
Για την παράσταση Coup Fatal των Les Ballets C de la B, που παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Του Νίκου Ξένιου
Η ομάδα σύγχρονου χορού «Les Ballets C de la B» από το Βέλγιο, σε παραγωγή και σκηνοθεσία του χορογράφου και ιδρυτή της Αλαίν Πλατέλ και σε συνεργασία με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, παρουσίασε την παράσταση Coup fatal στην κεντρική σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών.
Οπερετικό είδος που συνδυάζει ρούμπες από το Κονγκό και μπαρόκ κομμάτια. Στη διεύθυνση της ορχήστρας ο Φαμπρίτσιο Κασόλ, ερμηνεία λυρικού τραγουδιού από τον Σερζ Κακούτζι, σόλο κιθάρα από τον Ροντρίγκες Βανγκάμα. Η παράσταση ξεκίνησε το 2010 σαν ένα από τα μεγάλα πρότζεκτ με τα οποία το Βασιλικό Φλαμανδικό Θέατρο (KVS) ενισχύει τις παραστατικές τέχνες στην Αφρική.
Η βελγική σύμπραξη με την αφρικανική ομάδα
Οι «C de la Β» έχουν έδρα τη Γάνδη και για σύνθημά τους χρησιμοποιούν τη φράση: «Ο χορός είναι του κόσμου και ο κόσμος ανήκει σε όλους».
Το 1966 η Λεοποντβίλ άλλαξε το όνομα της σε Κινσάσα στο πλαίσιο αλλαγής όλων των ευρωπαϊκών ονομάτων, την οποία θέσπισε ο Μομπούτου όταν ανέλαβε με αναίμακτο πραξικόπημα την εξουσία στην χώρα. Η πόλη αναπτύχθηκε γρήγορα με ανθρώπους από όλη τη χώρα, που ήρθαν για να αναζητήσουν την τύχη τους ή για να αποφύγουν τις εθνοφυλετικές διαμάχες αλλού. Αυτό οδήγησε σε αλλαγή της εθνικής και γλωσσικής σύνθεσης της πόλης. Η Κινσάσα επλήγη σε μεγάλο βαθμό από τις υπερβολές του Μομπούτου, τη μαζική διαφθορά, τον νεποτισμό και τον εμφύλιο πόλεμο που οδήγησε στην πτώση του. Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι ένα σημαντικό πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο για την Κεντρική Αφρική, μια ανθηρή κοινότητα μουσικών και καλλιτεχνών. Η παραγωγή εντάσσει ποικίλες τονικές αποχρώσεις σε ένα «δημόσιο τόπο συνάντησης» όπου η Μπραζαβίλ εμφανίζεται σε όλη την κοσμοπολιτική της αίγλη, παρά το βασανισμένο πρόσωπο του λαού της: γιατί υπήρξε το θέατρο πολυετών και πολύνεκρων συρράξεων μεταξύ της Δημοκρατίας του Κονγκό, της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και της Αγκόλα, μέχρι και τον εμφύλιο της δεκαετίας του '90. Ο Ρομαίν Γκουγιόν στη χορογραφία και ο Φαμπρίτσιο Κασσόλ στη μουσική διεύθυνση επιστρατεύουν διακεκριμένους καλλιτέχνες της Κινσάσα, παντρεύοντας με θαυμαστό τρόπο αυτό το εκ πρώτης όψεως ετερόκλητο σύνολο καλλιτεχνών, που αποτελείται αποκλειστικά από άντρες.
Δημιούργημα του Αλέν Πλατέλ, οι «C de la Β» έχουν έδρα τη Γάνδη και για σύνθημά τους χρησιμοποιούν τη φράση: «Ο χορός είναι του κόσμου και ο κόσμος ανήκει σε όλους». Ο Πλατέλ εμπνεύστηκε από τις δημιουργίες της Πίνα Μπάους, της Αν Τερέζα ντε Κέερσμακερ και του Βιμ Βαντεκέιμπους. Στο πλαίσιο της ομάδας έχουν διακριθεί και αυτονομηθεί ο Σίντι Λάρμπι Τσέρκαουι, ο Τεντ Στόφερ η Άνν Βαν ντεν Μπρεκ και η αργεντινή Λίζι Εστάρας.
Το «πάντρεμα» των μουσικών ειδών
Ο κόντρα τενόρος Ζερζ Κακούτζι από το Κονγκό, live με τη συνοδεία δώδεκα μουσικών, παρουσιάζει ολόκληρες μπαρόκ μουσικές φράσεις (από την «Τοκάτα» του Μοντεβέρντι, τις άριες «Presti Omai», «Domerò la tua fierezza» από τον «Ιούλιο Καίσαρα» καθώς και την «Stille Amare» του Χαίντελ, τις άριες «Lascia di sospirar», «Vedro con mio diletto» και «Barbaro traditor» από την όπερα «Bajazet» του Βιβάλντι, διασκευασμένο μέρος από το «Πρελούδιο» του Μπαχ και την «Che Farò senza Euridice» από τον «Ορφέα και Ευριδίκη» του Γκλουκ), συνδυασμένες με παραδοσιακή κογκολέζικη μουσική: ρούμπα, ροκ και τζαζ από την ορχήστρα που ο Σερζ Κακούτζι δημιούργησε στην Κινσάσα το 2008, ενώνοντας τις δυνάμεις δεκατριών μουσικών σε μια πραγματική στιλιστική πρόβα. Είναι άξιο θαυμασμού το πώς η αργή, υποβλητική μουσική του «Stille Amare» καταφέρνει ν' αποτελέσει το μουσικό υπόστρωμα για τη σταδιακή ανάδυση ρυθμών χορευτικών και εκστατικής σκηνικής κλιμάκωσης.
Tο ακροατήριο καλείται να κρατήσει τον ρυθμό, ενώ οι καλλιτέχνες κυριολεκτικά χτυπιούνται επί σκηνής και έτσι, ιδρωμένοι και στην κορύφωση της έμπνευσής τους, στρέφουν τα φώτα στην πλατεία και ζητούν από κάποιους θεατές να χορέψουν μαζί τους.
Πρόκειται για ένα αμάλγαμα μουσικής άλλων εποχών και ζωντανής, βιωμένης μουσικής του Κονγκό: το ξύλινο ξυλόφωνο (μπάλαφον) και το λικέμπε, νυκτό όργανο που με τη βοήθεια του ενισχυτή ανοίγει διάλογο με την ηλεκτρική κιθάρα, δίνουν την εκκίνηση της παράστασης. Σταδιακά στην ομάδα προστίθενται οι υπόλοιποι μουσικοί και ο χορός παίρνει κυρίαρχο ρόλο όταν αναλαμβάνουν οι πρωταγωνιστές της παράστασης, ένα δίδυμο μαύρων ανδρών εκπληκτικής σωματικής αντοχής και εκφραστικότητας. Οι μοναδικές σκηνικές (φωνητικές και χορευτικές) παρουσίες των Ράσελ Τσιέμπουα και Μπούλε Μπάνια δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τους μεγάλους σταρ της ροκ ή τους χολυγουντιανούς υπερήρωες, είναι δε ξεκάθαρο πως συναγωνίζονται επάξια κάθε κακέκτυπο του Μάικλ Τζάκσον. Η κινησιολογία τους, στον αντίποδα της δυτικοευρωπαϊκής, ως συνδυασμός της τζαζ και των τοπικών ιδιωμάτων, είναι έντονα αισθησιακή, με σαφή σεξουαλικά υπονοούμενα, αμφίφυλη απεύθυνση και μεγάλη ελευθερία αυτοσχεδιασμού, όμως υποτάσσεται σε ένα σφιχτοδεμένο σύνολο όσο η παράσταση εξελίσσεται και «κατεβαίνει» στο κοινό: το ακροατήριο καλείται να κρατήσει τον ρυθμό, ενώ οι καλλιτέχνες κυριολεκτικά χτυπιούνται επί σκηνής και έτσι, ιδρωμένοι και στην κορύφωση της έμπνευσής τους, στρέφουν τα φώτα στην πλατεία και ζητούν από κάποιους θεατές να χορέψουν μαζί τους.
Πρόκειται για κάτι παραπάνω από θεατρικά κοστούμια, μιλάμε για ένα σχόλιο σημειολογικά υποστηριγμένο από τον αμφίφυλο χαρακτήρα κάποιων αμφιέσεων, που κάνουν τους εκπληκτικούς χορευτές και τους έμπειρους μουσικούς να μοιάζουν με εξωτικά πουλιά εν μέσω βομβαρδισμένων πόλεων και ερειπίων.
Σκηνικά και κοστούμια
Ο εικαστικός Φρέντυ Τσιμπά δημιουργεί ένα παραβάν πλεγμένο από σφαίρες που έχουν χρησιμοποιηθεί στον πόλεμο, ενώ ο ενδυματολόγος παρουσιάζει ένα χαρμάνι από ρούχα τύπου «δανδήδες της Κινσάσα». Οι «sapeurs» είναι μέλη της SAPE (Société des Ambianceurs et Personnes Elégantes), κορδωμένοι, κομψευόμενοι σαν παγώνια νέοι Κογκολέζοι που συνιστούν μυθικές φιγούρες και παράγουν μια συγκεκριμένη μετα-αποικιακή πολιτιστική ατμόσφαιρα: ως στιλίστες της αμφίεσης, φορούν μια πανδαισία από ακριβά πολύχρωμα ρούχα θέλοντας να αποδείξουν πως ο αποικιοκράτης είναι λιγότερο κομψός από αυτούς. Η αντίληψή τους για την κομψότητα πόρρω απέχει της δυτικής: επιδεικτικά γυαλισμένα παπούτσια με χρωματιστές κάλτσες και παρδαλές γραβάτες δεμένες με τον τρόπο των Ουίνδσορ, μεγάλη έμφαση στα αξεσουάρ και τις ποικιλόχρωμες λεπτομέρειες της αμφίεσης, τις τιράντες, τα καπέλα, τις πόρπες, τα γυαλιά και τα φουλάρια, παραφθορά σαρκαστική της αμφίεσης των Γάλλων. Δανείζονται ο ένας τα ρούχα του άλλου και κινούνται ένα πολυκέφαλο σώμα με κοινή αίσθηση της αρμονίας των κινήσεων, που επίσης απέχουν πολύ από τις δικές μας, στερεότυπες χορογραφίες και τα δικά μας κινησιολογικά πρότυπα.
Έντονος υπερρεαλιστικός τόνος προκύπτει από την αντίθεση της κοινωνικής εξαθλίωσης και της φτώχειας προς τις συγκεκριμένες ενδυμασίες: εδώ, λοιπόν, πρόκειται για κάτι παραπάνω από θεατρικά κοστούμια, μιλάμε για ένα σχόλιο σημειολογικά υποστηριγμένο από τον αμφίφυλο χαρακτήρα κάποιων αμφιέσεων, που κάνουν τους εκπληκτικούς χορευτές και τους έμπειρους μουσικούς να μοιάζουν με εξωτικά πουλιά εν μέσω βομβαρδισμένων πόλεων και ερειπίων. Λυρική απογείωση χωρίς φτηνούς συναισθηματισμούς σε ένα εξοντωτικό κρεσέντο ρυθμού. Η φωνή του σπουδαίου κόντρα τενόρου κλείνει το τολμηρό αυτό ψηφιδωτό σε μιαν υπόκλιση μπροστά σε κλασικές αξίες. Η κυρίαρχη αίσθηση ήταν πως, μπροστά σε αυτήν την οργιαστική πανδαισία, η δυτική κουλτούρα φαντάζει απόλυτα βαρετή, φλεγματικά απωθητική, γερασμένη και δυσκοίλια.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.