
Για την παράσταση Σε σας που με ακούτε, της Λούλας Αναγνωστάκη, σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη, η οποία παρουσιάστηκε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.
Του Νίκου Ξένιου
Το τελευταίο και αρτιότερο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη σκηνοθετεί ο Μάνος Καρατζογιάννης στο Black Box του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη. Το Σε εσάς που με ακούτε ανακτά τους χαρακτήρες του σύνολου έργου της μεγάλης συγγραφέως, «διανοίγοντας» τον ιδιωτικό χώρο στην εισβολή του δημόσιου λόγου, ούτως ώστε ν' αποκαλυφθεί η διάδρασή τους στην πολιτική πραγματικότητα μιας Ευρώπης ξενηλασίας, μισαλλοδοξίας, αστυνόμευσης και έκπτωσης αξιών.
Στο διαμορφούμενο κείμενο πλανώνται οι φιγούρες της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ, καθώς και η «Έρημη Χώρα» του Τ. Σ. Έλιοτ και ο «Γιατρός Ινεότης» του Γιώργου Χειμωνά, ενώ ο σκηνοθέτης, κατανοώντας το φιλόδοξο σχέδιό του εις βάθος, δίνει μια παράσταση αξιοπρεπή και λακωνική ως προς τα εκφραστικά μέσα.
Ιδιωτικά βίτσια, δημόσιες αρετές
Όπως συμβαίνει σε όλα τα έργα της Αναγνωστάκη, το σκηνικό είναι αντιπροσωπευτικό του αστικού διαμερίσματος, θα μπορούσε όμως να διευρυνθεί και να αφορά οποιοδήποτε διαμέρισμα, σε οποιανδήποτε χώρα και δεκαετία: μάλιστα, επικαιροποιείται σήμερα πιο πολύ από ποτέ καθώς, στον απόηχο των τρομοκρατικών ενεργειών στους Δίδυμους Πύργους και στον προθάλαμο της προετοιμασίας για την ελληνική μεγαλόπνοη (και τόσο οικονομικά επώδυνη) Ολυμπιάδα που θα ακολουθούσε, το έργο αυτό προφητεύει τις συνθήκες που σκηνοθετούνταν ήδη στη Δύση βάσει της ανικανότητας αποδοχής του «ετέρου», του οστρακισμού της ατομικής ιδιοτυπίας, της εγκατάλειψης της πολιτισμικής διαφοράς: ξεκινούσε (και η Αναγνωστάκη το διαισθανόταν σε βαθμό να το καταθέτει αυτολεξεί στο χαρτί) ένα εφιαλτικό σκηνικό «εισβολής» των φορέων του αστυνομικού βίου στον ιδιωτικό χώρο του δυτικοευρωπαίου.
Το πρόσφατο ηθογραφικό τοπίο του νεοελληνικού θεάτρου διαθλάται και κατακερματίζεται ώστε να εγκαθιδρυθεί ο μετανεωτερικός αυτός λόγος σε σκηνικό μετέωρο και παγκοσμιοποιημένο.
Το πρόσφατο ηθογραφικό τοπίο του νεοελληνικού θεάτρου διαθλάται και κατακερματίζεται ώστε να εγκαθιδρυθεί ο μετανεωτερικός αυτός λόγος σε σκηνικό μετέωρο και παγκοσμιοποιημένο, ένας λόγος ευρύχωρος αρκετά ώστε να χωρέσει την οραματική σύλληψη του Γιώργου Χειμωνά στον Γιατρό Ινεότη: «Πρόκειται να έρθει το νέο είδος των ανθρώπων ένα άλλο είδος ξαφνικό. Μια νέα ράτσα κι απόλυτοι θα έχουν μια αφάνταστη τελειότητα. Οι παλιοί άνθρωποι κι αυτός ο τρομαγμένος λαός θα πρέπει να εξαφανιστούν. Κανονίστηκε να πεθάνουν μια ορισμένη μέρα. Ο Γιατρός Ινεότης πηγαίνει. Έχει σύντροφο έναν γύφτο που ακόνιζε μαχαίρια. Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνουν, έμαθαν πως δεν θα πεθάνουν με φυσικό θάνατο και χωρίς να πονέσουν, όπως τους είχαν πει. Αλλά με υπολογισμένο και βασανιστικό θάνατο σαν να τους τιμωρούσαν».
Ετερότητα, ποιητικές εικόνες, ενσυναίσθηση
Πεπεισμένη για τον αδιέξοδο ρόλο της Αριστεράς στην ανασύσταση της πληγωμένης ευρωπαϊκής συνείδησης, η Λούλα Αναγνωστάκη κάνει, στο έργο αυτό, την απόπειρα να ανακεφαλαιώσει την ουσία του ιδεολογικού και αισθητικού της πλανήτη, καταθέτοντας δημοσίως ένα επικοινωνιακό λόγο παράλληλων μονολόγων. Ο προβολέας στρέφεται στους θεατές, καθιστώντας τους υποκείμενα εξομολόγησης και φορείς ευθύνης. Στο τελευταίο αυτό έργο της οι ταυτότητες έχουν ανευρεθεί μετά από πολιτική αναζήτηση και έρχονται, τώρα, να ενταχθούν στο «ανοικτό» δημόσιο τοπίο της πολιτικής ρητορείας για να αναδείξουν τη θνησιμαία τους ιδιοσυστασία και ροπή. Η μάνα Έλσα (την ενσαρκώνει η Όλια Λαζαρίδου, καταθέτοντας μιαν ακόμη ιστορική ερμηνεία) είναι αλκοολική και εγκαταλελειμμένη, η κόρη Σοφία (στον ρόλο η Δανάη Ευθυμιάδη) είναι βαποράκι ναρκωτικών, ο ομοφυλόφιλος γιος Νίκος (Γιώργος Σαββίδης) είναι σιωπηρός και καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, ο αποχωρών εραστής της Σοφίας, ο Άγης (σε αξιοπρεπή ερμηνεία του Αντρέα Κοντόπουλου) είναι συγγραφέας που αναζητά τη θεματική του στην ανασύσταση του μύθου της επανάστασης και κατ' ουσίαν «δολοφονεί» την ερωμένη του μεταμφιέζοντάς την στην ηρωίδα του βιβλίου του: αυτή είναι η ελληνική πτέρυγα του ψηφιδωτού. Όλο αυτό το ταμπλώ πρόκειται να ανακοινωθεί σε ένα δημόσιο forum με τα «τελευταία νέα από την Επανάσταση». Ο Ιβάν ρωτά τη Σοφία αν ο Τζίνο (στον ρόλο ο Γιάννης Καραούλης, κάπως πιο εκρηκτικός από ό,τι θα περίμενε κανείς) είναι «ο γκόμενος του αδερφού της», αποκαλύπτοντας την ιδιαιτερότητα του οικογενειακού σκηνικού που έχει διαλυθεί.
Πεπεισμένη για τον αδιέξοδο ρόλο της Αριστεράς στην ανασύσταση της πληγωμένης ευρωπαϊκής συνείδησης, η Λούλα Αναγνωστάκη κάνει, στο έργο αυτό, την απόπειρα να ανακεφαλαιώσει την ουσία του ιδεολογικού και αισθητικού της πλανήτη.
Ένα ψηφιδωτό ηρώων αναπαριστά διαφορετικές πολιτιστικές καταβολές: Η γερμανική οικογένεια και η ελληνική οικογένεια συστεγάζονται σε ένα κοινό, πλέον, τόπο καταγωγής που φιλοξενεί την ετερότητα, καταργώντας τη μετωνυμική της ταυτότητα, αυτήν που διατηρούσε στα έργα της πρώτης θεατρικής παραγωγής της συγγραφέως. Εδώ πρόκειται για ένα «σταθμό διέλευσης», προσωρινό ενδιαίτημα για κάποια ράκη ανθρώπων, αντιπροσωπευτικών μιας πινακοθήκης προσώπων που πλέον απηχούν την εκπεπτωκυία εκδοχή αυτού που κάποτε υπήρξαν: ο δάσκαλος μέσης εκπαίδευσης Χανς (σε έξοχη ερμηνεία του Άντριαν Φρίλινγκ) που αρθρογραφούσε σε πολιτικά περιοδικά και υπήρξε όμορφος και λαμπερός τώρα είναι ένας αφασικός γέρος που ψελλίζει το «Bella Ciao» και την «Paloma», αλλά και το «Παποράκι του Μπουρνόβα», ακούγοντάς τα αποσπασματικά από ένα φορητό τρανζίστορ. Είναι τα θραύσματα προηγούμενων έργων της Λούλας Αναγνωστάκη, εκεί όπου ο «συνήθης και ασυνήθης χώρος, το ανοίκειον και η παγωνιά του χάους» εκποιούνται σε ένα τραγικό φορτίο προσωπικής αναζήτησης της πληγείσης ταυτότητας. Η παραβιασμένη ατομικότητα της Μαρίας που νοσταλγεί την Ελλάδα και «τους δικούς της ανθρώπους» (σε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας της Μαρίας Ζορμπά) απηχεί στον χορό της, στο μαγείρεμά της, στο λίκνισμά της. Μια νέα Γερμανίδα ντυμένη στα κόκκινα, η Τρούντελ (την ερμηνεύει με πάθος η Κλεοπάτρα Μάρκου), είναι η «μέση» σύγχρονη κοπέλα, αυτή που θα μπορούσε με την ίδιαν άνεση να εμπορεύεται ηρωίνη και να είναι φορέας ιδεολογίας, όπως και να ανακοινώνει το τέλος της Ουτοπίας: από τη σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη λείπει «μια σπίθα παραπάνω» που θα αναδείκνυε την αναμενόμενη δραματική έκβαση του τέλους: η «Rote Rosa» του σήμερα πλέει δολοφονημένη στο ίδιο ποιητικό ποτάμι της δολοφονημένης ιδεολογίας, όμως από την ανακοίνωση του θανάτου της λείπει η συναισθηματική φόρτιση.
Ο Ιβάν είναι ο φορέας της αλήθειας, αυτός που η Λούλα Αναγνωστάκη επιλέγει για να ανακοινώσει τον εφιάλτη της επερχόμενης καταστροφής δια στόματος Γιώργου Χειμωνά. The King's fool. («Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω», που θα 'λεγε και ο Μανόλης Αναγνωστάκης). Η ερμηνεία του Μάνου Στεφανάκη είναι ξεχωριστή και αφήνει ανοιχτό το τοπίο για μεγάλες προσδοκίες στο μέλλον.
Η Ρόζα και η μετωνυμία/κακέκτυπό της σε μιαν Έρημη Χώρα
![]() Ο Μάνος Καρατζογιάννης
|
Άγης: Τι κάνεις εσύ εδώ;
Σοφία: Ετοιμάζομαι για αύριο –είπαμε θα έρθω μαζί σου– δεν είπαμε; Είμαι ντυμένη όπως τη θες;
Άγης: Ναι – μ' αρέσουν οι γόβες παρ' όλο που εκείνη...
Σοφία: Ναι, ξέρω. Φορούσε μποτάκια. Το ένα τακούνι πιο ψηλό – γιατί κούτσαινε λίγο.
Άγης: Έχεις μια καπαρντίνα;
Σοφία: Αυτή;
Άγης: Έτσι. Βάλε τα χέρια σου στις τσέπες – τι έχουν μέσα;
Σοφία: Δύο πφένιχ – ένα κραγιόν που νόμιζα ότι είχα χάσει.
Άγης: Μ' αρέσει αυτό. (...)
Σοφία: Πες μου το όνομά της – γιατί δεν μου το λες;
Άγης: Δε θέλω. (...)
Σοφία: Γιατί δε θες να μου το πεις εμένα;
Άγης: Εσύ έτσι κι αλλιώς δεν την έχεις ακουστά.
Το επίκεντρο της σεισμικής δόνησης που παράγει το έργο είναι η προθετικότητα για μια χειραφετημένη κοινωνία, όπου η προσωπική εκμυστήρευση γίνεται δημόσιος λόγος, διαρρηγνύοντας τα ερμητικά οικογενειακά δεσμά του παρελθόντος.
Η Αναγνωστάκη διαγιγνώσκει τον «απολιτίκ» χαρακτήρα των κινητοποιήσεων της σημερινής νεολαίας, ακολουθώντας τη συλλογιστική του αδελφού της, του Μανόλη Αναγνωστάκη. Έτσι, η Ρόζα Λούξεμπουργκ αποκρύπτεται στις ιδιωτικές στιγμές του ζευγαριού Άγη-Σοφίας, κατονομάζεται όμως μετωνυμικά στη δημόσια, in forum ανακοίνωση μιας κάποιας, προδικασμένης βέβαια σε αποτυχία, πρόθεσης πολιτικής χειραφέτησης. Από το ποιητικό τοπίο Αναγνωστάκη/Χειμωνά απουσιάζουν ο Κρεμασμένος της τράπουλας Ταρό από την «Έρημη Χώρα» του Έλιοτ και η Μπελλαντόνα, ενώ αντίθετα έρχεται να εγκατασταθεί ο Φοίνικας Φληβάς «δεκαπέντε μέρες πεθαμένος,/ Λησμόνησε την κραυγή των γλάρων, και το φούσκωμα του βαθιού πελάγου/ Και το κέρδος και τη ζημιά./ Κάτω απ' τη Θάλασσα ένα ρέμα/ Έγλειψε τα κόκαλά του ψιθυρίζοντας. Μ' ανεβοκατεβάσματα/ Πέρασε τα στάδια των γερατειών του και της νιότης του/ Μπαίνοντας μέσα στη ρουφήχτρα». Η Λούλα Αναγνωστάκη διευρύνει κι άλλο τον λόγο του Έλιοτ και του Χειμωνά, γράφοντας:
«Μια νέα ράτσα... χρόνια ετοιμάζονται στα εργαστήρια των σοφών, στις μυστικές συσκέψεις των μεγάλων. Έχουν μια αφάνταστη τελειότητα – αρτιμέλεια – μακροζωία – απαλλαγμένοι από ασθένειες και ψυχοφθόρα αισθήματα – Επιλεγμένοι. Γι' αυτό όμως πρέπει προηγουμένως οι παλιοί άνθρωποι κι αυτοί οι τρομαγμένοι λαοί να εξαφανιστούν οριστικά. Με τον πιο φρικτό τρόπο. Κανένα έλεος για μας που αιώνες ολόκληρους βασανιστήκαμε, συρθήκαμε σε άσκοπους πολέμους, σε επαναστάσεις, νικήσαμε και νικηθήκαμε. Εμείς... Οι αισθηματικοί άνθρωποι. Οι ευσυγκίνητοι, οι άπληστοι για ζωή. Εμείς. Οι αφύλακτοι αριστοκράτες της Ιστορίας. Πρέπει να εξαφανιστούμε απ' άκρον εις άκρον της γης αφού το νέο είδος... (Παύση).
Ας μου έλεγε κάποιος πως αυτό θα ήταν το τέλος μου και δε θα είχα γεννηθεί ποτέ...».
Το επίκεντρο, άρα, της σεισμικής δόνησης που παράγει το έργο είναι η προθετικότητα (intentionality) για μια χειραφετημένη κοινωνία, όπου η προσωπική εκμυστήρευση γίνεται δημόσιος λόγος, διαρρηγνύοντας τα ερμητικά οικογενειακά δεσμά του παρελθόντος (η Σοφία προτίθεται ν' αποχαιρετήσει οριστικά τη μητέρα και τον αδελφό της, ωστόσο η ιδεολογική της ανεπάρκεια τής στοιχίζει τον έρωτα του Άγη).
Ωστόσο –και η σκηνοθετική εκδοχή του Μάνου Καρατζογιάννη διασώζει και αναδεικνύει τον οραματισμό της Λούλας Αναγνωστάκη, καθώς προκύπτει από την προσωπική του, εμβριθή μελέτη– η ευρύχωρη αυτή «Αγορά του Δήμου» που θα μπορούσε δυνητικά να φιλοξενήσει το σύγχρονο δημοκρατικό αίσθημα του πολίτη υπονομεύεται συστηματικά από την επίμονη ιδιωτεία και την άρνησή του να αφουγκρασθεί την ετερότητα του συμπολίτη του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.