Για την παράσταση Βυσσινόκηπος, σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου, που παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών (φωτ. Βασ. Μακρής).
Του Νίκου Ξένιου
«Μη βλέπετε παραστάσεις, τα μούτρα σας να βλέπετε καλύτερα, τα άχρωμα τα λόγια σας, την άχρηστη ζωή σας...» Άντον Τσέχωφ
«Είναι λάμψεις της ζωής που τις βάζει στο χαρτί ο Τσέχοφ και όποιον πιάσει. Και όταν τα πιάνεις, δεν τα καταλαβαίνεις. Δεν καταλαβαίνεις την πύκνωση των πραγμάτων. Μέσα σε δύο φράσεις τα λέει όλα, σαν να είναι απλά πράγματα. Για τη ζωή που τους πάει και τους φέρνει. Και όλα αυτά τα λέει «Βυσσινόκηπο». Έβαλε χίλια στρέμματα βυσσινιές. Όσο πάει το μάτι σου από ζωή. Ο Βυσσινόκηπος είναι ο ανθός της ανθρώπινης τραγωδίας. Δεν έχω ξαναδεί συγγραφέα που να χάνεσαι τόσο μέσα του. Σχεδόν αδύνατον και να παιχτεί. Αν έφτιαχνα μια σκηνή ρεαλιστική, με χίλια δέντρα, θα βυθιζόμουνα εκεί. Δεν θα 'κανα βήμα πιο πέρα. Δεν θα 'λεγα λέξη». Νίκος Καραθάνος
Ο Βυσσινόκηπος ανέβηκε για πρώτη φορά στις 17 Ιανουαρίου του 1904, στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας[1], σε σκηνοθεσία του Κονσταντίν Στανισλάφσκι. Ο Τσέχωφ πέθανε λίγους μήνες αργότερα, από φυματίωση. Ο Στανισλάφσκι, όταν διάβασε το έργο, έγραψε στον Τσέχωφ: «Έβαλα τα κλάματα διαβάζοντάς το και δεν μπορούσα να σταματήσω». Και ο συγγραφέας του απάντησε: «Το έργο μου δεν είναι δράμα, αλλά κωμωδία, στιγμές-στιγμές μάλιστα φάρσα». Στην Ελλάδα, ο «Βυσσινόκηπος» πρωτοπαίχτηκε το 1939 από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Ακολούθησαν σημαντικά ανεβάσματα του έργου από κρατικές σκηνές, αλλά και θιάσους του ελεύθερου θεάτρου: το πιο πρόσφατο βήμα στην καθ’ ημάς πορεία του έργου είναι η υπερρεαλιστική παράσταση του Νίκου Καραθάνου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Μια αριστοκρατική οικογένεια χάνει τον βυσσινόκηπό της, ενώ ένας κολίγος που θέλει να αναρριχηθεί κοινωνικά προτείνει στην κυρία του σπιτιού την οικοπεδοποίησή του. Ο κολίγος αγοράζει το κτήμα από τους «αφέντες» του και μια νέα τάξη πραγμάτων ορίζεται, που θα αλλάξει την πολιτικοκοινωνική φυσιογνωμία του τόπου.
Ο Βυσσινόκηπος είναι εμπνευσμένος από μιαν εποχή κατά την οποία ο ρωσικός λαός, αν και θεωρητικά ελεύθερος, εξαιτίας της κατάργησης της δουλοπαροικίας κατά το 1861, ζούσε ακόμα στη φτώχεια και την αμάθεια. Μια αριστοκρατική οικογένεια χάνει τον βυσσινόκηπό της, ενώ ένας κολίγος που θέλει να αναρριχηθεί κοινωνικά προτείνει στην κυρία του σπιτιού την οικοπεδοποίησή του. Η κυρία, προσκολλημένη σε μιαν εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί, αρνείται, με αποτέλεσμα να βιώσει την απώλεια του βυσσινόκηπου, καθώς και της ελπίδας για συνέχιση της άνετης ζωής της. Ο κολίγος αγοράζει το κτήμα από τους «αφέντες» του και μια νέα τάξη πραγμάτων ορίζεται, που θα αλλάξει την πολιτικοκοινωνική φυσιογνωμία του τόπου.
«Είναι μακρύς ο δρόμος ώς τη Μόσχα»: χαρακτήρες και μνήμες
Ο Τσέχωφ αποδίδει τους κραδασμούς μιας εποχής που τελειώνει με την άφιξη μιας νέας τάξης πραγμάτων και τις επιπτώσεις της στον ψυχισμό των ανθρώπων. Οι ήρωες παραμένουν προσκολλημένοι στο νοσταλγικό παρελθόν, χωρίς να κάνουν τίποτε παρά μόνο να το αναπολούν ακόμη κι όταν ακούν τα τσεκούρια να χτυπούν δυνατά και να κόβουν τις αγαπημένες τους βυσσινιές. Η ιδιοκτησία του κερασώνα σε μια νότια παρυφή της Ρωσίας, η εκμετάλλευσή του σε μια εποχή που οι «παραθεριστές» άρχιζαν να πολλαπλασιάζονται χρόνο με το χρόνο και, τέλος, οι άνθρωποι που «όριζαν» αυτή τη γη, συνιστούν το σκηνικό πρόσχημα που χρειάζεται ο συγγραφέας για να μιλήσει για την απώλεια του χρόνου της ζωής μας. Ο Jovan Hristic, μελετητής του τσεχωφικού έργου, υποστηρίζει πως ο «Βυσσινόκηπος» είναι ένα έργο που έχει μόνο δευτερεύοντες ήρωες και που ο κεντρικός ήρωας δεν είναι πρόσωπο, αλλά ένα τεμάχιο γης[2].
Η διακωμώδηση των προσώπων ξεκινά από το ζεύγος των αδελφών γαιοκτημόνων: ο Γκάγιεβ, ο αδελφός της ιδιοκτήτριας Λιουμπόβ Αντρέγεβνα (τη Λιούμπα στην παράσταση ερμηνεύει η Γαλήνη Χατζηπασχάλη και τον Κάγιεβ ο Θανάσης Αλευράς), ενώ βλέπει τη ζωή του να ξεριζώνεται και στην αρχή δεν θέλει να το πιστέψει, την ημέρα που πουλιέται το κτήμα με το βυσσινόκηπο, επιδεικνύει πρωτοφανή ρεαλισμό: «όταν για μια αρρώστια προτείνονται πολλά φάρμακα πάει να πει πως είναι αγιάτρευτη». Όταν ο βυσσινόκηπος τελικά πουλιέται, ο Γκάγιεβ παρηγορεί την αδελφή του: «Είδες; Όλα τώρα τελείωσαν και είμαστε μια χαρά. Τώρα πια ησυχάσαμε». Η Λιούμπα έχει δει τη ζωή της να χάνεται κι έχει γραπωθεί από έναν ανέλπιδο έρωτα που την πληγώνει και την ταλαιπωρεί χωρίς να μπορεί να την παρηγορήσει. Μέσα της αιμορραγεί ακόμα η πληγή που της προκάλεσε η απρόσμενη απώλεια του ανήλικου γιου της, ο οποίος πέθανε από πνιγμό στο ποτάμι.
Ο Λοπάχιν (που για πρώτη φορά τον είχε ερμηνεύσει ο ίδιος ο Στανισλάβσκι, κατ’ εντολήν του Τσέχωφ, και τώρα τον ερμηνεύει ο ίδιος ο Νίκος Καραθάνος), φέρει το φορτίο ενός ανθρώπου που κακοποιήθηκε στην παιδική του ηλικία, είναι κυνικός γιατί είναι τραυματισμένος.
Ο χαρακτήρας της Βάρια (την ερμηνεύει η Έλενα Τοπαλίδου) αναδεικνύει τη σημασία που έδινε ο Τσέχωφ στη δουλειά, ως απαραίτητη προϋπόθεση προόδου: η ηρωίδα του είναι αφοσιωμένη στη δουλειά, είναι συμπονετική, η ψυχή της είναι βυθισμένη στο αίσθημα ευθύνης για τους άλλους, όμως είναι καταδικασμένη να μείνει μόνη. Το άλλο ήμισυ του ζεύγους, ο Λοπάχιν (που για πρώτη φορά τον είχε ερμηνεύσει ο ίδιος ο Στανισλάβσκι, κατ’ εντολήν του Τσέχωφ, και τώρα τον ερμηνεύει ο ίδιος ο Νίκος Καραθάνος), φέρει το φορτίο ενός ανθρώπου που κακοποιήθηκε στην παιδική του ηλικία, είναι κυνικός γιατί είναι τραυματισμένος. Η ζωή γι' αυτό το νεόπλουτο χωριατόπαιδο δεν είναι παρά μια ανοησία, μια δυστυχία.
Η Άνια, κόρη της Λιούμπα (Λυδία Φωτοπούλου), υποφέρει από την έλλειψη μητρικής φροντίδας και κάνει διαρκώς παρέα με τον Τροφίμοβ, έναν αιώνιο φοιτητή της συμφοράς μαζί με τον οποίον εκφωνούν οράματα ενός καλύτερου κόσμου, χωρίς να αντιλαμβάνονται πως είναι τρελά ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο, διατεινόμενοι πως «είναι ανώτεροι από τον έρωτα»: ο Τροφίμoβ (ερμηνευμένος από τον Άγγελο Τριανταφύλλου, που θα εκφωνήσει και την τιράντα της «καταστροφής» μέσα από την υπόδυση ενός υπερρεαλιστικού ελέφαντα, που θα μπορούσε να είναι ο ελεφαντόμορφος θεός Γκανές, ο αφηγητής της «Μαχαμπχαράτα») εξωτερικεύει τα ματαιωμένα συναισθήματα και σχέδιά του με εκφράσεις πικρίας και αποστροφής.
Ο αδέξιος Επιχόντοβ (ερμηνεία μοναδική του Χρήστου Λούλη), ο γραμματέας που σκοντάφτει σε κάθε βήμα του γνωρίζοντας πως δεν έχει καμία αξιοπρέπεια, ο κτηματίας Πίστσικ (Γιάννης Κότσιφας) που ζητά φορτικά δανεικά και καταβροχθίζει ό,τι βρει μπροστά του, η χορεύτρια γκουβερνάντα Σαρλότα που σέρνει το σκυλί που τρώει καρύδια και βυθίζεται στη μοναξιά, η Ντουνιάσα (Έμιλυ Κολιανδρή) που μιμείται κακότεχνα τις κυρίες της και παριστάνει αδέξια την καλομαθημένη δεσποινίδα, ο αλαζονικός αλλά και βαθιά συντηρητικός Γιάσα που τρώει χαβιάρι και πίνει σαμπάνια (τον επηρμένο υπηρέτη ερμηνεύει ο ταλαντούχος Μιχάλης Σαράντης), ενώ επιχαίρει στην καταστροφή του βυσσινόκηπου, καθώς και ο θεόκουφος υπερήλικας Φιρτς (από την εικοσιτριάχρονη Δάφνη Πατακιά, που υλοποιεί την πρόθεση του σκηνοθέτη να υπερβεί τους επικαθορισμούς ηλικιακής διανομής των ρόλων), το τελευταίο κατάλοιπο της τσαρικής Ρωσίας που θα εγκαταλειφθεί από όλους στο παλιό αρχοντικό και θα πεθάνει μόνος ακούγοντας τις βυσσινιές να κόβονται για να σωριαστούν στο έδαφος, συνθέτουν το παλίμψηστο χαρακτήρων που αναδιανέμει η δημοκρατική αυτή παράσταση.
Άχρονο σκηνικό ενός προαγγελθέντος θανάτου
Εξαρχής το σπίτι της Λιούμπα παρίσταται ως ποντικότρυπα, από ρωγμές της οποίας μπαίνουν δεσμίδες φωτός: η ποντικότρυπα παραπέμπει τόσο σε φυλακή ή αποθήκη σιτηρών, όσο και σε καθεδρικό ναό, καθώς η στέγη του είναι καμπύλη και ο κεκλιμμένος του «τρούλος» δημιουργεί κλειστοφοβικό κλίμα, αντί να παριστά το παιδικό δωμάτιο και τη βιβλιοθήκη της Λιούμπα. Επιπλέον, η χρήση των σκηνικών στοιχείων που πρόκειται να καταστραφούν, των χαρτομάντηλων που λειτουργούν ως χαρτοπόλεμος, των λαχανικών που κομματιάζονται κι εκσφενδονίζονται στο φράγμα του τοίχου, του τραπεζιού που λειτουργεί ως βωμός μιας εκκλησίας, μιας θυσίας, αλλά και ως πάγκος μανάβη και ως εξομολογητήριο, όλα αυτά τα εικαστικά ευρήματα της παράστασης συνθέτουν ένα ερμητικό κτίσμα, κατασκευασμένο ώστε να φιλοξενήσει την απονενοημένη επίδειξη κεφιού και ιλαρότητας της οικογένειας. Τα ποντικάκια που ροκανίζουν το οικοδόμημα είναι ευρηματικά επίσης, καθώς (καθ’ ομολογίαν του ίδιου του σκηνοθέτη) δημιουργούν συνειρμούς με μιαν ακτίδα φωτός που ίσως περιμένει στο χείλος της παιδικής μνήμης[3].
Ο Άγγελος Παπαδημητρίου ερμηνεύει με χιούμορ μιαν εκδοχή του Μίκυ Μάους, ενώ η Λένα Κιτσοπούλου αυτοσχεδιάζει σε μεγάλο βαθμό, προσδίδοντας την τελευταία νότα υπερρεαλισμού σε αυτήν την πραγματικά ελεύθερη από θεατρικά στερεότυπα παράσταση.
Ο Άγγελος Παπαδημητρίου ερμηνεύει με χιούμορ μιαν εκδοχή του Μίκυ Μάους, ενώ η Λένα Κιτσοπούλου αυτοσχεδιάζει σε μεγάλο βαθμό, προσδίδοντας την τελευταία νότα υπερρεαλισμού σε αυτήν την πραγματικά ελεύθερη από θεατρικά στερεότυπα παράσταση. Η παρουσία της Κιτσοπούλου επί σκηνής, το τραγούδι της και το κείμενο που εκφωνεί είναι τα ουσιαστικά «παράταιρα» στοιχεία αυτής της παράστασης. Έτσι, παρά το γεγονός ότι το κείμενο κατέχει κυρίαρχη θέση στη διαδικασία της παράστασης και αποτελεί το σταθερό σηµείο αναφοράς που καθορίζει την παραγωγή του νοήµατος, εδώ ορίζεται ως πεδίο ανοιχτό σε ερµηνείες, και διευρύνει εκείνο το «κλειστό» σύστηµα παράστασης που γνωρίζαμε[4].
Ο κύριος Καραθάνος επέλεξε να διαβάσει τον Βυσσινόκηπο με τα μάτια της ψυχής του και το ειλικρινές της προθέσεώς του αναδείχθηκε στην παράσταση, που οι παράγοντές της φάνηκαν να απολαμβάνουν πραγματικά, ενταγμένοι σε ένα εφιαλτικό σκηνικό που δεν θυμίζει καθόλου την τσεχωφική Ρωσία. Έδωσε έμφαση σε φράσεις όπως: «Προαισθάνομαι την ευτυχία, τη βλέπω κιόλας να 'ρχεται. Κι αν δε την ζήσουμε εμείς, τι πειράζει; Θα τη ζήσουν κάποιοι άλλοι», διαχειριζόμενος με φελλινική υπερβολή δεκάδες εξωσκηνικά στοιχεία. Έκανε, μαζί με τους ηθοποιούς του, παύσεις όλο νόημα, κοιτώντας κατάματα τους θεατές. Εντόπισε τα νατουραλιστικά στοιχεία του κειμένου, μεταπλάθοντάς τα σε απόλυτα υπερρεαλιστικά ερεθίσματα[5]. Χτύπησε κατά κράτος τους ατελείωτους μονολόγους που ίσως προκαλούσαν πλήξη στο κοινό του, ενώ ανέδειξε τη βαθύτατη μελαγχολία του. Επέβαλε μια κάπως «επίπεδη» εκφορά του λόγου, παράγοντας αντίστιξη με τη σοβαρότητα του κειμένου και αφήνοντας, με μιαν εφηβική φρεσκάδα, το θεατρικό παιχνίδι να επικρατήσει. Επέτρεψε ένα βαθμό αυθαιρεσίας στη Λένα Κιτσοπούλου προσθέτοντας εμβόλιμο ύφος στην παράσταση, κι αναφερόμενος πλαγίως πλην σαφώς στην πολιτικοκοινωνική επικαιρότητα κράτησε με σταθερότητα μια φθίνουσα πορεία θανάτου, που όμως διάνοιξε ρωγμές προς ελπιδοφόρο φως.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Info
22 Απριλίου - 9 Μαΐου 2015
Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου
Σκηνοθεσία - Διασκευή: Νίκος Καραθάνος
Σκηνικά και κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Κίνηση: Αμάλια Μπένετ
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Απόδοση κειμένου: Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου
Ηχολήπτης: Κωστής Παυλόπουλος
Hair Design: Ντάνιελ Αθανασίου
Μακιγιάζ: Αλεξάνδρα Μυτά
Βοηθoί σκηνοθέτη: Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Πέτρος Γεωργοπάλης
Βοηθοί σκηνογράφου: Ευαγγελία Θεριανού, Μυρτώ Λάμπρου, Δάφνη Ηλιοπούλου
Βοηθός παραγωγής: Τζέλα Χριστοπούλου
Παίζουν: Θανάσης Αλευράς, Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Έμιλυ Κολιανδρή, Γιάννης Κότσιφας, Αναστασία Κονίδη, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Μπινιάρης, Άγγελος Παπαδημητρίου, Δάφνη Πατακιά, Μιχάλης Σαράντης, Έλενα Τοπαλίδου, Άγγελος Τριανταφύλλου, Λυδία Φωτοπούλου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη
Κατασκευή σκηνικού: Lazaridis Scenic Studio και Στέλιος Λαμπαδάριος
Κατασκευές κοστουμιών: Δέσποινα Μακαρούνη
Κατασκευή «ελέφαντα»: Σωκράτης Παπαδόπουλος
Ακούγονται οι μουσικοί: Γιώργος Πετρούδης (μπουζούκι), Δημήτρης Γκόγκας (τρομπέτα), Σπύρος Βέργης (τρομπόνι), Δημήτρης Ντακοβάνος (φαγκότο), Κώστας Τσέκος (μπάσο κλαρινέτο).
Η ηχογράφηση έγινε στο Studio Artracks από τον Γιώργο Πρινιωτάκη.
Παραγωγή: Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών
Πεσισσότερες πληροφορίες: http://www.sgt.gr/gr/programme/event/1852