Για την παράσταση Φαέθων, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, που παρουσιάζεται στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής».
Του Πέτρου Πολυμένη
Πέντε τα πρόσωπα στο έργο Φαέθων του Δημήτρη Δημητριάδη, όλα της ίδιας οικογένειας: ο πατέρας, η μητέρα, οι δύο κόρες και ο γιος. Σε κάποιο σημείο ακούγεται η φράση «δεν ξέρω ποιος είμαι, αλλά ξέρω ποιος γίνομαι», ανοίγοντας ταυτόχρονα ένα παράθυρο για την κατάσταση των προσώπων επί σκηνής: τι είναι ο καθένας και τι εντέλει γίνεται, μέσα από την άσκηση ψυχικού ή και σωματικού βιασμού εντός της οικογένειας. Ο πατέρας, αν και διαρκώς επικαλείται τον ιερό λόγο του Ευαγγελίου, στην πράξη γίνεται ένας σατράπης, η μητέρα οδηγείται στην τρέλα, οι δύο αδελφές Ανν και Μπεθ σκιές σαστισμένες αφηγούνται τη ζωή τους στο ημίφως, ενώ ο αδελφός τους ο Λολ, μη έχοντας τον έλεγχο της αγίνωτης ζωής του, έχει μοίρα ανάλογη με τον μυθικό Φαέθοντα, ο οποίος χτυπημένος από τον πατέρα-Δία πέφτει στον ποταμό Ηριδανό και πνίγεται.
Πού σταματά το ρεαλιστικό στοιχείο του ενδοοικογενειακού βιασμού και που αρχίζει το συμβολικό πεδίο της σήψης και της διαστροφής; Πότε η επίδραση της πατρικής φιγούρας συνιστά στρέβλωση της παιδικής ταυτότητας, αλλά και υπό ποιες συνθήκες θα οδηγούσε σε μια απελευθέρωση; Μπορεί ποτέ αυτό να συμβεί;
Το έργο ξεκινά με τις δύο αδελφές, την Ανν και την Μπεθ, να συζητάνε για την κηδεία του πατέρα, για τη μητέρα που δεν μπορεί να επιστρέψει από ’κει που βρίσκεται, για την απουσία του αδελφού τους Λολ. Η αφήγηση και οι κινήσεις τους έχουν ρυθμό, όπως και η παράσταση εν γένει, εν είδει αντίστιξης στο υπαινισσόμενο χάος. Σαν να γίνεται η απόπειρα να φορεθεί μια κάποια γεωμετρία στην άβυσσο που τους καταπίνει. Στη συνέχεια, μέσα από μια αναπόληση, βλέπουμε όλη την οικογένεια επί σκηνής σε διάφορα στιγμιότυπα του κοινού βίου, με τον πατέρα να εξουσιάζει άπαντες. Το κείμενο έχει κάτι ρευστό, κάτι που διαφεύγει της προσπάθειας του θεατή να βάλει την πλοκή σε μια σειρά, αναζητώντας μιαν αληθοφανή αφήγηση του βίου ενός εκάστου, τον εικότα μύθο αυτού. Μήπως ο αγίνωτος Λολ δολοφονεί τον παραγινωμένο (και εντέλει σάπιο) πατέρα, και μετά αυτοκοτονεί; Ή μήπως ο Λολ πνίγηκε παιδί ακόμα, όταν ο πατέρας έσπρωξε το καροτσάκι του στο ποτάμι για να μπορεί πλέον, ως αρχέγονο αρσενικό, να ορίζει τη σάρκα των κοριτσιών του, που δεν παύει -όπως πιστεύει- να είναι και δική του σάρκα. Μήπως ο Λολ επί σκηνής είναι ένα φάντασμα που πλανάται στις οικογενειακές στιγμές, υπερασπίζεται την εναντίωση στον πατέρα, και τελικά οπλίζει το χέρι της μητέρας για το φονικό; Πού σταματά το ρεαλιστικό στοιχείο του ενδοοικογενειακού βιασμού και που αρχίζει το συμβολικό πεδίο της σήψης και της διαστροφής; Πότε η επίδραση της πατρικής φιγούρας συνιστά στρέβλωση της παιδικής ταυτότητας, αλλά και υπό ποιες συνθήκες θα οδηγούσε σε μια απελευθέρωση; Μπορεί ποτέ αυτό να συμβεί;
Ρευστός μύθος σε όχθες ευκρινείς
Η ρευστότητα του εικότα μύθου ενισχύεται αφού μέρος της δράσης συντελείται εκτός σκηνής. Παρεμβάλλονται ήχοι μεταλλικοί κι αιφνίδιοι, αλλά και ο ήχος από τη ροή ρευστών, σαν να πρόκειται για τα οικογενειακά λύματα μεσ’ από σωλήνες αποχέτευσης. Παρολ’ αυτά η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά κρατά ευκρινείς τους δύο πόλους του έργου, τα δύο του άκρα: εκείνο που ο καθένας ήταν να είναι, κι εκείνο που εντέλει γίνεται, εκείνο που τώρα είναι. Τα δύο άκρα είναι αρχετυπικά. Από τη μια το περίφημο «τί ἦν εἶναι» του Αριστοτέλη (τι απίστευτο γλωσσικό και υπαρξιακό βάθος σε τρεις μόνο λέξεις παράξενα ταιριασμένες...) και από την άλλη εκείνο που τώρα είναι. Στο ενδιάμεσο χώρο, μεταξύ δυνάμει και ενεργεία, κυριαρχεί εδώ η φρίκη της πατρικής βίας και το έργο γίνεται μια σαρκαστική ελεγεία.
Οι λέξεις ανασαίνουν και αποκαλύπτεται η βαρύτητά τους.
Η σκηνοθεσία υπογραμμίζει τις ανθρώπινες καταστάσεις, τα διλήμματα, την ενδιάμεση ένταση, τα ερωτήματα που ξετυλίγονται. Οι λέξεις ανασαίνουν και αποκαλύπτεται η βαρύτητά τους. Ο ρεαλισμός φτάνει σ’ εκείνο το σημείο που επιτρέπει μια συμβολοποίηση της διαστροφικής επίδρασης στην ανθρώπινη παρουσία και ταυτότητα. Όλα τούτα δεν θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν χωρίς την υπέροχη υποκριτική και των πέντε ηθοποιών: ο πατέρας Περικλής Μουστάκης ως ψύχραιμος σατράπης, η Αννέζα Παπαδοπούλου ως μητέρα που κρατά τα προσχήματα αν και σε απόγνωση, ο Άρης Μπαλής ως οργισμένος Λολ που πήγε στράφι, η σαγηνευτική Εύη Σαουλίδου και η σπαρακτικώς απορημένη Σταυρούλα Σιάμου ως κόρες στο ημίφως, με μια γκροτέσκο εσωτερικότητα.
Η παράσταση πραγματώνεται στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων που χάρη στο κριτήριο της Ειρήνης Λεβίδη αναδεικνύεται σε θερμοκοιτίδα νέων θεατρικών δυνάμεων, αποδίδοντας τιμή σε ένα χώρο, σε ένα θέατρο, που έχει πλέον γίνει ορόσημο της σύγχρονης πολιτισμικής μας ιστορίας.
*Ο ΠΕΤΡΟΣ ΠΟΛΥΜΕΝΗΣ είναι ποιητής και διδάκτορας Φιλοσοφίας.
Info
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Σκηνικά: Ελένη Μανωλοπούλου
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Ηχητική δραματουργία: Δημήτρης Καμαρωτός
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθοί σκηνοθέτη: Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Ιωάννα Πιατά
Ερμηνεύουν: Περικλής Μουστάκης, Άρης Μπαλής, Ανέζα Παπαδοπούλου, Εύη Σαουλίδου, Σταυρούλα Σιάμου
ΘΕΑΤΡΟ ΟΔΟΥ ΚΥΚΛΑΔΩΝ – Λευτέρης Βογιατζής, Η νέα ΣΚΗΝΗ
Κυκλάδων 11 και Κεφαλληνίας
Κυψέλη
ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΤΑΜΕΙΟΥ
210 8217877
ΗΜΕΡΕΣ & ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
Πέμπτη 21.00, Παρασκευή 21.00, Σάββατο 21.00, Κυριακή 19.00
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Κανονικό: 16 €
Φοιτητικό, νεανικό έως 23 ετών, ΑμΕΑ, άνω των 65: 13 €
Γενική είσοδος Πέμπτης: 13 €
ΣΕΗ & άνεργοι: 5 €