Για την παράσταση Σόνια της Tατιάνα Τόλσταγια από το New Riga Theatre, η οποία παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών 2015.
Του Νίκου Ξένιου
Το έργο Σόνια το πρωτοσκηνοθέτησε ο Λεττονός σκηνοθέτις Άλβις Χερνάνις το 2007. Πρόκειται για ένα δραματοποιημένο διήγημα από τη συλλογή «Λευκοί τοίχοι» της Τατιάνα Τόλσταγια, ένα άψογο δείγμα της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας, που συνδυάζει την ευφυή ματιά στον ψυχικό κόσμο της ηρωḯδας με την αποκαλυπτική, γκροτέσκα και θλιμμένη χρήση της μεταφοράς. Στην παράσταση Σόνια που παρουσιάστηκε χθες από το θέατρο της Ρίγας στo πλαίσιo του Φεστιβάλ Αθηνών, ο Γκούνταρς Άμπολινς κράτησε τον ρόλο της μοναχικής και άσχημης Σόνια, ενώ ο Γιεβγένι Ισάγιεβς ερμήνευσε υποδειγματικά τον αφηγητή.
Απόλυτη θηλυκότητα από έναν άντρα που υποδύεται μια γυναίκα επί σκηνής. Ουδεμία σχέση με παρενδυσιακές εμμονές ή τραβεστισμό, όμως το πορτραίτο είναι μουντζουρωμένο, εσκεμμένα ασχημισμένο, κατακρεουργημένο, σπαρακτικό.
Εσωστρεφής και εξωπραγματική περσόνα
Λένινγκραντ, μέσα δεκαετίας ’40. Χοντροκομμένη σαν άλογο, άσχημη και μοναχική, η Σόνια επιδεικνύει συγκινητική αφοσίωση σε ό,τι πιάνει με τα χέρια της, γιατί είναι ταλαντούχα μαγείρισσα, ράφτρα και νοικοκυρά. Απόλυτη θηλυκότητα από έναν άντρα που υποδύεται μια γυναίκα επί σκηνής. Ουδεμία σχέση με παρενδυσιακές εμμονές ή τραβεστισμό, όμως το πορτραίτο είναι μουντζουρωμένο, εσκεμμένα ασχημισμένο, κατακρεουργημένο, σπαρακτικό, ήδη από την αρχή, όταν με μια θεατρική επινόηση ο Χερνάνις εισβάλλει στον προσωπικό χώρο της ηρωḯδας, ανοίγει τα συρτάρια της, ακουμπά τα εσώρουχά της, παραβιάζει την παρθενική, ερμητική της ντουλάπα, φορά τα μπιγκουτί της και χαϊδεύει τα μαγειρικά της σκεύη, τα επιστολόχαρτά της, τα σεντόνια της, τις κούκλες και τα παγωμένα της ένστικτα. Με λεπτό χιούμορ και εσωτερική ερμηνεία ο Γκούνταρς Άμπολινς μεταμορφώνεται σταδιακά σε αυτό το χοντροκομμένο και ευαίσθητο πλάσμα αγγίζοντας κάποιες ανύποπτες χορδές της ευαισθησίας μας.
Η Σόνια δεν είναι, στην ουσία, μια γυναίκα, αλλά η γυναικεία πτυχή της ψυχής καθενός από μας, γιατί οι αναλογίες της μορφής της προς την πραγματικότητα είναι η αναλογία ενός καταγραφέα, ενός παλμογράφου, ενός δέκτη που λίγο λίγο φθείρεται από την εξωτερική ασχήμια, ενώ προσπαθεί να βαδίσει στ’ αστέρια.
Μια παράσταση με κλασική αφήγηση και θέμα εκ πρώτης όψεως φεμινικό: η Σόνια δεν είναι παρά το ιμπρεσσιονιστικό πορτραίτο μιας μοναχικής γυναίκας που η μοίρα την έπληξε ανεπανόρθωτα: όμως, το ίδιο το χτύπημα της μοίρας αποδεικνύεται και το πιο ευεργετικό γεγονός της ύπαρξής της. Η Σόνια πέφτει θύμα διαπόμπευσης και υποκύπτει στην αμείλικτη κακία των άλλων: μια μέρα λαμβάνει μιαν ερωτική επιστολή που φλογίζει την καρδιά της, που όμως είναι γραμμένη από τη φθονερή και διαβολική Άντα. Εκεί ένας ανύπαρκτος άνδρας της εκμυστηρεύεται τον ανύπαρκτο έρωτά του, και της δίνει ραντεβού στ’ αστέρια, στο σκηνικό ενός Λένινγκραντ του μεσοπολέμου. Με την πολιορκία της πόλης από τους Γερμανούς το τεχνητό αυτό ειδύλλιο χλωμιάζει, αραιώνει, σκοτεινιάζει και θολώνει, και τότε η τραγική Σόνια αποφασίζει ν’ ανοίξει την πόρτα στον έξω χιονισμένο και βομβαρδισμένο κόσμο και να βαδίσει προς την ευτυχία της. Η Σόνια δεν είναι, στην ουσία, μια γυναίκα, αλλά η γυναικεία πτυχή της ψυχής καθενός από μας, γιατί οι αναλογίες της μορφής της προς την πραγματικότητα είναι η αναλογία ενός καταγραφέα, ενός παλμογράφου, ενός δέκτη που λίγο λίγο φθείρεται από την εξωτερική ασχήμια, ενώ προσπαθεί να βαδίσει στ’ αστέρια. Η χολιγουντιανή επιτήδευση κάποιων ακκισμών του πρωταγωνιστή δεν προκαλεί ξεκαρδιστικό γέλιο, αλλά ένα υπομειδίαμα μελαγχολίας, συνυφασμένης με την αδιέξοδη λεωφόρο των ονείρων της ηρωḯδας: γεμάτος σκεύη μαγειρικά και συνταγές, μπαχαρικά και έλαια, κρέμες και τάρτες αυτοσχέδιες του ενός λεπτού, λεπτά ασπρόρουχα και μουσελίνες που κανονικά θα ανήκαν σε κάποιο ντελικάτο θηλυκό, το σκηνικό που ορίζει τον μικρόκοσμο της Σόνιας χαρακτηρίζεται από προσεκτική, ευαίσθητη επιλογή αντικειμένων, καθώς ο Γκούνταρς Άμπολινς δεν βγάζει λέξη, αλλά επιτυγχάνει ένα δίωρο υποκριτικό ρεσιτάλ στη βωβή, γκροτέσκα αναπαράσταση των όσων αφηγείται ο δεύτερος σπουδαίος ηθοποιός του σχήματος. Αυτός, με τη σειρά του, είναι μια σκιώδης αφηγηματική προβολή όλων των ανδρών που ποτέ δεν παρήλασαν από το δωμάτιο της Σόνια, και ενσαρκώνεται συγκλονιστικά από τον Γιεβγένι Ισάγιεβς: «Έτσι, η Σόνια έραβε… και πώς ντυνόταν; Χάλια, φίλοι μου, Χάλια μαύρα! Μπλε με ρίγες, χα χα χα, που δεν της πήγαινε καθόλου. Σκεφτείτε, αυτό το αλογίσιο κεφάλι της και από κάτω ο τεράστιος φιόγκος του φορέματός της! Χα χα χα! Και τα μανίκια πάντα τόσο μακριά! Αυτό το βουλιαγμένο στήθος, αυτά τα πόδια που ήταν σαν να βγήκαν από το σώμα άλλου μοντέλου, αυτά τα τεράστια πόδια! Και τα παπούτσια πατημένα στη μια πλευρά… και είχε και αυτό το λευκό, κοκάλινο περιστέρι, που το φορούσε ψηλά στη ζακέτα της σαν το μοναδικό της κόσμημα, και ποτέ δεν το αποχωριζόταν».
O Γκούνταρς Άμπολινς δεν βγάζει λέξη, αλλά επιτυγχάνει ένα δίωρο υποκριτικό ρεσιτάλ στη βωβή, γκροτέσκα αναπαράσταση των όσων αφηγείται ο δεύτερος σπουδαίος ηθοποιός του σχήματος.
Με μια μπεκετική, παράλογη δόμηση, το έργο κινείται από το τραγικό στο burlesque από το χιουμοριστικό στο μελοδραματικό, από τα συνθετικά στοιχεία του έρωτα στα συστατικά του θανάτου, από το φετιχιστικά πληκτικό σκηνικό του μεσοαστικού ρωσικού σπιτιού στον Μεσοπόλεμο στο υπαίθριο σκηνικό της ισοπεδωμένης πόλης με τα παγωμένα πτώματα.
Ο θίασος και η συγγραφέας
Η Τατιάνα Τόλσταγια γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1951 και είναι απόγονος του Τολστόι. Εργάστηκε ως διαφημίστρια και ως δημοσιογράφος προτού αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Σήμερα μοιράζεται τη ζωή της ανάμεσα στις Η.Π.Α., όπου διδάσκει στο πανεπιστήμιο, και στη Ρωσία.
Το θέατρο της Ρίγας, με εικοσιπέντε μόνιμους ηθοποιούς, έχει στο ενεργητικό του συνεργασίες και με σημαντικούς ευρωπαϊκούς θεατρικούς φορείς. Η αισθητική του χαρακτηρίζεται από τον συγκερασμό δύο αλληλοσυγκρουόμενων σκηνικών αντιλήψεων: δομημένα, αφαιρετικά στοιχεία της γερμανικής παράδοσης αφενός, παιγνιώδες, αυθόρμητο και μεστό παίξιμο της ρωσικής σχολής αφετέρου. Ο Άλβις Χερμάνις έχει επισκεφθεί την Αθήνα το 2010, προσκεκλημένος της Στέγης Γραμμάτων, με την παράσταση «The Sound of Silence» και τιμήθηκε τον Απρίλιο του 2007, στη Θεσσαλονίκη, με το «Ευρωπαϊκό Βραβείο για τις νέες θεατρικές πραγματικότητες».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Info
Σκηνοθεσία
Alvis Hermanis
Σχεδιαστής
Kristīne Jurjāne
Μουσική Επιμέλεια
Andris Jarāns
Τεχνικός Σκηνής
Kārlis Tone and Jānis Smirnovs
Διευθυντής Σκηνής
Linda Zaharova
Tour manager
Elīna Adamaite
Ερμηνεύουν
Gundars Āboliņš
and Jevgēnijs Isajevs