οποία εκφωνεί η ίδια σε αναλόγιο ως άλλος Στρίντμπεργκ. Οι ηθοποιοί της είναι ασκημένοι σε ένα ιδιότυπο, δικής της εμπνεύσεως κώδικα ερμηνείας, που περιλαμβάνει και ασκήσεις και φάσεις από τις οποίες περνούν οι ίδιοι.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).