
Για την παράσταση των Rimini Protokoll Mein Kampf, η οποία παρουσιάζεται στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
Του Νίκου Ξένιου
Η ένταξη του βιβλίου του Χίτλερ Ο Αγών μου στο σχολικό πρόγραμμα της Γερμανίας φέρεται να επιδιώκει την ηθική και πνευματική οχύρωση των εφήβων «από τα κελεύσματα του πολιτικού εξτρεμισμού», ενώ στο Kunstfest της Βαϊμάρης κάνει πρεμιέρα η παράσταση των Rimini Protokoll, Adolf Hitler: Mein Kampf, vol. 1&2 σε σκηνοθεσία Χέλγκαρ Χάουγκ και Ντάνιελ Βέτσελ, με την πεποίθηση ότι μια ανοιχτή και απροκατάληπτη εξερεύνηση του βιβλίου είναι ο καλύτερος τρόπος απομυθοποίησης του συμβολικού, έως και φετιχιστικού του περιεχομένου.
Η έρευνα των Rimini Protokoll είναι και η βάση της σκηνικής αυτής performance εξομολογήσεων, αναλογίου και προβολών που ανεβαίνει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Μια άτονη παράσταση, με πολύ ενδιαφέρον, όμως, και φλέγον θέμα και με ειλικρίνεια στο στήσιμο της όλης προβληματικής.
Ακίνδυνο βιβλιαράκι ή Βίβλος του Φασίστα;
Σκοπός του βιβλίου είναι η περιγραφή του εθνικοσοσιαλισμού και ιδεολογική του βάση είναι ο αντισημιτισμός, ο ρατσισμός και ο παγγερμανισμός. Το πρώτο έτος έκδοσής του Ο Αγών μου πούλησε περίπου 25.000 αντίτυπα.
Ο Χίτλερ το 1924 γράφει το πρώτο, αυτοβιογραφικό μέρος του βιβλίου Ο Αγών μου (Mein Kampf) μαζί με τον κατόπιν γραμματέα του Ρούντολφ Ες στη φυλακή του Λάντσμπεργκ αμ Λεχ, όπου εξέτιε ποινή για εσχάτη προδοσία ως επικεφαλής του αποτυχημένου Πραξικοπήματος της Μπιραρίας (1923). Σκοπός του βιβλίου είναι η περιγραφή του εθνικοσοσιαλισμού και ιδεολογική του βάση είναι ο αντισημιτισμός, ο ρατσισμός και ο παγγερμανισμός. Το πρώτο έτος έκδοσής του Ο Αγών μου πούλησε περίπου 25.000 αντίτυπα, γεγονός που έγινε δεκτό με σκεπτικισμό από τους αντιναζιστικούς κύκλους. Μετά το 1932 έγινε το πρώτο σε πωλήσεις βιβλίο στη ναζιστική Γερμανία μετά τη Βίβλο, φθάνοντας το 1 εκατ. αντίτυπα και μετατρέποντας τον ως τότε φτωχό Χίτλερ σε εκατομμυριούχο.
Η Δημοκρατία σε κίνδυνο
Τα στερεότυπα περί της «καθαρότητας της φυλής» και περί της πανάκειας του επεκτατισμού, με όποια θεωρητική σκευή και αν υποστηρίζονται, η ψυχολογική διάσταση της έννοιας «πατρίδα» (heimat) για τον μέσο Γερμανό και η οικονομική δυσπραγία της Ευρώπης, όλα αυτά δημιουργούν προκαταλήψεις εις βάρος των Γερμανών, ακόμη και αν αυτοί προέρχονται από την προοδευτική, συνήθως, τάξη των καλλιτεχνών. Η δυσανεξία απέναντι στη διαφορετικότητα και το φόβητρο της ισλαμικής τρομοκρατίας και ο κλιμακούμενος φανατισμός κατά των μεταναστών στον ευρωπαϊκό βορρά είναι φαινόμενα που με ταχύτητα επεκτείνονται και στον νότο της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Συναίσθημα ενοχής
Με διαφορετικές καταβολές και ως εκπρόσωποι διαφορετικών τάσεων και απόψεων, οι περφόρμερς αυτοί θέτουν ερωτήματα, απαντούν σε εκκρεμή ζητήματα, δίνουν πληροφορίες με ντοκιμαντερίστικο τρόπο, σαρκάζουν και αυτοσαρκάζονται, με χιούμορ αποκαλύπτουν τις αδυναμίες και τις προσωπικές τους ιστορίες, φιλοδοξώντας να κομίσουν επί σκηνής και τη γνώμη του κοινού.
Παραδόξως η γερμανική ακροδεξιά δεν ανατρέχει καθόλου στις σελίδες του βιβλίου, όπως κάνει η Χρυσή Αυγή. Επίσης, ο μέσος Γερμανός φέρει ανεξίτηλα μέσα του την ντροπή, τον στιγματισμό για τη δειλία και τη μικροαστική επανάπαυση που επέδειξαν οι γονείς του στην περίοδο κατά την οποία συντελούταν το έγκλημα. Σχολιάζοντας το ακροδεξιό κίνημα Pegida, η παράσταση των Rimini Protokoll επιτυγχάνει τη σύγκριση με τα σαθρά επιχειρήματα και τον λαϊκισμό της Χρυσής Αυγής. Οι Rimini Protokoll στηρίζουν την παράστασή τους στην παρουσία περφόρμερ-ειδικών που καταθέτουν την προσωπική τους μαρτυρία: η νομικός Σίμπιλα Φλίγκε, η καθηγήτρια Δικαίου Άννα Γκίλσμπαχ, ο συντηρητής βιβλίων Ματίας Χάγκεμπεκ, ο τυφλός ραδιοφωνικός παραγωγός Κρίστιαν Σπρέμπεργκ, ο τουρκικής καταγωγής ράπερ Βόλκαν Τιρέλι και ο δικηγόρος Άλον Κράους. Με διαφορετικές καταβολές και ως εκπρόσωποι διαφορετικών τάσεων και απόψεων, οι περφόρμερς αυτοί θέτουν ερωτήματα, απαντούν σε εκκρεμή ζητήματα, δίνουν πληροφορίες με ντοκιμαντερίστικο τρόπο, σαρκάζουν και αυτοσαρκάζονται, αποκαλύπτουν τις αδυναμίες και τις προσωπικές τους ιστορίες, φιλοδοξώντας να κομίσουν επί σκηνής και τη γνώμη του κοινού. Το χειροκρότημα στο τέλος ήταν μετριασμένο ως προς την ένταση, όχι τόσο γιατί δεν άρεσε το έργο, όσο γιατί ενδεχομένως το συναίσθημα ενοχής να εμφώλευε στην ψυχή του ακροατηρίου σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.
...και τα ανθρώπινα δικαιώματα;
Εννοείται πως μια έκδοση δεν απειλεί αφ’ εαυτής τη δημοκρατία, εάν η κοινωνία διατηρεί τις ευαισθησίες και την κριτική της ικανότητα. Η συλλογική ανάγκη καταδίκης του ναζισμού ενέχει και τον κίνδυνο της μυθοποίησης του κακογραμμένου αυτού βιβλίου. Ένας εμπεριστατωμένος κριτικός υπομνηματισμός μπορεί, βέβαια, ν’ αποτελέσει ικανό αντίδοτο. Οι δυο σκηνοθέτες της παράστασης, Χέλγκαρ Χάουγκ και Ντάνιελ Βέτσελ διακατέχονταν, όπως είχαν δηλώσει σε συνεντεύξεις τους, από τον φόβο της εμφάνισης Νεοναζί μέσα στο κοινό. Και γενικώς επλανάτο μια αδιόρατη ανησυχία κατά τη διάρκεια της παράστασης: υπήρχε έστω και η παραμικρή πιθανότητα η ανάγνωση του Ο Αγών μου να επισύρει κραυγές δυσαρέσκειας κάποιων αναρχικών ή, αντίθετα, επευφημίες κάποιου φασίστα κάτω στα καθίσματα;
Δυο τρία πράγματα που ξέρω για τον «Άλλον»
Το ζήτημα έρχεται, σήμερα, να επικεντρωθεί στη σύγχιση ανάμεσα στον «θύτη» και στο «θύμα», ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον ενδορατσισμό μιας προηγμένης καπιταλιστικής οικονομίας και μιας προβληματικής αγοράς εργασίας. Επίσης, εστιάζεται στην «θυματοποίηση» κάποιων κατηγοριών πολιτών που διαφέρουν από το φιλοξενούν πολιτισμικό μόρφωμα τόσο ως προς το χρώμα και τα ήθη, όσο και ως προς τον βαθμό πολιτικής τους ωρίμανσης. Το ραπ τραγούδι λίγο πριν από το τέλος αυτό ακριβώς φαίνεται να υπαινίσσεται: πως το αξιακό σύστημα του δυτικού κόσμου χρησιμοποιείται συχνά με τρόπο υποκριτικό. Πως επείγει η ανάγκη επιστροφής στα ιδεώθη του Διαφωτισμού που έχουν σήμερα υποστεί πλήγμα κατά κράτος. Ειδάλλως, πώς να διακρίνει κανείς με απροκατάληπτο μάτι ποιος είναι ο θύτης και ποιος το θύμα;
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.