
Ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Γιώργος Στόγιας είδε τέσσερις παραστάσεις για παιδιά που παίζονται αυτό το διάστημα στις αθηναϊκές σκηνές και κράτησε σημειώσεις. Διατυπώνει ενστάσεις, παρατηρεί ελλείμματα αλλά έχει να πει κι ένα μεγάλο «ευχαριστώ».
Του Γιώργου Στόγια
Μεγάλες παραγωγές αλλά λίγη έμπνευση χωρίς καλλιτεχνικές εκπλήξεις
Ο Σιμιγδαλένιος (Εθνικό Θέατρο) Κάτι πήγαινε λάθος στον Σιμιγδαλένιο του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου στο Εθνικό Θέατρο, σε βαθμό τέτοιο που έπνιγε τα καλά στοιχεία του ανεβάσματος. Γιατί και χρήματα πολλά δόθηκαν, και δουλειά σε όλους τους τομείς έπεσε, και οι ηθοποιοί άξιοι ήταν. Υπήρχε όμως μια αβεβαιότητα στη συνολική σκηνοθετική σύλληψη. Από τη μια μεριά διαφάνηκε η διάθεση για μια αξιοπρεπή θεατρική αναπαράσταση του κόσμου ενός παραδοσιακού παραμυθιού, και από την άλλη παρεισέφρεε η ανησυχία των δημιουργών μήπως το θέαμα δεν είναι κατάλληλο για παιδιά, μήπως δηλαδή δεν θα επιτύγχανε να κρατήσει το ενδιαφέρον τους. Αυτή η αμφιθυμική στάση, σε συνδυασμό με πεπαλαιωμένες ιδέες για το παιδικό θέατρο (π.χ. "παιδικουλίστικη" υποκριτική, σαν να πρέπει ο ηθοποιός να κάνει λίγο τον "Καραγκιόζη" σε τόνους, γκριμάτσες, υπερβολή), δημιούργησε ένα αισθητικό αποτέλεσμα που πιστεύω ότι ήταν ελαφρώς δυσάρεστο και κουραστικό, τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ενήλικες θεατές.
Είναι απορίας άξιο το πώς γίνεται από μια τόσο μεγάλη παραγωγή, με εντυπωσιακές προσεγγίσεις, τουλάχιστον στα σκηνικά και τη μουσική, να μένουν ελάχιστες αξιομνημόνευτες σκηνές, με χειρότερη εκείνη την άσχετη που οι έμποροι-απαγωγείς τραγουδούν σε ρυθμό χιπ-χοπ(!), και καλύτερες τη γέννηση του Σιμιγδαλένιου και το ταξίδι της πριγκίπισσας στον ήλιο. Εν κατακλείδι, μια παράσταση που θα μπορούσε να αποτελέσει μια νέα αρχή για την μόνιμα άβολη σχέση του Εθνικού θεάτρου με την παιδική του Σκηνή, αλλά τελικά αστόχησε, όχι ολοσχερώς μεν, απογοητευτικά δε.
Είστε και φαίνεστε (Σύγχρονο Θέατρο) Οι δυο προηγούμενες δουλειές της «Συντεχνία του γέλιου» του Βασίλη Κουκαλάνι (το «Μια γιορτή στου Νουριάν» και το «Τζέλα, Λέλα, Κόρνας και Κλεομένης») ήταν από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις στον χώρο του παιδικού θεάτρου τα τελευταία χρόνια. Επιτέλους, είδαμε μια σύγχρονη προσέγγιση στη θεματολογία (με προοδευτικό πολιτικό χαρακτήρα, δίχως διδακτισμούς), στη σκηνοθεσία (με νευρώδεις ρυθμούς, σκληρό ρεαλισμό και απελευθερωτικό χιούμορ) και την υποκριτική (με μερικά από τα πιο πειστικά πορτραίτα παιδιών που έχω δει στη σκηνή, πολύ πέρα από τις συνήθεις στερεότυπες και καρικατουρίστικες απεικονίσεις). Γιατί όμως φέτος έφυγα «μουδιασμένος» από την παράσταση «Είστε και φαίνεστε», προσπαθώντας μάταια να βγάλω ένα θετικό ισοζύγιο, ανάμεσα στις ακόμα υπαρκτές αρετές της ομάδας (κυρίως στην εντυπωσιακή κινησιολογία και το τραγούδι) από τη μια μεριά, και την προϊούσα, όσο περνούσε η ώρα, αίσθηση ότι παρακολουθούσα κάτι που όχι μόνο ήταν πολιτικά και παιδαγωγικά συγκεχυμένο και προβληματικό (αυτό θα μπορούσα, έως ένα σημείο, να το παραβλέψω) αλλά και αισθητικά, τουλάχιστον, ημιτελές;
Σαν να έπεσε λιγότερη δουλειά, κάτι που φαίνεται ακόμα και στο φτωχό και ασταθές σκηνικό αλλά και στα τραγούδια του Φοίβου Δεληβοριά, που (...) φέτος ακολούθησαν τη γενικότερη έλλειψη έμπνευσης,(...).
Αν τα δύο άλλα κείμενα του Γερμανού συγγραφέα Φόλκερ Λούντβιγκ που πρωτοπαίχτηκαν τη δεκαετία του εβδομήντα είχαν γίνει επίκαιρα μέσω της διασκευής του Κουκαλάνι, στο «Είστε και φαίνεστε» ο χρόνος που έχει περάσει φαίνεται στο έργο, τόσο σε πραγματολογικό επίπεδο σε σχέση με την σχολική ζωή και το εκπαιδευτικό σύστημα, όσο και σε ιδεολογικό. Ο συμφυρμός ετερόκλητων στοιχείων, από το Another brick in the wall μέχρι τον λαζοπούλειο φιλονεϊσμό και την κριτική παιδαγωγική του Φρέιρε, μπορεί να ταιριάζει θαυμάσια με την επικρατούσα σήμερα, τόσο στους κυβερνώντες όσο και σε εκπαιδευτικούς κύκλους, διανοητική ατμόσφαιρα, δεν είναι όμως διόλου διαφωτιστική ή ανατρεπτική (η μανιχαϊστική απαξίωση της παραδοσιακής μαθησιακής λειτουργίας του σχολείου, με τη λογική ότι τίποτα αξιόλογο ή ενδιαφέρον δεν μπορεί να διδαχθεί μέσω αυτής, διαστρέφει την χειραφετητική ουσία της κριτικής παιδαγωγικής, και μπορεί να γίνει μια θαυμάσια δικαιολογία για να την ελαχιστοποίηση της προσπάθειας. Η επίκαιρη λογική της απαξίωσης της αριστείας και της νομιμοποίησης των καταλήψεων δεν απέχει πολύ). Αντίθετα, βρίσκεται πολύ μακριά από τις πραγματικές ανάγκες και ανησυχίες των σημερινών παιδιών, αλλά και των ενηλίκων εκείνων, που, ως γονείς και εκπαιδευτικοί, αγωνίζονται για τη σχολική τους πρόοδο και τη μελλοντική τους ευημερία. Το μεγάλο πρόβλημα όμως της παραγωγής δεν είναι το ιδεολογικό, είναι η απουσία ενδελεχούς θεατρικής υποστήριξης του όποιου οράματος. Παρά τις κάποιες δυνατές στιγμές, ειδικά στο πρώτο μέρος, η ένστασή μου έχει να κάνει με την αίσθηση μιας διαφαινόμενης δημιουργικής κόπωσης, μιας απουσίας ενδιαφέροντος για τη λεπτομέρεια, μιας διεκπεραιωτικής διάθεσης, μιας επανάπαυσης σε παλαιότερα ευρήματα.
Με απλά λόγια, σαν να έπεσε λιγότερη δουλειά, κάτι που φαίνεται ακόμα και στο φτωχό και ασταθές σκηνικό, αλλά και στα τραγούδια του Φοίβου Δεληβοριά, που ενώ πέρσι είχαν «κλέψει την παράσταση», με σοβαρό ανταγωνισμό από όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, φέτος ακολούθησαν τη γενικότερη έλλειψη έμπνευσης, δίχως βεβαίως να γίνονται ποτέ εντελώς αδιάφορα. Θέλω να πιστεύω ότι πρόκειται για μια παροδική καλλιτεχνική αδυναμία της ομάδας και ότι από την επόμενη σεζόν θα επανέλθει στο επίπεδο που μας έχει συνηθίσει. Μια προσωπική συμβουλή θα ήταν να δοκιμάσουν σε κάτι εντελώς διαφορετικό, ίσως δικό τους, μιας και τόσο ο σκηνοθέτης όσο και οι ηθοποιοί που δουλεύουν μαζί του φαίνεται ότι έχουν ισχυρές καλλιτεχνικές προσωπικότητες και ταλέντο. Για την ώρα, σας προτείνω, όσοι δεν το έχετε κάνει, να παρακολουθήσετε την παλαιότερη δουλειά τους, το «Μια γιορτή στου Νουριάν» που επαναλαμβάνεται, μέχρι και 31 Ιανουαρίου.
Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες (Μέγαρο Μουσικής) Δεν πήγα πέρσι στον Γύρο του κόσμου σε 80 μέρες στο Μέγαρο Μουσικής, με τη λογική ότι η θεατρική μεταφορά θα ήταν λογικά απίθανο να είναι πιο ενδιαφέρουσα από το ίδιο το μυθιστόρημα, ή, για να το γράψω σωστότερα, να προσθέσει κάτι σημαντικό στην αναγνωστική εμπειρία.
Δεν πρόκειται για μια εμπειρία που θα αλλάξει τη σχέση μεγάλων ή μικρών με το θέατρο, αλλά συνδυάζει με συνεπή και ευχάριστο τρόπο μια ακαδημαϊκή προσέγγιση με μια εντυπωσιακή εκτέλεση.
Τα ενθουσιώδη σχόλια φίλων και κριτικών που εμπιστεύομαι μου κίνησαν την περιέργεια, κι έτσι, φέτος που επαναλαμβάνεται η παράσταση, αποφάσισα να την παρακολουθήσω. Χρειάστηκε να περάσει κάποια ώρα μέχρι να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι δεν πρέπει να περιμένω καλλιτεχνικές εκπλήξεις από το θέαμα, να χαλαρώσω στο, ομολογουμένως άβολο, κάθισμά μου, και να απολαύσω τις πάμπολλες αρετές ενός αξιοπρεπέστατου ανεβάσματος. Να αφεθώ, πάνω από όλα, στην περιπέτεια του Φιλέα Φογκ και του Πασπαρτού, ακόμη κι αν η ερμηνευτική γραμμή της υποκριτικής των ηθοποιών δεν άφηνε περιθώρια για κανένα θεατρικό παιχνίδι, σαν να είχαμε βρεθεί πίσω μερικές δεκαετίες, σε πιο αθώες εποχές, για καλό και για κακό, πριν το τηλεοπτικό παίξιμο αλλά και πριν την αποστασιοποίηση και την αυτοαναφορικότητα. Θα μπορούσε να είναι βαρετό, αλλά δεν ήταν. Γιατί, η συμβατικότητα της προσέγγισης είχε πλαισιωθεί, στο τεχνικό επίπεδο, με εξαιρετικά επαγγελματικό και σύγχρονο τρόπο. Η εντύπωσή μου είναι ότι η Τατιάνα Λύγαρη ήξερε ακριβώς το στόχο της και δούλεψε με προσοχή στην λεπτομέρεια για να το πετύχει, μεταδίδοντας την αφοσίωσή της σε όλη την ομάδα που συμμετείχε, ηθοποιούς, μουσικούς, υπεύθυνους για τον ήχο, τις προβολές, τα σκηνικά. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δικαίωση του εγχειρήματος από την ανακούφιση των θεατών και από το χειροκρότημα που συντάραξε την αίθουσα όταν τελικά ο ήρωας, κυριολεκτικά στο παρά ένα, αντιλαμβάνεται ότι έχει βρεθεί στο Λονδίνο εντός διορίας, και προλαβαίνει να φτάσει στην αίθουσα που τον περιμένουν.
Συνεπώς, το γνωστότερο ίσως έργο του Ιουλίου Βερν ζωντάνεψε μπροστά στα μάτια μας, με ακέραιο το λογοτεχνικό του ενδιαφέρον, μαζί με τα όποια κουσούρια κουβαλά λόγω της εποχής και του διανοητικού κλίματος στο οποίο γράφτηκε. Κι όμως, ότι ακόμα κι ο οριενταλισμός της παράστασης ήταν υποφερτός, το χρωστάμε στην καλαισθησία της μουσικής, των φωνών και των χορευτικών, σε μια παραγωγή που άνετα θα μπορούσε να είχε σπάσει τα ταμεία σε οποιαδήποτε μεγάλη πόλη του εξωτερικού. Δεν πρόκειται για μια εμπειρία που θα αλλάξει τη σχέση μεγάλων ή μικρών με το θέατρο, αλλά συνδυάζει με συνεπή και ευχάριστο τρόπο μια ακαδημαϊκή προσέγγιση με μια εντυπωσιακή εκτέλεση.
Και ένα «ευχαριστώ»
Πιάνω παπούτσι πάνω στο πιάνο (Θέατρο ΠΟΡΤΑ) Όταν διάβασα ότι στη φετινή κεντρική παραγωγή της παιδικής σκηνής του Θεάτρου Πόρτα δεν σκηνοθετεί ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανησύχησα ότι θα σπάσει μια καλή παράδοση ετών, όπου, από την εποχή του «Grimm & και Grimm» μέχρι το περσινό «Μυστήριο της Πολιτείας Χάμελιν», φεύγουμε οικογενειακώς με δάκρυα ευτυχίας λόγω των απερίγραπτα όμορφων και δυνατών θεατρικών εμπειριών. Όπως αποδείχτηκε, αδίκως ανησύχησα. Η Ξένια Καλογεροπούλου, και ο καλλιτεχνικός διευθυντής στον οποίο έχει εμπιστευτεί τη συνέχεια της ιστορικής και πολύτιμης προσφοράς της, νοιάζονται, πάνω από όλα, για τη διατήρηση και την εξέλιξη του υψηλού επιπέδου του έργου τους. Καθώς παρακολουθούσα το «Πιάνω παπούτσι πάνω στο πιάνο» της ομάδας Patari Project, βασισμένο στο παραμύθι της Σταχτοπούτας και σε μια ιδέα του Θωμά Μοσχόπουλου, δεν πέρασαν περισσότερα από είκοσι λεπτά μέχρι να βεβαιωθώ ότι η «καλή παράδοση» όχι μόνο δεν θα έσπαγε και φέτος, αλλά, αντίθετα, σε αυτή θα προστίθετο μια αλησμόνητη γιορτή.
Με τη γνώση αυτού που είδα, λυπάμαι που έχω χάσει τις προηγούμενες δουλειές της σκηνοθέτιδας Σοφίας Πάσχου, τόσο για τα έργα αυτά καθαυτά, όσο και για να δω τη δημιουργική της πορεία, στην οποία, όπως αντιλαμβάνομαι, το «Πιάνω παπούτσι πάνω στο πιάνο» συνιστά τελειοποίηση της τεχνικής "θέατρο πλατφόρμα" που αποτελεί την ίδια την ταυτότητα της ομάδας και, συγχρόνως, μια διαλεκτική ανατροπή, ένα άνοιγμα σε πειραματισμούς πέρα από τα όρια αυτής της τεχνικής. Η αισθητικά συνταρακτική όμως εδώ σύλληψη ήταν η μεταφορά αυτής της μορφικής διαπάλης, σε πρωταρχικό στοιχείο του ίδιου του νοήματος του έργου, σε θεατρική εικονογράφηση του περιεχομένου του. Έτσι, ο ελάχιστος χώρος της πλατφόρμας (στην περίπτωσή μας, η ουρά του πιάνου), ο οποίος επιβάλλει απόλυτη οικονομία σε σκηνικά εξαρτήματα, γίνεται θεατρικά ο χώρος του εγκλεισμού σε έναν ανελεύθερο εαυτό, ενώ η μεγάλη σκηνή, το συμπλησίασμα με το κοινό, γίνεται ο κόσμος, ο έρωτας, η δυνατότητα της αλλαγής.
Η αισθητικά συνταρακτική όμως εδώ σύλληψη ήταν η μεταφορά αυτής της μορφικής διαπάλης, σε πρωταρχικό στοιχείο του ίδιου του νοήματος του έργου, σε θεατρική εικονογράφηση του περιεχομένου του.
Αδυνατώ να σας μεταφέρω τον ενθουσιασμό μου σχετικά με τις μεταμορφώσεις των ηθοποιών οι οποίοι υποδύονται ανθρώπους, ζώα, αντικείμενα, τοπία με ταχύτητα, ακρίβεια, πειστικότητα και χιούμορ εξοντωτικά για τον κουρασμένο και φοβισμένο άνθρωπο μέσα μας, και ζωογόνο για αυτόν με τη φαντασία, για αυτόν που θέλει να είναι «καλός και δυνατός», όπως επαναλαμβάνει τα λόγια της μητέρας της η ηρωίδα στις δύσκολες στιγμές. Το ίδιο ισχύει για τη συμβολή στην επιτυχία της παράστασης της μουσικής του Κορνήλιου Σελαμσή, ο οποίος έχει γίνει και αυτός σημαντικός παράγοντας στο συνολικό καλλιτεχνικό θαύμα που επιτελείται τα τελευταία χρόνια στο θέατρο Πόρτα. Αναγνωρίζω ότι εδώ βρίσκομαι εκτός των ορίων ενός κριτικού σημειώματος και έχω περάσει σε κάτι πιο προσωπικό, σε ένα γραπτό «ευχαριστώ» στους δημιουργούς (ένα παράλληλο χρονολόγιο της γονεϊκής μου ζωής απαρτίζεται από τις παραστάσεις αυτές) και σε μια προτροπή προς όσους, μικρούς και μεγάλους, αγαπούν το θέατρο (ή θα τους ενδιέφερε να το γνωρίσουν καλύτερα αλλά μέχρι τώρα δεν έχουν βρει ανταπόκριση) να πάνε. Με την ευκαιρία, ρίχνω το μήνυμα στο μπουκάλι ζητώντας μια περιοδεία του έργου και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και της Κύπρου. Περισσότερο από κάθε άλλη προηγούμενη παιδική παράσταση του θεάτρου Πόρτα, το «Πιάνω παπούτσι πάνω στο πιάνο» είναι πρακτικά εφικτό να μεταφερθεί.
Πρόσφατα έγραφα σε ένα άρθρο μου σχετικά με την επικρατούσα προσέγγιση στο παιδικό θέατρο ότι «πρόκειται για μια σύνθεση παιδαγωγικών κοινοτοπιών (π.χ. τα παιδιά θέλουν απλές αφηγήσεις με διακριτούς ρόλους καλού-κακού και ευκρινές δίδαγμα) και χαμηλών καλλιτεχνικών κριτηρίων (γιατί, μην κοροϊδευόμαστε, αυτός που υπογράφει μια κακή παράσταση για παιδιά είναι λογικά απίθανο να φτιάξει ένα αριστούργημα για ενήλικες). Κόντρα στις προβληματικές όψεις του απόλυτου διαχωρισμού παιδιού-ενήλικα, οι συντελεστές μια παιδικής παράστασης οφείλουν να απευθύνονται στον θεατή ως ιδεατή ανθρώπινη ολότητα, παρά τα όρια της εκάστοτε ηλικίας».
Σε συνέντευξη που έδωσε η Σοφία Πάσχου στο in2life.gr για την παράσταση διαφαίνονται ανάλογες αντιλήψεις. Κλείνω το κείμενο αυτό με τα λόγια της, θέλοντας να τονίσω ότι καλό θέατρο για παιδιά δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν μπορεί να είναι συγχρόνως και καλό θέατρο για μεγάλους. Και αυτό δεν αποτελεί μόνο μια αισθητική πρόκληση αλλά και μια παιδαγωγική.
Σ.Π.: «[[...δεν αντιμετώπισα την παράσταση ως ''παιδική'', στόχος πάντα είναι να αφηγηθείς μια ιστορία ανεξάρτητα αν το κοινό είναι παιδιά ή ενήλικες.]] [[Πρέπει να σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε το παιδί ως κάτι ''διαφορετικό''.]] [[...Προσπαθήσαμε να φωτίσουμε και όχι να κρύψουμε τα μηνύματα του έργου. Γιατί να φοβόμαστε να μιλήσουμε σε ένα παιδί για τον θάνατο ή για τον φόβο προς τον άγνωστο ή για το διαφορετικό; Η μαγεία δεν κρατάει για πάντα, και όταν χαθεί θα πρέπει τότε να τη φτιάξεις μόνος σου.]]»
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΟΓΙΑΣ είναι συγγραφέας κι εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.