
Για την παράσταση Να με θυμάσαι, σε σκηνοθεσία Βάνας Πεφάνη, η οποία παρουσιάστηκε στο θέατρο Underground.
Του Νίκου Ξένιου
Στο θέατρο Underground, δίπλα στο Άστυ (Κοραή) η Βάνα Πεφάνη μάς εξέπληξε πάλι, με τη σκηνική σύλληψη, τη σκηνοθεσία και το κείμενο που συνεισέφερε στην παράσταση Να με θυμάσαι, μια σκηνική σύνθεση έξι κειμένων για έξι διαφορετικούς γυναικείους χαρακτήρες.
Συμμετέχουν, με κείμενά τους, πλην της ίδιας της κας Πεφάνη, η Σοφία Βασιλαντωνάκη, ο Γιάννης Καρκανέβατος, η Ελευθερία Κόμη, η Ελενα Κοσμά και ο Παναγιώτης Μπαρμπαγιάννης. Ερμηνεύουν, αντίστοιχα, η Σοφία Μανωλάκου, η Σιμόνη Γιαννάτου, η Νικολίνα Μουαίμη, η Μαρία Καβουκίδη, η Βάνα Πεφάνη και η Aurore Marion. Παίζει πιάνο και τραγουδά η Έλενα Κοσμά. Βοηθός σκηνοθέτης ο Βασίλης Αφεντούλης, κοστούμια η Άννα Μαχαιριανάκη και μακιγιάζ ο Αχιλλέας Χαρίτος. Μια παράσταση σε συνεργασία της ΓΓΙΦ, του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας και του Πολιτιστικού Σωματείου ΠΕΤΡΑ.
Προσωπικές ιστορίες που άλλαξαν τον κόσμο
Υπάρχουν δυο διαφορετικές «διαδρομές» των θεατών προς τις απομονωμένες αίθουσες των δρωμένων, που αλλάζουν το θεατρικό βίωμα με αλλαγή της σειράς των έξι μονόπρακτων. Η δική μας ομάδα ξεκίνησε, ακολουθώντας την «οδηγό» της, από την ιστορική προσωπικότητα της Καλλιρόης Παρρέν, στην οποία η Σοφία Μανωλάκου προσδίδει συγκίνηση και μυστήριο, παράγοντας μια μάλλον υστερική θεατρική περσόνα. Η αμεσότητα και η έντονη αισθαντικότητα της ηθοποιού διασώζουν το μάλλον αδιάφορο και παραγεμισμένο με πληροφορίες κείμενο της Σοφίας Βασιλαντωνάκη. Η μεταγωγή μας στην επόμενη υπο-αίθουσα μάς αποκάλυψε μιαν εκπληκτικά μακιγιαρισμένη Μαρία Κιουρί, κάτι μεταξύ ιστορικής παρουσίας και φαντάσματος, αποδοσμένη με αρκετή επιτήδευση από τη Σιμόνη Γιαννάτου. Ευτυχώς το πολύ καλό κείμενο του Γιάννη Καρκανέβατου αξιοποίησε την πληθώρα πληροφοριών αναβαθμίζοντας τον ρόλο του συναισθήματος και προσθέτοντας αρκετό μυστήριο στην εκμυστήρευση της τόσο σημαντικής αυτής προσωπικότητας.
Το εξαιρετικό κείμενο της Ελευθερίας Κόμη για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ ερμήνευσε ασθμαίνοντας, με τρόπο κλειστοφοβικό και ξέχειλη από απόγνωση η Νικολίνα Μουαίμη. «Λές ο κόσμος να ‘ταν αλλιώς σήμερα αν ο Σπάρτακος ήταν γυναίκα;»: το απολεσθέν ίνδαλμα μιας επανάστασης που καταπνίγεται στο ξεκίνημά της, η υγρασία του κελιού, το ανυποχώρητο της ερωτικής φύσης έναντι της ιδεολογίας, το πλανώμενο φάσμα του Καρλ Λίμπκνεχτ, όλα υποβλητικότατα.
Προσωπικές ιστορίες που προβλημάτισαν
Το εξαιρετικό κείμενο της Ελευθερίας Κόμη για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ ερμήνευσε ασθμαίνοντας, με τρόπο κλειστοφοβικό και ξέχειλη από απόγνωση η Νικολίνα Μουαίμη. «Λές ο κόσμος να ‘ταν αλλιώς σήμερα αν ο Σπάρτακος ήταν γυναίκα;»: το απολεσθέν ίνδαλμα μιας επανάστασης που καταπνίγεται στο ξεκίνημά της, η υγρασία του κελιού, το ανυποχώρητο της ερωτικής φύσης έναντι της ιδεολογίας, το πλανώμενο φάσμα του Καρλ Λίμπκνεχτ, όλα υποβλητικότατα. Ακολούθησε το αρκετά πρωτότυπο, αντισυμβατικό και κατά τόπους σοκαριστικό κείμενο της (εξαιρετικής τραγουδίστριας) Έλενας Κοσμά για τη συγγραφέα του «Δεύτερου Φύλου» Σιμόν ντε Μπωβουάρ. Η Μαρία Καβουκίδη καθιέρωσε ένα νέο θεατρικό τύπο ερμητικής και ρηξικέλευθης, αιρετικής και αντικομφορμίστριας, πάνω απ’ όλα όμως μεθυσμένης συντρόφου του Σαρτρ, που ανακαλεί τις στιγμές της προσωπικής της χειραφέτησης σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, παραπατώντας μεταξύ κηροπηγίων και υποφωτισμένων κλουβιών. Ο βαθμός συμμετοχής του κοινού ποίκιλλε σε αυτήν την παράσταση, καθώς η εγγύτητα με τις έξι ηθοποιούς και το άγγιγμά τους μείωνε την απόκλιση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση και σε καθιστούσε συμμέτοχο στο δρώμενο.
Προσωπικές ιστορίες που απογείωσαν το κοινό
Ακολούθησε η συνένωση των δύο γκρουπ θεατών στον κεντρικό χώρο του Underground, όπου κυριολεκτικά καθηλωθήκαμε από την ερμηνεία της Βάνας Πεφάνη στο ασύλληπτης έμπνευσης και υποδειγματικής δραματουργικής δομής κείμενο του Παναγιώτη Μπαρμπαγιάννη για την Ίντιρα Γκάντι. «Φοβάμαι την συμπόνια. Τη δική μου συμπόνια»: η Ίντιρα προσπαθεί να μην θρηνήσει την απώλεια του πρώτου της γιου, προβάλλοντας τη σκληρή, πετρωμένη μορφή της μάνας εκείνης που υπήρξε γόνος της οικογένειας Νεχρού και που διέταξε την εκτέλεση είκοσι χιλιάδων μουσουλμάνων. «Με το μυαλό μου θα φτιάχνω ψεύτικες εικόνες και κάποια στιγμή θα πιστέψω ότι αφού είσαι παιδί δικό μου, ζεις αφού ζω κι εγώ. Υπάρχεις αφού υπάρχω», παραδέχεται συντετριμμένη πάνω από τη σποδό του γιου της η γυναίκα που τόσο αγαπήθηκε από τον ινδουϊστικό κόσμο και τόσο μισήθηκε από τον ισλαμικό, που κατέληξε διάτρητη από σφαίρες δια χειρός της προσωπικής της φρουράς.
Μια ρευστή κειμενική σύνθεση που αναβαθμίζει τα αρχετυπικά στοιχεία του νερού, της μητρότητας, της γυναικείας σύλληψης του έρωτα, επαγγελλόμενη τη σύνθεση των απροσμέτρητων θηλυκών στοιχείων σε μιαν άρτια, απαλλαγμένη από τους κοινωνικούς ρόλους και τις επιταγές γυναικεία παρουσία στην ανθρώπινη ιστορία.
Και η μοναδική αυτή θεατρική εμπειρία ολοκληρώθηκε με το κείμενο της Βάνας Πεφάνη για τη βιογραφική, τρόπον τινά, παρουσίαση του προσώπου της ηθοποιού Aurore Marion, που συγκέντρωνε όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, παρά το νεαρόν της ηλικίας της και παρά το γεγονός ότι είναι ο μόνος ζων χαρακτήρας. Μια ρευστή κειμενική σύνθεση που αναβαθμίζει τα αρχετυπικά στοιχεία του νερού, της μητρότητας, της γυναικείας σύλληψης του έρωτα, επαγγελλόμενη τη σύνθεση των απροσμέτρητων θηλυκών στοιχείων σε μιαν άρτια, απαλλαγμένη από τους κοινωνικούς ρόλους και τις επιταγές γυναικεία παρουσία στην ανθρώπινη ιστορία.
![]() Η Βάνα Πεφάνη
|
«Με λεν Μαριάνθη κι είμαι από τρελή γενιά»
Η αντίθεση ανάμεσα στους ρόλους σε αυτήν την παράσταση παρουσιάζεται διαλεκτικά ως αντιπρόταση ιστορικής μνήμης. Διαπνέεται από ένα ρομαντισμό μοναδικό και δυσεύρετο στις μέρες μας, με ένα κρυφό μίτο να διατρέχει τις έξι εκμυστηρεύσεις, που περνούσε από την ευαισθησία της κυρίας Πεφάνη και μεταστοιχειωνόταν σε ανοικτά ερωτήματα σχετικά με το «αν πράγματι κάτι έχει κατακτηθεί». Σε κάθε περίπτωση, ουδείς έφυγε από το θέατρο χωρίς να έχει προβληματιστεί βαθύτατα σε σχέση με τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου της γυναίκας σε ένα κόσμο που αλλάζει, μετακινείται, μεταναστεύει, αναμειγνύεται ως προς τις πεποιθήσεις, την κουλτούρα, την κοινωνική τάξη, μετασχηματίζεται σε ένα νέο μόρφωμα, απροσδιόριστης ακόμη σύστασης.
Επτά γυναίκες μαζί ενώνουν τις φωνές τους ως «Μαριάνθη» στο τραγούδι του τέλους, αποκαλύπτοντας την αρμονία στη σύλληψη, την ευφυή επιλογή των έξι συγκεκριμένων προσωπικοτήτων, τον λυρισμό και τη στράτευση σε κάποια ιδεώδη αρκετά παραγνωρισμένα, διανοίγοντας, παράλληλα, στον θεατή ένα σωρό προσωπικούς ορίζοντες προβληματισμού απέναντι σε ένα θέατρο πολλά υποσχόμενο.
Είναι δύσκολο να προκρίνει κανείς γυναικείες φιγούρες που να έχουν διαπρέψει στον χώρο της κουλτούρας, των γραμμάτων, των τεχνών, των επιστημών και της πολιτικής. Αναπόφευκτα αναζητά τις ποιότητες αυτές συμπυκνωμένες στο ολόφρεσκο, ονειροπόλο πρόσωπο μιας διαπολιτισμικών καταβολών νέας κοπέλας, που προέρχεται από τη διακεκαυμένη ζώνη της Αφρικής, έχει ανατραφεί στο φλεγματικό, παγερό Βέλγιο, όμως το μόνο που πραγματικά επιθυμεί είναι να βουτήξει τα πόδια της στη θάλασσα της Μεσογείου. Επτά γυναίκες μαζί ενώνουν τις φωνές τους ως «Μαριάνθη» στο τραγούδι του τέλους, αποκαλύπτοντας την αρμονία στη σύλληψη, την ευφυή επιλογή των έξι συγκεκριμένων προσωπικοτήτων, τον λυρισμό και τη στράτευση σε κάποια ιδεώδη αρκετά παραγνωρισμένα, διανοίγοντας, παράλληλα, στον θεατή ένα σωρό προσωπικούς ορίζοντες προβληματισμού απέναντι σε ένα θέατρο πολλά υποσχόμενο.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.