vissinokipos c vasilis makris

Για την παράσταση Βυσσινόκηπος, σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου, που παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών (φωτ. Βασ. Μακρής).

Του Νίκου Ξένιου

«Μη βλέπετε παραστάσεις, τα μούτρα σας να βλέπετε καλύτερα, τα άχρωμα τα λόγια σας, την άχρηστη ζωή σας...» Άντον Τσέχωφ

«Είναι λάμψεις της ζωής που τις βάζει στο χαρτί ο Τσέχοφ και όποιον πιάσει. Και όταν τα πιάνεις, δεν τα καταλαβαίνεις. Δεν καταλαβαίνεις την πύκνωση των πραγμάτων. Μέσα σε δύο φράσεις τα λέει όλα, σαν να είναι απλά πράγματα. Για τη ζωή που τους πάει και τους φέρνει. Και όλα αυτά τα λέει «Βυσσινόκηπο». Έβαλε χίλια στρέμματα βυσσινιές. Όσο πάει το μάτι σου από ζωή. Ο Βυσσινόκηπος είναι ο ανθός της ανθρώπινης τραγωδίας. Δεν έχω ξαναδεί συγγραφέα που να χάνεσαι τόσο μέσα του. Σχεδόν αδύνατον και να παιχτεί. Αν έφτιαχνα μια σκηνή ρεαλιστική, με χίλια δέντρα, θα βυθιζόμουνα εκεί. Δεν θα 'κανα βήμα πιο πέρα. Δεν θα 'λεγα λέξη». Νίκος Καραθάνος

Ο Βυσσινόκηπος ανέβηκε για πρώτη φορά στις 17 Ιανουαρίου του 1904, στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας[1], σε σκηνοθεσία του Κονσταντίν Στανισλάφσκι. Ο Τσέχωφ πέθανε λίγους μήνες αργότερα, από φυματίωση. Ο Στανισλάφσκι, όταν διάβασε το έργο, έγραψε στον Τσέχωφ: «Έβαλα τα κλάματα διαβάζοντάς το και δεν μπορούσα να σταματήσω». Και ο συγγραφέας του απάντησε: «Το έργο μου δεν είναι δράμα, αλλά κωμωδία, στιγμές-στιγμές μάλιστα φάρσα». Στην Ελλάδα, ο «Βυσσινόκηπος» πρωτοπαίχτηκε το 1939 από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Ακολούθησαν σημαντικά ανεβάσματα του έργου από κρατικές σκηνές, αλλά και θιάσους του ελεύθερου θεάτρου: το πιο πρόσφατο βήμα στην καθ’ ημάς πορεία του έργου είναι η υπερρεαλιστική παράσταση του Νίκου Καραθάνου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.

Μια αριστοκρατική οικογένεια χάνει τον βυσσινόκηπό της, ενώ ένας κολίγος που θέλει να αναρριχηθεί κοινωνικά προτείνει στην κυρία του σπιτιού την οικοπεδοποίησή του. Ο κολίγος αγοράζει το κτήμα από τους «αφέντες» του και μια νέα τάξη πραγμάτων ορίζεται, που θα αλλάξει την πολιτικοκοινωνική φυσιογνωμία του τόπου.

Ο Βυσσινόκηπος είναι εμπνευσμένος από μιαν εποχή κατά την οποία ο ρωσικός λαός, αν και θεωρητικά ελεύθερος, εξαιτίας της κατάργησης της δουλοπαροικίας κατά το 1861, ζούσε ακόμα στη φτώχεια και την αμάθεια. Μια αριστοκρατική οικογένεια χάνει τον βυσσινόκηπό της, ενώ ένας κολίγος που θέλει να αναρριχηθεί κοινωνικά προτείνει στην κυρία του σπιτιού την οικοπεδοποίησή του. Η κυρία, προσκολλημένη σε μιαν εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί, αρνείται, με αποτέλεσμα να βιώσει την απώλεια του βυσσινόκηπου, καθώς και της ελπίδας για συνέχιση της άνετης ζωής της. Ο κολίγος αγοράζει το κτήμα από τους «αφέντες» του και μια νέα τάξη πραγμάτων ορίζεται, που θα αλλάξει την πολιτικοκοινωνική φυσιογνωμία του τόπου.

«Είναι μακρύς ο δρόμος ώς τη Μόσχα»: χαρακτήρες και μνήμες

Ο Τσέχωφ αποδίδει τους κραδασμούς μιας εποχής που τελειώνει με την άφιξη μιας νέας τάξης πραγμάτων και τις επιπτώσεις της στον ψυχισμό των ανθρώπων. Οι ήρωες παραμένουν προσκολλημένοι στο νοσταλγικό παρελθόν, χωρίς να κάνουν τίποτε παρά μόνο να το αναπολούν ακόμη κι όταν ακούν τα τσεκούρια να χτυπούν δυνατά και να κόβουν τις αγαπημένες τους βυσσινιές. Η ιδιοκτησία του κερασώνα σε μια νότια παρυφή της Ρωσίας, η εκμετάλλευσή του σε μια εποχή που οι «παραθεριστές» άρχιζαν να πολλαπλασιάζονται χρόνο με το χρόνο και, τέλος, οι άνθρωποι που «όριζαν» αυτή τη γη, συνιστούν το σκηνικό πρόσχημα που χρειάζεται ο συγγραφέας για να μιλήσει για την απώλεια του χρόνου της ζωής μας. Ο Jovan Hristic, μελετητής του τσεχωφικού έργου, υποστηρίζει πως ο «Βυσσινόκηπος» είναι ένα έργο που έχει μόνο δευτερεύοντες ήρωες και που ο κεντρικός ήρωας δεν είναι πρόσωπο, αλλά ένα τεμάχιο γης[2].

Η διακωμώδηση των προσώπων ξεκινά από το ζεύγος των αδελφών γαιοκτημόνων: ο Γκάγιεβ, ο αδελφός της ιδιοκτήτριας Λιουμπόβ Αντρέγεβνα (τη Λιούμπα στην παράσταση ερμηνεύει η Γαλήνη Χατζηπασχάλη και τον Κάγιεβ ο Θανάσης Αλευράς), ενώ βλέπει τη ζωή του να ξεριζώνεται και στην αρχή δεν θέλει να το πιστέψει, την ημέρα που πουλιέται το κτήμα με το βυσσινόκηπο, επιδεικνύει πρωτοφανή ρεαλισμό: «όταν για μια αρρώστια προτείνονται πολλά φάρμακα πάει να πει πως είναι αγιάτρευτη». Όταν ο βυσσινόκηπος τελικά πουλιέται, ο Γκάγιεβ παρηγορεί την αδελφή του: «Είδες; Όλα τώρα τελείωσαν και είμαστε μια χαρά. Τώρα πια ησυχάσαμε». Η Λιούμπα έχει δει τη ζωή της να χάνεται κι έχει γραπωθεί από έναν ανέλπιδο έρωτα που την πληγώνει και την ταλαιπωρεί χωρίς να μπορεί να την παρηγορήσει. Μέσα της αιμορραγεί ακόμα η πληγή που της προκάλεσε η απρόσμενη απώλεια του ανήλικου γιου της, ο οποίος πέθανε από πνιγμό στο ποτάμι.

Ο Λοπάχιν (που για πρώτη φορά τον είχε ερμηνεύσει ο ίδιος ο Στανισλάβσκι, κατ’ εντολήν του Τσέχωφ, και τώρα τον ερμηνεύει ο ίδιος ο Νίκος Καραθάνος), φέρει το φορτίο ενός ανθρώπου που κακοποιήθηκε στην παιδική του ηλικία, είναι κυνικός γιατί είναι τραυματισμένος.

Ο χαρακτήρας της Βάρια (την ερμηνεύει η Έλενα Τοπαλίδου) αναδεικνύει τη σημασία που έδινε ο Τσέχωφ στη δουλειά, ως απαραίτητη προϋπόθεση προόδου: η ηρωίδα του είναι αφοσιωμένη στη δουλειά, είναι συμπονετική, η ψυχή της είναι βυθισμένη στο αίσθημα ευθύνης για τους άλλους, όμως είναι καταδικασμένη να μείνει μόνη. Το άλλο ήμισυ του ζεύγους, ο Λοπάχιν (που για πρώτη φορά τον είχε ερμηνεύσει ο ίδιος ο Στανισλάβσκι, κατ’ εντολήν του Τσέχωφ, και τώρα τον ερμηνεύει ο ίδιος ο Νίκος Καραθάνος), φέρει το φορτίο ενός ανθρώπου που κακοποιήθηκε στην παιδική του ηλικία, είναι κυνικός γιατί είναι τραυματισμένος. Η ζωή γι' αυτό το νεόπλουτο χωριατόπαιδο δεν είναι παρά μια ανοησία, μια δυστυχία.

Η Άνια, κόρη της Λιούμπα (Λυδία Φωτοπούλου), υποφέρει από την έλλειψη μητρικής φροντίδας και κάνει διαρκώς παρέα με τον Τροφίμοβ, έναν αιώνιο φοιτητή της συμφοράς μαζί με τον οποίον εκφωνούν οράματα ενός καλύτερου κόσμου, χωρίς να αντιλαμβάνονται πως είναι τρελά ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο, διατεινόμενοι πως «είναι ανώτεροι από τον έρωτα»: ο Τροφίμoβ (ερμηνευμένος από τον Άγγελο Τριανταφύλλου, που θα εκφωνήσει και την τιράντα της «καταστροφής» μέσα από την υπόδυση ενός υπερρεαλιστικού ελέφαντα, που θα μπορούσε να είναι ο ελεφαντόμορφος θεός Γκανές, ο αφηγητής της «Μαχαμπχαράτα») εξωτερικεύει τα ματαιωμένα συναισθήματα και σχέδιά του με εκφράσεις πικρίας και αποστροφής.

Ο αδέξιος Επιχόντοβ (ερμηνεία μοναδική του Χρήστου Λούλη), ο γραμματέας που σκοντάφτει σε κάθε βήμα του γνωρίζοντας πως δεν έχει καμία αξιοπρέπεια, ο κτηματίας Πίστσικ (Γιάννης Κότσιφας) που ζητά φορτικά δανεικά και καταβροχθίζει ό,τι βρει μπροστά του, η χορεύτρια γκουβερνάντα Σαρλότα που σέρνει το σκυλί που τρώει καρύδια και βυθίζεται στη μοναξιά, η Ντουνιάσα (Έμιλυ Κολιανδρή) που μιμείται κακότεχνα τις κυρίες της και παριστάνει αδέξια την καλομαθημένη δεσποινίδα, ο αλαζονικός αλλά και βαθιά συντηρητικός Γιάσα που τρώει χαβιάρι και πίνει σαμπάνια (τον επηρμένο υπηρέτη ερμηνεύει ο ταλαντούχος Μιχάλης Σαράντης), ενώ επιχαίρει στην καταστροφή του βυσσινόκηπου, καθώς και ο θεόκουφος υπερήλικας Φιρτς (από την εικοσιτριάχρονη Δάφνη Πατακιά, που υλοποιεί την πρόθεση του σκηνοθέτη να υπερβεί τους επικαθορισμούς ηλικιακής διανομής των ρόλων), το τελευταίο κατάλοιπο της τσαρικής Ρωσίας που θα εγκαταλειφθεί από όλους στο παλιό αρχοντικό και θα πεθάνει μόνος ακούγοντας τις βυσσινιές να κόβονται για να σωριαστούν στο έδαφος, συνθέτουν το παλίμψηστο χαρακτήρων που αναδιανέμει η δημοκρατική αυτή παράσταση.

alt

Άχρονο σκηνικό ενός προαγγελθέντος θανάτου

Εξαρχής το σπίτι της Λιούμπα παρίσταται ως ποντικότρυπα, από ρωγμές της οποίας μπαίνουν δεσμίδες φωτός: η ποντικότρυπα παραπέμπει τόσο σε φυλακή ή αποθήκη σιτηρών, όσο και σε καθεδρικό ναό, καθώς η στέγη του είναι καμπύλη και ο κεκλιμμένος του «τρούλος» δημιουργεί κλειστοφοβικό κλίμα, αντί να παριστά το παιδικό δωμάτιο και τη βιβλιοθήκη της Λιούμπα. Επιπλέον, η χρήση των σκηνικών στοιχείων που πρόκειται να καταστραφούν, των χαρτομάντηλων που λειτουργούν ως χαρτοπόλεμος, των λαχανικών που κομματιάζονται κι εκσφενδονίζονται στο φράγμα του τοίχου, του τραπεζιού που λειτουργεί ως βωμός μιας εκκλησίας, μιας θυσίας, αλλά και ως πάγκος μανάβη και ως εξομολογητήριο, όλα αυτά τα εικαστικά ευρήματα της παράστασης συνθέτουν ένα ερμητικό κτίσμα, κατασκευασμένο ώστε να φιλοξενήσει την απονενοημένη επίδειξη κεφιού και ιλαρότητας της οικογένειας. Τα ποντικάκια που ροκανίζουν το οικοδόμημα είναι ευρηματικά επίσης, καθώς (καθ’ ομολογίαν του ίδιου του σκηνοθέτη) δημιουργούν συνειρμούς με μιαν ακτίδα φωτός που ίσως περιμένει στο χείλος της παιδικής μνήμης[3].

Ο Άγγελος Παπαδημητρίου ερμηνεύει με χιούμορ μιαν εκδοχή του Μίκυ Μάους, ενώ η Λένα Κιτσοπούλου αυτοσχεδιάζει σε μεγάλο βαθμό, προσδίδοντας την τελευταία νότα υπερρεαλισμού σε αυτήν την πραγματικά ελεύθερη από θεατρικά στερεότυπα παράσταση.

Ο Άγγελος Παπαδημητρίου ερμηνεύει με χιούμορ μιαν εκδοχή του Μίκυ Μάους, ενώ η Λένα Κιτσοπούλου αυτοσχεδιάζει σε μεγάλο βαθμό, προσδίδοντας την τελευταία νότα υπερρεαλισμού σε αυτήν την πραγματικά ελεύθερη από θεατρικά στερεότυπα παράσταση. Η παρουσία της Κιτσοπούλου επί σκηνής, το τραγούδι της και το κείμενο που εκφωνεί είναι τα ουσιαστικά «παράταιρα» στοιχεία αυτής της παράστασης. Έτσι, παρά το γεγονός ότι το κείμενο κατέχει κυρίαρχη θέση στη διαδικασία της παράστασης και αποτελεί το σταθερό σηµείο αναφοράς που καθορίζει την παραγωγή του νοήµατος, εδώ ορίζεται ως πεδίο ανοιχτό σε ερµηνείες, και διευρύνει εκείνο το «κλειστό» σύστηµα παράστασης που γνωρίζαμε[4].

Ο κύριος Καραθάνος επέλεξε να διαβάσει τον Βυσσινόκηπο με τα μάτια της ψυχής του και το ειλικρινές της προθέσεώς του αναδείχθηκε στην παράσταση, που οι παράγοντές της φάνηκαν να απολαμβάνουν πραγματικά, ενταγμένοι σε ένα εφιαλτικό σκηνικό που δεν θυμίζει καθόλου την τσεχωφική Ρωσία. Έδωσε έμφαση σε φράσεις όπως: «Προαισθάνομαι την ευτυχία, τη βλέπω κιόλας να 'ρχεται. Κι αν δε την ζήσουμε εμείς, τι πειράζει; Θα τη ζήσουν κάποιοι άλλοι», διαχειριζόμενος με φελλινική υπερβολή δεκάδες εξωσκηνικά στοιχεία. Έκανε, μαζί με τους ηθοποιούς του, παύσεις όλο νόημα, κοιτώντας κατάματα τους θεατές. Εντόπισε τα νατουραλιστικά στοιχεία του κειμένου, μεταπλάθοντάς τα σε απόλυτα υπερρεαλιστικά ερεθίσματα[5]. Χτύπησε κατά κράτος τους ατελείωτους μονολόγους που ίσως προκαλούσαν πλήξη στο κοινό του, ενώ ανέδειξε τη βαθύτατη μελαγχολία του. Επέβαλε μια κάπως «επίπεδη» εκφορά του λόγου, παράγοντας αντίστιξη με τη σοβαρότητα του κειμένου και αφήνοντας, με μιαν εφηβική φρεσκάδα, το θεατρικό παιχνίδι να επικρατήσει. Επέτρεψε ένα βαθμό αυθαιρεσίας στη Λένα Κιτσοπούλου προσθέτοντας εμβόλιμο ύφος στην παράσταση, κι αναφερόμενος πλαγίως πλην σαφώς στην πολιτικοκοινωνική επικαιρότητα κράτησε με σταθερότητα μια φθίνουσα πορεία θανάτου, που όμως διάνοιξε ρωγμές προς ελπιδοφόρο φως.

* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. 

[1] Το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας ιδρύθηκε το 1898 από τον Στανισλάβσκη και τον Ντατσένκο. Η γέννηση του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το έργο του Άντον Τσέχωφ αλλά και του Μαξίμ Γκόρκι. Το 1989, τη σκηνή του νεοσύστατου θεάτρου εγκαινίασε ο «Γλάρος», ενώ στη συνέχεια έπαιξαν και τα «Θείος Βάνιας» (1899), «Οι Τρεις Αδελφές» (1901) και «Ο Βυσσινόκηπος» (1904). Κατά τη διάρκεια των πρώτων παραστάσεων, γεννήθηκε ένα νέο είδος ηθοποιίας που επικοινωνούσε με διακριτικότητα την ψυχολογία του ήρωα, ενώ σχηματίστηκαν οι αρχές της σκηνοθεσίας καθώς και μία κοινή ατμόσφαιρα της δράσης. Το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας είναι το πρώτο θέατρο στη Ρωσία που πραγματοποίησε την αναμόρφωση του ρεπερτορίου, που δημιούργησε τον δικό του κύκλο και που γνώρισε συνεχή ανάπτυξη από παράσταση σε παράσταση.
[2] Jovan Hristic, Le théâtre de Tchekhov, «L'Âge de l’Homme», 1982. Ο Άγγελος Τερζάκης είχε εντοπίσει το στοιχείο της ροής που εισήγαγε στο θέατρο ο Τσέχωφ: εδώ η ροή συμπυκνώνεται λόγω του επικείμενου αποχωρισμού και της χρήσης των επιστολών, παράγοντας μιαν ιδιότυπη αίσθηση χωροχρόνου. Η πόλη που μνημονεύεται περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο γεωγραφικό στοιχείο είναι το Παρίσι. Εκεί ζει η συγκληρονόμος αδελφή, οπότε η γαλλική πρωτεύουσα που συμβολίζει και μέσα στο έργο κάθε είδος νεωτερισμού και αριστοκρατικότητας επανέρχεται στις αφηγήσεις και στη δράση δεκατέσσερις φόρες. Η Ρωσία, ως χώρα, μνημονεύεται και αυτή λίγες φορές και μάλιστα για να διατυπωθούν επίκαιρες κοινωνικές κρίσεις καθώς και γεωγραφικές-πατριωτικές ιδέες μέσα από το στόμα των ηρώων: ο χωρικός προβληματισμός του Τσέχωφ δεν αποτελεί απλό εύρημα για το στήσιμο του έργου. Μια εξωσκηνική οντότητα, χωροθετημένη σοφά από τον συγγραφέα της (σαν μια οποιαδήποτε σύγχρονη «αξιοποιήσιμη» τουριστική περιοχή) και «παγωμένη» μέσα στον ρου της Ιστορίας (σε εποχή μεγάλων αναστατώσεων που προετοίμαζαν τη ρωσική επανάσταση) προβάλλει τόπους, αναλύει ανθρώπους και συνθέτει κλασικά πρότυπα για τις σχέσεις της γης με τον άνθρωπο. «Όλη η Ρωσία είναι κήπος μας. Είναι απέραντη και πανέμορφη χώρα, έχει θαυμάσια μέρη». (βλ. το αντι-ασιατικό ιδεολόγημα: «ασιατική βαρβαρότητα», που αποτελεί βασικό στοιχείο της ρωσικής γεωγραφικής αντίληψης).
[3] Οι τρεις ηθοποιοί -τα φαντάσματα του κήπου και του σπιτιού- που εμφανίζονται ως Μίκυ Μάους είναι αόρατοι για τους χαρακτήρες του έργου. Έρχονται και συναντούν τα φαντάσματα του παρελθόντος. Επιστρέφουν στις ρίζες τους για να πουληθούν. Ο Μίκυ είναι από μια εικόνα που είχα δει μικρός όταν ήμουνα επτά-οκτώ χρονών. Είχε ριγμένο πάνω του ένα κουβερτάκι και πήγαινε σε ένα φως. Είπα τότε αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου, να πηγαίνω στο φως. Αν δεν το δω εγώ, όπως λέει ο Τσέχοφ, θα το δουν οι άλλοι. Όπως στη θάλασσα, το καλοκαίρι, που βλέπεις να υπάρχει ένα φωτάκι μακριά. Κάτι υπάρχει, κάπου. Σαν να υπάρχει μια λαμπάδα αναμμένη και όταν ήμασταν πιο μικροί, ήμασταν πιο κοντά της, κάτι τέτοιο. Και γιατί τη ζωή την αντιλαμβανόμαστε, όταν μεγαλώνουμε, περισσότερο σαν σκιά της ζωής που δεν ζήσαμε παρά σαν αληθινή ζωή. (από συνέντευξη του σκηνοθέτη).
[4] Στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, κατά τη διάρκεια των προβών του Γλάρου, ένας από τους ηθοποιούς είπε ότι σε όλο το έργο θα ακούγονταν βατράχια, τριζόνια και σκυλιά πίσω από τη σκηνή. «Σε τι χρειάζεται αυτό;», ρώτησε με κάποια δυσαρέσκεια στη φωνή του ο Τσέχωφ. «Για να είναι αληθινό», απάντησε ο ηθοποιός. «Αληθινό, ε;», επανέλαβε γελώντας ο Τσέχωφ. Και ύστερα από μια μικρή παύση είπε: «Η σκηνή είναι Τέχνη. Υπάρχει ένας πίνακας του Κραμσκόι, όπου τα πρόσωπα είναι θαυμάσια ζωγραφισμένα. Τι θα λέγατε αν σε ένα από αυτά τα πρόσωπα κόβαμε τη ζωγραφισμένη μύτη και βάζαμε μια ζωντανή; Η μύτη θα είναι αληθινή, αλλά ο πίνακας θα έχει χαλάσει».
[5] Σύµφωνα µε τον Patrice Pavis, «το κείµενο µιας παράστασης µπορεί να αποδελτιωθεί µε βάση τις ενδοκειµενικές του σχέσεις µε έναν κοινωνιολογικό λόγο», πράγμα που σημαίνει ότι καµιά παράσταση δεν µπορεί να έχει ένα προκαθορισµένο κειµενικό νόηµα. Γίνεται χώρος νοήµατος όταν συναντηθούν σε µια συγκεκριµένη παράσταση ο συγγραφέας, το κείµενο, ο σκηνοθέτης και ο θεατής. Ο ορίζοντας των προσδοκιών του δέκτη, το ατέλειωτο παιχνίδι διαφορών πάνω στην κειµενική επιφάνεια, η ερµηνευτική δραστηριότητα επιφέρει την έκρηξη των σταθερών νοηµάτων και πολλαπλασιάζει τη διασπορά τους. Το λογοτεχνικό έργο, αν το αποσπάσουµε από τον µονόδροµο και µονόλογο της µίας και µοναδικής ανάγνωσης, µπορεί να µας ξαφνιάσει µε τα επιπλέον κείµενα που γεννά (JAUSS H. R., Η Θεωρία της πρόσληψης : Τρία Μελετήµατα, Αθήνα, «Εστία»,1995, καθώς και Κ. Αρβανίτη , Η κριτική του δραµατικού κειµένου και της θεατρικής πράξης, «Κείµενα για την Κριτική», Αθήνα: Dian, 2002)

Info
22 Απριλίου - 9 Μαΐου 2015

Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου
Σκηνοθεσία - Διασκευή: Νίκος Καραθάνος
Σκηνικά και κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Κίνηση: Αμάλια Μπένετ
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Απόδοση κειμένου: Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου
Ηχολήπτης: Κωστής Παυλόπουλος
Hair Design: Ντάνιελ Αθανασίου
Μακιγιάζ: Αλεξάνδρα Μυτά
Βοηθoί σκηνοθέτη: Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Πέτρος Γεωργοπάλης
Βοηθοί σκηνογράφου: Ευαγγελία Θεριανού, Μυρτώ Λάμπρου, Δάφνη Ηλιοπούλου
Βοηθός παραγωγής: Τζέλα Χριστοπούλου

Παίζουν: Θανάσης Αλευράς, Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Έμιλυ Κολιανδρή, Γιάννης Κότσιφας, Αναστασία Κονίδη, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Μπινιάρης, Άγγελος Παπαδημητρίου, Δάφνη Πατακιά, Μιχάλης Σαράντης, Έλενα Τοπαλίδου, Άγγελος Τριανταφύλλου, Λυδία Φωτοπούλου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη

Κατασκευή σκηνικού: Lazaridis Scenic Studio και Στέλιος Λαμπαδάριος
Κατασκευές κοστουμιών: Δέσποινα Μακαρούνη
Κατασκευή «ελέφαντα»: Σωκράτης Παπαδόπουλος

Ακούγονται οι μουσικοί: Γιώργος Πετρούδης (μπουζούκι), Δημήτρης Γκόγκας (τρομπέτα), Σπύρος Βέργης (τρομπόνι), Δημήτρης Ντακοβάνος (φαγκότο), Κώστας Τσέκος (μπάσο κλαρινέτο).
Η ηχογράφηση έγινε στο Studio Artracks από τον Γιώργο Πρινιωτάκη.

Παραγωγή: Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών
Πεσισσότερες πληροφορίες: http://www.sgt.gr/gr/programme/event/1852

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Έξτρα παράσταση για τη «Νέκυια» στη Θεσσαλονίκη

Έξτρα παράσταση για τη «Νέκυια» στη Θεσσαλονίκη

Μετά τη μεγάλη ανταπόκριση του κοινού, η «Νέκυια», με τον Γιάννη Αγγελάκα και την Όλια Λαζαρίδου, σε σκηνοθεσία Χρήστου Παπαδόπουλου, συνεχίζεται με ακόμα μία παράσταση, Πέμπτη 13.02.24. 

Επιμέλεια: Book Press

...

«Σπυριδούλες» της Νεφέλης Μαϊστράλη, σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη και Χάρη Κρεμμύδα – Η αντίδραση που έγινε συναίνεση

«Σπυριδούλες» της Νεφέλης Μαϊστράλη, σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη και Χάρη Κρεμμύδα – Η αντίδραση που έγινε συναίνεση

«Σπυριδούλες» της Νεφέλης Μαϊστράλη, σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη και Χάρη Κρεμμύδα. Μια κριτική προσέγγιση της επιτυχημένης θεατρικής παράστασης. 

Γράφει ο Νίκος Σγουρομάλλης

Ένα κοινό χαρακτηριστικό της τέχνης που παρ...

«Αγαμέμνων, ο κύκλος του αίματος» σε σκηνοθεσία της Ραφίκα Σαουίς (κριτική)

«Αγαμέμνων, ο κύκλος του αίματος» σε σκηνοθεσία της Ραφίκα Σαουίς (κριτική)

Για την παράσταση «Αγαμέμνων, ο κύκλος του αίματος» σε σκηνοθεσία της Ραφίκα Σαουίς, στο θέατρο «Ακροπόλ».

Γράφει ο Νίκος Ξένιος

Η πολυμεσική παράσταση της Ραφίκα Σαουίς «Αγαμέμνων, ο κύκλος του αίματος» (Αισχύλος, Γιάννης Ρίτσος) ανεβαίνει σ...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

Στους Νίκο Παναγόπουλο, Τζένη Οικονομίδη και Φώτη Μανίκα τα βραβεία πρωτοεμφανιζόμενων λογοτεχνών της Εταιρείας Συγγραφέων

Στους Νίκο Παναγόπουλο, Τζένη Οικονομίδη και Φώτη Μανίκα τα βραβεία πρωτοεμφανιζόμενων λογοτεχνών της Εταιρείας Συγγραφέων

Στους Νίκο Παναγόπουλο, Φώτη Μανίκα και Τζένη Οικονομίδη τα βραβεία Βαρβέρη και Κουμανταρέα της Εταιρείας Συγγραφέων - στον Βιντσέντζο Ρότολο το βραβείο Διδώ Σωτηρίου. Στην κεντρική...

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024 μέσα από 30+ τίτλους για ενήλικες: λογοτεχνία, θεωρία, σκέψη. Γιατί το κουίρ «δεν έχει να κάνει με ποιον κάνεις σεξ, αλλά με έναν εαυτό που βρίσκεται σε δυσαρμονία με οτιδήποτε υπάρχει γύρω του και πασχίζει να βρει και να εφεύρει έναν χώρο μέσα στον οποίο θα μιλά, θα ζει και θα ευημ...

Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής με τον Κώστα Κατσουλάρη: νέος ανοιξιάτικος κύκλος 2025

Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής με τον Κώστα Κατσουλάρη: νέος ανοιξιάτικος κύκλος 2025

Νέος Κύκλος για το Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής του συγγραφέα Κώστα Β. Κατσουλάρη, με δυνατότητα παρακολούθησης είτε από κοντά είτε μέσω τηλεδιάσκεψης. Ημερομηνία έναρξης, Δευτέρα, 3 Φεβρουαρίου. Δείτε αναλυτικά όρους και προϋποθέσεις. 

...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Ο έρωτας στο σινεμά» του Θόδωρου Σούμα (προδημοσίευση)

«Ο έρωτας στο σινεμά» του Θόδωρου Σούμα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Θόδωρου Σούμα «Ο έρωτας στο σινεμά» το οποίο θα κυκλοφορήσει μέχρι το τέλος του μήνα από τις εκδόσεις Αιγόκερως.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Μίκαελ Χάνεκε, «Η Δασκάλα του Πιάνου»

Ο Μ...

«Γερτρούδη» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

«Γερτρούδη» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Χέρμαν Έσσε [Hermann Hesse] «Γερτρούδη» (μτφρ. Ειρήνη Γεούργα), το οποίο κυκλοφορεί στις 22 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ο Ίμτχορ ήταν χήρος, ζούσε σε ένα από τα παλι...

«Αυτή η κυρία δεν αστειεύεται!» της Γιάρα Μοντέιρο (προδημοσίευση)

«Αυτή η κυρία δεν αστειεύεται!» της Γιάρα Μοντέιρο (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα της Γιάρα Μοντέιρο [Yara Monteiro] «Αυτή η κυρία δεν αστειεύεται!» (μτφρ. Ζωή Καραμπέκιου), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 8 Ιανουαρίου από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

22 ...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

«Κι αν είμαι κουίρ, μη με φοβάσαι» – Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024

Τα καλύτερα κουίρ βιβλία του 2024 μέσα από 30+ τίτλους για ενήλικες: λογοτεχνία, θεωρία, σκέψη. Γιατί το κουίρ «δεν έχει να κάνει με ποιον κάνεις σεξ, αλλά με έναν εαυτό που βρίσκεται σε δυσαρμονία με οτιδήποτε υπάρχει γύρω του και πασχίζει να βρει και να εφεύρει έναν χώρο μέσα στον οποίο θα μιλά, θα ζει και θα ευημ...

«Η ποίηση ανάμεσά μας»: 60 ποιητικές συλλογές που ξεχωρίζουν

«Η ποίηση ανάμεσά μας»: 60 ποιητικές συλλογές που ξεχωρίζουν

Εξήντα ποιητικές συλλογές, δέκα από τις οποίες είναι ποίηση μεταφρασμένη στα ελληνικά: Μια επιλογή από τις εκδόσεις του 2024.

Επιλογή: Κώστας Αγοραστός, Διονύσης Μαρίνος

...

Ο Κώστας Σημίτης μέσα από τα βιβλία του: Εκσυγχρονιστής, οραματιστής, «διαχειριστής»

Ο Κώστας Σημίτης μέσα από τα βιβλία του: Εκσυγχρονιστής, οραματιστής, «διαχειριστής»

Ο θάνατος του πρώην πρωθυπουργού (1996-2004) και πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη, στις 5 Ιανουρίου 2025 σε ηλικία 88 ετών (1936-2025), μας οδηγεί και στα βιβλία του στα οποία διαφυλάσσεται η πολιτική του παρακαταθήκη αλλά και η προσωπική του διαδρομή. 

Επιμέλεια: Ελένη Κορόβηλα ...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΦΑΚΕΛΟΙ