Για την παράσταση Τρωάδες, του Σωτήρη Χατζάκη, από το Εθνικό Θέατρο.
Του Νίκου Ξένιου
Στο ολοκαίνουργιο ανοικτό θέατρο της Χώρας Άνδρου είδαμε τις Τρωάδες του Ευριπίδη, την παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου σεσκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη που άνοιξε τα Επιδαύρια 2015.
Τον Ιούλιο οι Τρωάδες ανέβηκαν στην Αλεξανδρούπολη, την Ολυμπία και τη Νεμέα, τον Αύγουστο στο Ρωμαϊκό Ωδείο Πάτρας και στην Άνδρο, ενώ θα συνεχίσουν την πορεία τους στα Βριλήσσια, το Χαλάνδρι, την Ελευσίνα, τον Βύρωνα, τη Θεσσαλονίκη, το Ηρώδειο, το κηποθέατρο Παπάγου, τη Νέα Σμύρνη και την Ηλιούπολη.
Ανταγωνισμός των πολιούχων θεών
Ο Ευριπίδης βάζει την διεσυρμένη, κουρεμένη και σκονισμένη από τα χαλάσματα του πολέμου Εκάβη των «Τρωάδων» του να νοσταλγεί τις διονυσιακές τελετές και να ολοφύρεται για το τέλος ενός πολιτισμού.
Ο Ποσειδώνας δίνει την έναρξη και την περίληψη των τεκταινόμενων αυτού του δράματος, που υπαινίσσεται τις βιαιοπραγίες των Αθηναίων σε βάρος των κατοίκων της Μήλου. Ένα θέμα ιδιαίτερα ευαίσθητο που κηλίδωσε την Αθηναϊκή Συμμαχία, αμαύρωσε την εικόνα της Δημοκρατίας και εξελίχθηκε σε αφόρμηση ειρηνιστικών έργων τέχνης. Ο Ευριπίδης βάζει την διεσυρμένη, κουρεμένη και σκονισμένη από τα χαλάσματα του πολέμου Εκάβη των «Τρωάδων» του (που παρουσιάστηκε το 415 στο θέατρο του Διονύσου ως τρίτο μέρος της τριλογίας Αλέξανδρος/Παλαμήδης/Τρωάδες) να νοσταλγεί τις διονυσιακές τελετές και να ολοφύρεται για το τέλος ενός πολιτισμού. Η νοσταλγία της πολιτιστικής ταυτότητας της Εκάβης είναι δύσχρηστο θέμα και υψηλό στοίχημα για κάθε σκηνοθέτη, ως εκ τούτου δε σπανίως αποδίδει καρπούς. Εξίσου υψηλής στάθμης στοίχημα συνιστά για μιαν ηθοποιό, και δη της ηλικίας της κυρίας Καραμπέτη, το να αποπειραθεί μιαν Εκάβη πειστική, ιδία όταν πρόκειται για μια νατουραλιστική προσέγγιση του έργου, που απαιτεί ακαδημαϊκή εκφορά και εξάρσεις βογγητών, δακρύων και πένθους.
Καλές αλλά μεμονωμένες ερμηνείες
Αξιοπρεπής λοιπόν η ερμηνεία της κυρίας Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, άνισες όμως οι κορυφώσεις της, σαν να είχαν δουλευτεί καλά χωριστά αλλά να μην είχαν δομηθεί σε ενιαίο σύνολο. Κατά στιγμές βεβαίως θαύμασα την άψογη χρήση των εκφραστικών της μέσων, μου έλειπε όμως η αίσθηση της απόλυτης φρίκης που αναζητώ από τον θρήνο της Εκάβης, πιθανώς γιατί η κυρία Καραμπέτη φάνταζε ιδιαίτερα νέα και «επιμελημένα ατημέλητη» για να σταθεί στο ύψος του σπαραγμού της. Το ίδιο ίσχυε για τον Χορό, με στυλιζαρισμένες περούκες «κεκαρμένων δούλων», με στημένες κινήσεις και υψίφωνες εξάρσεις που κούραζαν. Κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις (Γιασεμί Κηλαηδόνη, Γεωργία Μητροπούλου) παγιδεύτηκαν στη σύνθεση ανούσιων «ταμπλώ» της χορογραφίας και στην εκτέλεση δύσκολων ελληνοπρεπών συνθέσεων χορωδιακού συνόλου του κυρίου Παπαδημητρίου. Οι αλλού επικές κι αλλού λυρικές του συνθέσεις παρήγαγαν άψογα φωνητικά σύνολα που, ωστόσο, ελάχιστα συνέβαλαν στη δραματική κορύφωση, καθώς φάνταζαν σαν καλοχορδισμένα χορικά άλλων εποχών, μιας «από καθέδρας» εκφοράς του δραματικού λόγου.
Ένα συμβατικό κι ατελέσφορο σκηνικό
Η όλη αισθητική προσέγγιση της σπουδαίας αυτής τραγωδίας ήταν παραδοσιακή, αν ξεκινήσει κανείς από τα κοστούμια του Γιάννη Μεντζικώφ, συνεχίσει με το σκηνικό και τους φωτισμούς, και κλείσει με τη διδασκαλία του Χορού.
Ιδιαίτερα πρόχειρη κατασκευή, το σκηνικό της κυρίας Δρίνη με την πύλη της Τροίας και τους ογκόλιθους θύμιζε παρωχημένες εποχές, Κλώνη ή κάτι τέτοιο. Αλλά και η όλη αισθητική προσέγγιση της σπουδαίας αυτής τραγωδίας ήταν παραδοσιακή, αν ξεκινήσει κανείς από τα κοστούμια του Γιάννη Μεντζικώφ, συνεχίσει με το σκηνικό και τους φωτισμούς, και κλείσει με τη διδασκαλία του Χορού. Από την αρχή της παράστασης αντιλαμβανόταν κανείς την πεπατημένη της προσέγγισης, ακόμη και όταν το κείμενο του Κ.Χ. Μύρη ξέφευγε από την κατά λέξιν απόδοση του πρωτοτύπου: «...αν δεν την βύθιζε ο Θεός στα Τάρταρα, ποιος θα μιλούσε για την Τροία; Θα χανόμασταν στο σκοτάδι της ιστορίας κι οι γενιές των μελλοντικών ανθρώπων δεν θα μας τραγουδούσαν στα έπη και τις τραγωδίες». Τα σκηνικά δεν πρότειναν κάτι ουσιαστικό, ούτε φάνηκε να είχαν άλλη πρόθεση πέραν μιας αφαίρεσης νατουραλιστικών αποχρώσεων: θα μπορούσαν και να λείπουν τελείως. Η χορογραφία συνέτεινε στην αποστασιοποιημένη εικόνα που μας άφησε η παράσταση. Το ίδιο ισχύει για τους αφελείς φωτισμούς.
Τα μεγάλα πλεονεκτήματα της παράστασης
Η Μαρία Κίτσου ως Ανδρομάχη κατόρθωσε να κρατήσει το κοινό την ανάσα του, ο Νίκος Ψαρράς ως Ταλθύβιος ισορρόπησε ανάμεσα στην εξωτερική σκληρότητα του ρόλου και σε μια βαθιά βιωμένη ανθρωπιά και η Κωνσταντίνα Τάκαλου ως Αθηνά εντυπωσίασε με τον αισθησιασμό και την ένταση της φωνής της. Αυτοί οι τρεις ηθοποιοί κράτησαν, κατά την άποψή μου, τα ερμηνευτικά σκήπτρα της παράστασης, ενώ δεν πέρασαν απαρατήρητες η Κασσάνδρα της Κόρας Καρβούνη και η Ελένη της Ελένης Ρουσσινού.
Βακχική ως προς την έμπνευση και ως προς τις γραμματολογικές αναφορές είναι η εμφάνιση της Κασσάνδρας επί σκηνής: ψάλλοντας «ευάν, ευοί» η ευριπίδεια Κασσάνδρα παραπέμπει στον παλιό εκείνο καιρό της ευωχίας και των ιερών βακχικών χορών ώστε να διαγράψει τον ειρωνικό «υμέναιο» σκλάβας που την περιμένει στην κλίνη του Αγαμέμνονα. Ως ηθικός αυτουργός της εκβακχεύσεως των φρενών της Κασσάνδρας παρουσιάζεται, δια στόματος Ταλθύβιου, ο Απόλλων. Η Κασσάνδρα θα προφητεύσει όλη την εξέλιξη των κύκλιων επών επί σκηνής, τον «ωμοβρότα» και «ορειβάτιν» Κύκλωπα και την «μήτιν» (πανουργία) του Οδυσσέα στο ομώνυμο έπος. Η μάντισσα κακών προφητεύει τη διάρρηξη του παρθενικού της υμένα ως αλληγορία της εισβολής των Δαναών στα ιερά εδάφη της Ασίας, αυτό το «βάκχευμα» ή «άγνευμα» που η ανατολίτισσα Εκάβη θα περιγράψει γλαφυρά λέγοντας πως «δεν έχει καμιάν αίσθηση του μέτρου». Η Ελλάδα εμβαπτίζεται στην Ανατολή με σφάγιον την ίδια την έννοια της ιερότητας και της ανθρωπιάς. Η Κασσάνδρα εκφαίνεται ως απόλυτη κυρίαρχος του πεπρωμένου της κι εκφράζει την απόλυτη περιφρόνηση του Ευριπίδη για κάθε εξουσιαστικό σχήμα. Αλλά οι υποδουλωμένες Τρωάδες την παρακινούν να εγκαταλείψει το σχήμα της και τα σκήπτρα της: «Ρίπτε, τέκνον, ζαθέους κλήδας και από χοός ενδυτών στεφέων ιερούς στολμούς»: Ο ύμνος στον Έρωτα που ψάλλει ο Χορός των καλλίπεπλων νεανίδων της Φρυγίας συνιστά αντίστιξη στο τοπίο της ερήμωσης και του χαλασμού της Τροίας, αλλά και μνεία στην εγκατάλειψη της πόλης από τους θεούς.
Η τραγικότητα ξεπερνά κάθε προηγούμενο: ο Αστυάνακτας, που προοριζόταν για διάδοχος του επίγειου ασιατικού θρόνου, θα γκρεμιστεί χωρίς έλεος από τα τείχη πριν προλάβει να λάβει μέρος στους τοξευτικούς αγώνες των εφήβων και φέρετρό του θα γίνει η ασπίδα του Έκτορα.Â
Η στυγνή δολοφονία του μικρού Αστυάνακτα βαρύνει το «Τυνδάρειον έρνος», την Ελένη, που στη συγκεκριμένη τραγωδία εκφαίνεται ως επιτυχημένη πλανεύτρα γελοιοποιώντας τον Μενέλαο μπροστά στον Χορό των γυναικών. Η τραγικότητα ξεπερνά κάθε προηγούμενο: ο Αστυάνακτας, που προοριζόταν για διάδοχος του επίγειου ασιατικού θρόνου, θα γκρεμιστεί χωρίς έλεος από τα τείχη πριν προλάβει να λάβει μέρος στους τοξευτικούς αγώνες των εφήβων και φέρετρό του θα γίνει η ασπίδα του Έκτορα. Αυτή η ωμή, κανιβαλική και πρωτόγονη αρρενοφθορία συνιστά και την ύψιστην ύβριν ενός τραγικού έργου που δεν αποδίδει τίσιν ή κάθαρσιν. Ενός έργου που είναι κατεξοχήν πολιτικό. «Τι είσαι, Δία;» αναφωνεί η Εκάβη θεολογώντας, «νόμος φυσικός, ή ανθρώπων επινόηση;». Μαζί με τις γυναίκες του Χορού θρηνεί, αναπολώντας τα «κισσοφόρα νάπη» της Ίδης, τους δώδεκα «ζαθέους σελάνας», τα ξόανα των θεών και τις διονυσιακές τελετές, της πάλαι ποτέ ευτυχισμένης εποχής της βασιλείας της: «παιάνι στυγνώ συρίγγων τ’ευφθόγγων φωναίς». Η τρωαδίτισσα άνασσα κατεβάζει τα τεράστια πάθη της σε ανθρώπινη κλίμακα, τώρα που οι φλόγες των Αχαιών ισοπεδώνουν το βασίλειό της και τα παιδιά της σφάζονται και εξανδραποδίζονται, το ένα μετά το άλλο. Δεν νομίζω να υπήρξε άλλο έργο στην παγκόσμια ιστορία του θεάτρου που να συγκέντρωσε τόσο θρήνο και τόσον κοπετό χωρίς αυτό να έχει αποβεί εις βάρος της δραματουργικής ισορροπίας. Το έργο θα κλείσει η Εκάβη με την ειρωνική συνειδητοποίηση της απρόσμενης τροπής των ανθρωπίνων και της σχετικότητας της ευτυχίας:
Χορός:
Ντίνα Αβαγιανού, Κατερίνα Γιαμαλή, Ανδρομάχη Δαυλού, Άννα Ελεφάντη, Βερόνικα Ηλιοπούλου, Δανάη Κατσαμένη, Γιασεμί Κηλαηδόνη, Σταυρούλα Κοντοπούλου, Σταυρούλα-Μελισσάνθη Μάκρα, Βάγια Ματαφτσή, Γεωργία Μητροπούλου, Γεωργιάννα Νταλάρα, Στέλλα Ράπτη, Αγγέλα Σιδηροπούλου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Γεωργία Τσαγκαράκη, Ιώβη Φραγκάτου Â
Φρουροί: Αλέξανδρος Βαμβούκος, Αντώνης Χαντζής
Στο ρόλο του Αστυάνακτα ο μικρός Βασίλης Δημουλής
* ΟÂ ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣÂ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.