Για την παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου Dressed Undressed, που παρουσιάζεται στο Θέατρο Σημείο.
Του Νίκου Ξένιου
Στο θέατρο «Σημείο», είκοσι δύο χρόνια έπειτα από τους «Γάμους» του Ιγκόρ Στραβίνσκι και είκοσι πέντε χρόνια μετά την ίδρυσή του, το χοροθέατρο ΟΚΤΑΝΑ του Κωνσταντίνου Ρήγου επαναλαμβάνει το τρυφερό και προκλητικό ταυτόχρονα Dressed Undressed για τέσσερις παραστάσεις (20, 21 & 27, 28 Απριλίου).
Σύμφωνα με δήλωση του χορογράφου, τα επόμενα χρόνια οι δύο χορευτές θα ερμηνεύουν το έργο σε διαφορετικούς χώρους, μια φορά το χρόνο, με σκοπό την καταγραφή της σχέσης του σώματος με το χρόνο. Η πρώτη εκκίνηση του έργου έγινε το 2010, ακολούθησαν η Βαλκανική Πλατφόρμα Χορού της Λιουμπλιάνα, ο Μήνας Χορού της Σεβίλλης, το Cuore di Grecia της Μπολόνια, η Πάτρα, και τώρα η παράσταση επιστρέφει στην Αθήνα. Χορεύουν ο Τάσος Καραχάλιος και ο Γιάννης Νικολαΐδης, ενώ η δραματουργική εργασία έχει γίνει από την Ξένια Αηδονοπούλου.
Είμαστε απόγονοι ενός αδελφοκτόνου
Το γυμνό ανθρώπινο σώμα, σε αντίθεση με τη δεκαετία του ’90, δεν είναι πλέον φορέας ανατρεπτικής δύναμης, αλλά είναι, τρόπον τινά, «καθησυχαστικό», γιατί το συναντά κανείς παντού, σε πλήρη εμπορική αξιοποίηση. Η γυμνότητα δεν περιβάλλεται τον αισθησιασμό της πλέον, ούτε συνιστά πρόκληση. Πρόκληση, αντίθετα, συνιστά η συνειδητοποίηση της γυμνότητας, ταυτισμένη με την απώλεια του χαμένου παραδείσου, στον δυτικό πολιτισμό είναι ταυτόσημη με το προπατορικό αμάρτημα, ενώ η παραδείσια αθωότητα ταυτίζεται με την απενοχοποιημένη γυμνότητα. Ο Κήπος της Εδέμ και ο απολεσθείς παράδεισος, πιθανόν η αδελφοκτονία τύπου Κάιν-Άβελ, είναι μοτίβα που θα επανέλθουν στην προβληματική του χορογράφου υπό διάφορες μορφές (βλ. παράσταση «Αρκαδία», λόγου χάριν), ενώ η απαλλαγή από τα υλικά δεσμά είναι επίσης μια συμβολική της απέκδυσης του πολιτισμικού ενδύματος. Στο Dressed Undressed το σύγχρονο σπορ ένδυμα με το μπουφάν φιδιού παραπέμπει στην παλαίστρα και στους τόπους συναναστροφών των ανθρώπων και η συνάντηση των δύο ανδρών επιτελείται σε σκηνικό αφαιρετικό και ερμητικά κλειστό.
Η γυμνότητα δεν περιβάλλεται τον αισθησιασμό της πλέον, ούτε συνιστά πρόκληση. Πρόκληση, αντίθετα, συνιστά η συνειδητοποίηση της γυμνότητας, ταυτισμένη με την απώλεια του χαμένου παραδείσου.
Επιθυμητό, αποσιωπημένο, ακρωτηριασμένο σώμα δεν υπάρχει στην αρχετυπική, φυσική κατάσταση, ει μη μόνον στην «εν πόλει» υπαγωγή του, ως παράγωγο της ανθρώπινης παρέμβασης, συγκάλυψης, αλλοίωσης, στρέβλωσης. Η αισθητική συνύπαρξη του γυμνού με το ντυμένο σώμα ανάγεται στην εικαστική μας παράδοση ήδη στο «Πρόγευμα στη χλόη» του Μανέ, ενώ γεννά παραστάσεις αισθησιασμού και εξουσιαστικής επιβολής του ισχυρότερου: το «πολιτικό» αυτό σώμα είναι αυτό που υφίσταται χρηστική αντιμετώπιση, ως σώμα στο οποίο ο συνάνθρωπος επενδύει, ως σώμα το οποίο ο συνάνθρωπος σημαδεύει, βασανίζει, σκεπάζει, υποβάλλει σε εργασία, τελετουργικά θάβει. Ως σώμα το οποίο ο ιδεαλισμός ακρωτηριάζει από την ψυχή και το παραδίδει, στην ανίερή του εκδοχή, στη χριστιανική ηθική. Ως σώμα που το επανανακαλύπτει η Αναγέννηση, το μελετά ο Ανθρωπισμός, το νοσταλγεί η γενιά των λουλουδιών της δεκαετίας του ‘60 και το στρεβλώνει η σύγχρονη πορνογραφία. «Μέσα από την οργάνωση του χώρου, του χρόνου και των κινήσεων της καθημερινής ζωής τα σώματά μας εκπαιδεύονται, διαμορφώνονται και σφραγίζονται με τη βούλα των ιστορικά κυρίαρχων μορφών αντίληψης του εαυτού μας», γράφει η Suzan Bordo[1].
Κλειστό δωμάτιο και απομόνωση, που φέρνει τον συγχρωτισμό και μια πλήρη γκάμα συναισθημάτων: οι δύο εξαιρετικοί χορευτές έχουν δουλέψει σε βάθος τη σύλληψη του κ. Ρήγου, δίνοντας στην κυριολεξία όλο τους το είναι και σπαρασσόμενοι επί σκηνής. Οι –ελάχιστες– ατέλειες των σωμάτων τους είναι απόλυτα εκτεθειμένες σε κοινή θέα, η ωραιοποίηση εξαφανίζεται σε κλάσματα δευτερολέπτου, αυτό που επικρατεί είναι η εκμυστήρευση και η αναμέτρηση με την πραγματικότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, η παράσταση είναι αφοπλιστικά ειλικρινής και τον χορογραφικό καμβά ο κ. Ρήγος τον απαλλάσσει από ιερατικές καθηλώσεις και αισθησιακές παραμέτρους, ψευδοσεμνοτυφία και αποκρύψεις. Αφήνει τον ενδιάθετο κανιβαλισμό του ανθρώπου να εκδιπλωθεί σε όλα τα στάδιά του, σχολιάζοντας έτσι την πορεία όλου του πολιτισμού βίας και υποκρισίας.
Ο απόλυτος παράδεισος του γυμνού σώματος
Θα μπορούσε να περιγράψει κανείς τη χορογραφία του κ. Ρήγου ως αναπαράσταση μιας έντονης ερωτικής σχέσης, από την κεραυνοβόλο της σύλληψη ως τον αλληλοσπαραγμό. Η σκηνική performance, το physical theatre και ο σύγχρονος χορός, στην ιδεωδέστερη συνύπαρξή τους, παράγουν τη βεβαιότητα ότι το ανθρώπινο κορμί είναι το μοναδικό φυσικό αντικείμενο που, λόγω της κατάφωρης σύγκρουσής του με την επικρατούσα ηθική και τα πλέγματα ρατσισμού και ωραιοποίησης του πολιτισμού, μπορεί, αποκαλυπτόμενο, να μας επαναφέρει στην αρχική κατάσταση της Εδέμ εκτινάσσοντας τα όρια της αντίληψής μας. Ο κ. Ρήγος αποδεικνύεται, για μιαν ακόμη φορά, maître της οριοθέτησης, σκηνικής παράθεσης και αξιοποίησης των άψογων σωμάτων των χορευτών του: σε άριστη συνεργασία με τις φωνητικές υποδείξεις της κ. Αηδονοπούλου, δημιουργεί υψηλό θέατρο μέσα από τη σιωπή, ενώ ένα σύντομο «παραδείσιο» intermezzo υπογραμμίζεται από τη μουσική, για να εξαφανιστεί και πάλι στην «κραυγαλέα» σιωπή της διαμάχης και του αγώνα επιβίωσης. Οι διαφορετικές εκδοχές του σώματος, στη βαθμιαία αποκάλυψη της τρωτότητάς του, είναι συγκινητικές, γιατί εκλιπαρούν την επαφή και όμως τη μετατρέπουν σε βασανισμό. Όσο για την έκθεση του καλλιτέχνη, κρίνουμε πως η έκθεση του γυμνού σώματος είναι τμήμα μόνο της γενικότερης «έκθεσης» στην οποία πρέπει να υποβληθεί ένας performer ώστε να δώσει μιαν άρτια παράσταση. Στην προκειμένη περίπτωση, το ρούχο, μεταξύ άλλων, λειτουργεί ως παρηγοριά και ως καταφύγιο, γιατί το αδηφάγο βλέμμα του θεατή έχει εθιστεί στην πορνογραφική πρόσληψη, προσέγγιση και αποτίμηση της γυμνότητας.
Μια εξαιρετική παράσταση σύγχρονου χορού, που αποτυπώνει την καλλιτεχνική ωριμότητα του κ. Ρήγου στην ύψιστη έκφανσή της. Και, φυσικά, επί σκηνής, δύο εξαιρετικοί χορευτές και δάσκαλοι χορού.
Ο καλλιτέχνης, αυτός ο «νικηφόρος νευρωτικός», έχει την –ποιητική– άδεια να αντικρύσει το ανδρικό σώμα ως δέμας της ερωτικής δεξιότητας, μεταξύ άλλων. Ο εκπληκτικός Τάσος Καραχάλιος, σε μιαν έξαρση πρωτόγονου κανιβαλισμού (διανθισμένη, ωστόσο, με γέλια και ακκισμούς ερωτικής περίπτυξης), απογυμνώνει τον Γιάννη Νικολαḯδη από τα ρούχα του, «καταβροχθίζοντάς» τα. Ακολουθεί η οικειοποίηση των «υπαρχόντων» του άλλου, η ικεσία για τρυφερότητα, ο φόβος της σύνδεσης, η άρνηση του commitment, η εισβολή στον προσωπικό χώρο του άλλου, η συνένωση σε «ένα σώμα» που αποδεικνύεται ατελέσφορη και οδηγεί σε αστείους, τερατώδεις συνδυασμούς πολυπόδων, η αμηχανία, η επιφύλαξη, η έξαρση της επιθετικότητας, ο ανταγωνισμός που κορυφώνεται και, φυσικά, ο αλληλοσπαραγμός. Μια εξαιρετική παράσταση σύγχρονου χορού, που αποτυπώνει την καλλιτεχνική ωριμότητα του κ. Ρήγου στην ύψιστη έκφανσή της. Μια επίδειξη δραματουργικής μαεστρίας. Και, φυσικά, επί σκηνής, δύο εξαιρετικοί χορευτές και δάσκαλοι χορού.
[1] Unbearable Weight- Feminism, Western Culture and the Body, στο συλλογικό έργο Τα όρια του σώματος, διεπιστημονικές προσεγγίσεις, εκδόσεις «Νήσος», Αθήνα, 2003.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.