
Για την παράσταση Μισαλλοδοξία, σε σκηνοθεσία της Ιώς Βουλγαράκη, η οποία παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών μέχρι και τις 31 Ιανουαρίου.
Της Δήμητρας Κονδυλάκη
Είναι πάντα ευλογία να φεύγεις από το θέατρο και να είσαι ευχαριστημένος, πιο ήσυχος και πιο γεμάτος από πριν, δικαιωμένος για το ρίσκο που παίρνεις κάθε φορά –συχνά με απογοητευτικά ή αμφίβολα αποτελέσματα–, να δημιουργήσεις ένα κενό χρόνου στη ζωή σου και να το εκθέσεις στο άγνωστο. Η Ιώ Βουλγαράκη βέβαια έχει ήδη δώσει σημαντικά δείγματα σκηνικής δουλειάς, η ομάδα των συντελεστών είναι πολύ δυνατή και η εποχή που αφορά το έργο, αρχές εικοστού στην Αμερική, ασκεί πάντα γοητεία. Ωστόσο, ποιο το νόημα της μεταγραφής μια ταινίας στη σκηνή; Και τι πιθανότητες επιτυχίας έχει στην περίπτωση ενός μνημειώδους έργου, και μάλιστα βωβού, ριζωμένου στο πηγάδι της συλλογικής μνήμης; Επίσης, τι ενδιαφέρον μπορεί να έχει δραματουργικά το εγχείρημα, τη στιγμή που ένας Μπρεχτ εξελίσσει με το όπλο της διαλεκτικής τα ίδια ακριβώς ακατέργαστα ακόμη εδώ υλικά, «δένοντας» το μελόδραμα με την κοινωνικοπολιτική συνθήκη;
Τι ενδιαφέρον μπορεί να έχει δραματουργικά το εγχείρημα, τη στιγμή που ένας Μπρεχτ εξελίσσει με το όπλο της διαλεκτικής τα ίδια ακριβώς ακατέργαστα ακόμη εδώ υλικά, «δένοντας» το μελόδραμα με την κοινωνικοπολιτική συνθήκη;
Ας ξεκινήσουμε από το στοιχειώδες: Πάντα η μεταγραφή μπορεί να έχει νόημα όταν δεν στοχεύει στην αναπαραγωγή ή την «επικαιροποιημένη» αναβίωση ενός έργου αλλά σε μια αυθεντική νέα δημιουργία που εμπνέεται από το πρωτότυπο για να συνδεθεί μοναδικά με το σήμερα, αισθητικά και ιδεολογικά. Στην προκειμένη περίπτωση, έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι το πρωτότυπο είναι βωβό, κάτι που αξιοποιείται δραστικά στην παράσταση εφόσον οδηγεί τη σκηνοθεσία στην κατεύθυνση της μεγαλύτερης δυνατής λιτότητας, της μεγαλύτερης δυνατής αφαίρεσης, την οποία θέτει και ως μέγα ζητούμενο. Ευτυχώς. Γιατί σ’ ένα αισθητικό περιβάλλον ατέρμονης φλυαρίας και περιττολογίας, είναι το ζητούμενο και για μας.
Πρώτον, λιτότητα στη δραματουργία: Από ένα μεστό σενάριο, η Ιώ Βουλγαράκη καταφέρνει να αποσπάσει τον πυρήνα, κατασκευάζοντας με απλές, μικρές φράσεις ένα δραματικό κείμενο εστιασμένο αποκλειστικά στις δράσεις που κινούν τα νήματα της πλοκής. Και παρόλη την επιγραμματικότητά του (οι υπέρτιτλοι αναλαμβάνουν το ρόλο να μας «πουν» την ιστορία εφόσον τα πρόσωπα σιωπούν), το κείμενο στέκεται ποιητικά γιατί είναι τόσο ανοιχτό ώστε να διαλέγεται δημιουργικά και όχι επεξηγηματικά με τη σκηνική δράση. Θυμίζω τη στιγμή του θανάτου του πατέρα που απλά δηλώνεται με την ανάβαση μιας σκάλας. Στους υπέρτιτλους διαβάζουμε μόνο «Από τον έρωτα στην ορφάνια» ενώ βλέπουμε την εγκαταλειμμένη του κόρη να σφίγγει σφιχτά τα παπούτσια του αναλυόμενη σε λυγμούς. Είναι νομίζω μια σκηνή –και τόσο σπαρακτικά ερμηνευμένη από το υπέροχο υποκριτικό ζευγάρι πατέρα-κόρης– που θα έκανε και τον ίδιο τον Πήτερ Μπρουκ να χαμογελάσει.
Η ανθρωπολογική κατεύθυνση ενός σωματικού, επινοητικού θεάτρου που αξιοποιεί την ενέργεια του Χορού και τη δύναμη της ομάδας στον αντίποδα μιας ψυχολογικής αντιμετώπισης «πρωταγωνιστών» είναι πλήρως αφομοιωμένη.
Δεύτερον, λιτότητα στο χτίσιμο της σκηνοθεσίας: Η ανθρωπολογική κατεύθυνση ενός σωματικού, επινοητικού θεάτρου που αξιοποιεί την ενέργεια του Χορού και τη δύναμη της ομάδας στον αντίποδα μιας ψυχολογικής αντιμετώπισης «πρωταγωνιστών» είναι πλήρως αφομοιωμένη. Τα πρόσωπα βγαίνουν μέσα από τον Χορό που είναι η μήτρα της ιστορίας (με Ι πεζό και κεφαλαίο) και μεταμορφώνονται κάθε φορά ανάλογα με τις ανάγκες της πλοκής. Οι περισσότεροι ηθοποιοί παίζουν πάνω από έναν ρόλους αλλά και οι μουσικοί μπαίνουν λειτουργικά στη δράση ως πρόσωπα του χορού όπου χρειάζεται. Όλα είναι διαφανή, τα πλαϊνά της σκηνής απ’ όπου οι μουσικοί «ρυθμίζουν» τους χρόνους του θεάματος, ανοιχτά. Ο θεατής έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει με ακρίβεια τον τρόπο και τα υλικά της κατασκευής, τις «ραφές» της αναπαράστασης. Κι όμως συνοδεύεται με τέχνη και μαεστρία στον κόσμο της ψευδαίσθησης: από την ταχύτητα με την οποία εναλλάσσονται οι σκηνές και την ανθρώπινη δύναμη που αποπνέουν, από την ομορφιά των σκηνικών εικόνων, από την μουσική (στη υπέροχη σύνθεση του Θοδωρή Αμπαζή) που τις δένει διατηρώντας πάντα αμείωτη την εσωτερική ένταση, και βέβαια από τις ερμηνείες που παντρεύουν το χιούμορ με τη συγκίνηση, το φαρσικό στοιχείο και τα γκαγκς του βωβού με το φλογερό συναίσθημα του μελοδράματος.
Δύο αντικριστές μετακινούμενες κλίμακες δεσπόζουν στο σκηνικό, που οδηγούν από τη ζωή στο θάνατο και τούμπαλιν, από την τιμωρία στην ανάσταση.
Ειδικά θα έπρεπε επίσης να αναφερθεί κανείς στη σκηνογραφία της Άννας Φιόντοροβα που έχει μια πολύτιμη και σπάνια λειτουργικότητα. Δεν υπάρχει τίποτα το διακοσμητικό. Δύο αντικριστές μετακινούμενες κλίμακες δεσπόζουν στο σκηνικό, που οδηγούν από τη ζωή στο θάνατο και τούμπαλιν, από την τιμωρία στην ανάσταση: Σκάλα μεγάρου για την κυρία Τζέκινς και σκάλα προς την άλλη ζωή για τον πατέρα, σκάλα προς το ικρίωμα για το αγόρι της ιστορίας και σκάλα μοναχικού σπιτιού για την γυναίκα δίχως φίλους στις ώρες της ατέλειωτης αναμονής της… Εξίσου εκφραστικά τα κοστούμια που μας ταξιδεύουν στην Αμερική των αρχών του προηγούμενου αιώνα με μια νότα σαρκασμού για τις Μεταρρυθμίστριες που ερμηνεύονται ξεκαρδιστικά από ένα καλοκουρδισμένο υποσύνολο τεσσάρων αντρών (Γιώργος Γάλλος, Δημήτρης Γεωργιάδης, Στέλιος Ιακωβίδης, Σωκράτης Πατσίκας), άλλο τόσο ρομαντισμό για την εγκαταλειμμένη κορασίδα με το μπαλόνι-καρδιά (Δέσποινα Κούρτη), τον εργάτη πατέρα της (Νίκος Χατζόπουλος) και το τίμιο αγόρι που μπλέκει στα δίχτυα του υποκόσμου (Αλέξανδρος Λογοθέτης), αισθητική λαμπερής βαμπ για την αδερφή του μεγαλοβιομήχανου Τζέκινς (Ναταλία Τσαλίκη), παρακμιακού ερωτισμού για την ερωμένη του αφεντικού του υποκόσμου (Εύη Σαουλίδου) και χαρακτηριστικής «ρυπαρότητας» για τους ρόλους των ισχυρών που ερμηνεύει ο Αργύρης Ξάφης.
Απολαυστικά αποδοσμένη, η θεατρική Μισαλλοδοξία, δικαίωσε απόλυτα τη μεταφορά της από την οθόνη στη σκηνή.
Απολαυστικά αποδοσμένη σε παραστατικό επίπεδο, η θεατρική Μισαλλοδοξία δικαίωσε απόλυτα τη μεταφορά της από την οθόνη στη σκηνή. Σε επίπεδο «θέσης» ταυτόχρονα επιβάλλεται να παρατηρήσουμε ότι φαίνεται απλοϊκό να αντιμετωπίσει κανείς τη μισαλλοδοξία ως ένα νομοτελειακό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης. Η μισαλλοδοξία, όπως προκύπτει και από τη συγκεκριμένη ιστορία που διαδραματίζεται σε μια από τις πιο ζωντανές περιόδους του αμερικάνικου εργατικού κινήματος, έχει ταξικά χαρακτηριστικά και σαφέστατα ταξική καταβολή. Καλώς ή κακώς, ο «εμφύλιος διαρκείας» όπως παρουσιάζεται και στο πρόγραμμα της παράστασης «η συνύπαρξη των ανθρώπων στη Γη», δεν είναι αποτέλεσμα ισότιμα αντικρουόμενων συμφερόντων αλλά της αέναης μάχης επικράτησης των λίγων ισχυρών έναντι των πολλών αδύναμων. Ενώ η υπόγεια συμμαχία του πουριτανισμού με τον υπόκοσμο που το έργο περιγράφει χωρίς να καταγγέλλει –εφόσον δεν φτάνει στο σημείο να την ονομάσει και να εξεγερθεί εναντίον της– βρίσκεται σε ευθεία συνάρτηση με τη συντήρηση του καπιταλιστικού συστήματος. Στο τέλος, το αθώο θύμα δικαιώνεται αλλά η δικαίωση γίνεται εις βάρος μιας εξίσου αδικημένης γυναίκας. Τα πραγματικά ζητήματα δεν τίθενται, οι πραγματικές αιτίες εντέλει σκιάζονται πίσω από τη νίκη μιας αγνής αγάπης… Ως προς αυτό βέβαια, δηλαδή την κοινωνική αυτεπίγνωση που προωθεί, ο Μπρεχτ σε σχέση με τον Γκρίφιθ, βρίσκεται εντυπωσιακά μπροστά.
Παρ’ όλα αυτά και παρά τη σχηματικότητα κάθε απόπειρας απόλυτης προβολής του παρελθόντος στο σήμερα, η επιστροφή στις ρίζες, όταν γίνεται με τόση μελέτη και τόσο ταλέντο, βοηθάει πάντα να αντιλαμβανόμαστε την πορεία που έχει διανυθεί και την πρόοδο ή την οπισθοδρόμηση της τωρινής μας θέσης, παίρνοντας απόσταση από τη δίνη του παρόντος.
* Η ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ είναι θεατρολόγος και συγγραφέας.
Info
Διασκευή - Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη
Σκηνικά - Κοστούμια: Άννα Φιόντοροβα
Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής
Κίνηση: Σταυρούλα Σιάμου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βίντεο: Νίκος Πάστρας
Σχεδιασμός μακιγιάζ: Εύη Ζαφειροπούλου
Επιστημονικός συνεργάτης: Νικήτας Σινιόσογλου
Δημοσιογραφική έρευνα: Κυριάκος Αργυρόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Αμαλία Καβάλη
Βοηθός σκηνογράφου: Μαργαρίτα Χατζηιωάννου
Κατασκευή σκηνικού: LAZARIDIS SCENIC STUDIO
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Γιώργος Γάλλος, Δημήτρης Γεωργιάδης, Στέλιος Ιακωβίδης, Δέσποινα Κούρτη, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Αργύρης Ξάφης, Σωκράτης Πατσίκας, Εύη Σαουλίδου, Ναταλία Τσαλίκη, Νίκος Χατζόπουλος
Παίζουν οι μουσικοί: Μαρία Δελή, Θόδωρoς Κοτεπάνος, Φώτης Παπαντωνίου, Δημήτρης Χουντής
Παραγωγή: Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών Ιδρύματος Ωνάση
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο site της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών.