Της Εύας Στάμου
Την πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Γιάννου Περλέγκα φιλοξενεί ώς τις αρχές Απριλίου η σκηνή της οδού Φρυνίχου. Πρόκειται για το έργο «Ιμμάνουελ Καντ» του Τόμας Μπέρνχαρντ, ένα κείμενο διαποτισμένο από την χαρακτηριστική ειρωνεία και το πικρό χιούμορ του συγγραφέα που τοποθετεί στο επίκεντρο της δράσης τον μεγαλύτερο διανοητή του 18ου αιώνα, τον Ιμμάνουελ Καντ.
Ο Μπέρνχαρντ παραδόξως παρουσιάζει τον Καντ ως το αντίθετό του –δηλαδή ως δογματιστή– βάζοντάς τον να επαναλαμβάνει διαρκώς κι εκτός πλαισίου μία από τις προτάσεις του για την Κατηγορική Προσταγή, μετατρέποντάς τον σταδιακά σε φερέφωνο μιας ηθικής αρχής, ένα παπαγαλάκι που αναμασάει τα ίδια και τα ίδια ώσπου να απογυμνωθούν από το περιεχόμενο και το νόημά τους.
Με τον τρόπο αυτό το κείμενο αναδεικνύει την συγκινητική μοναξιά του μεγάλου φιλοσόφου σε έναν κόσμο όπου η αξία της σκέψης τίθεται υπό αμφισβήτηση αφού έχει οριστικά αντικατασταθεί από την θεοποίηση της τεχνολογίας και της επιστήμης και την πλήρη επικράτηση της μαζικής κουλτούρας.
Η σύγκριση όμως ανάμεσα στην «υψηλή» (κλασική) και την «χαμηλή» (εφήμερη) τέχνη, με αναφορές στον Γκόγια, τον Ρέμπραντ και τον Άντυ Γουώρχολ, καθώς και η κόντρα ανάμεσα στην «απόλυτη αλήθεια» της φιλοσοφίας του Καντ και τις υποκειμενικές απόψεις όσων αυτοχρίζονται καλλιτέχνες και διανοούμενοι, ακούγεται στις μέρες μας παρωχημένη, ιδιαίτερα με τον απλοϊκό τρόπο που παρουσιάζεται στην παράσταση. Αντίστοιχες διαμαρτυρίες κατά της κριτικής σκέψης ανθούσαν στη Γερμανία στα τέλη του 18ου αι. και η επανεμφάνισή τους την δεκαετία του '70, όταν γράφτηκε το έργο, διέθετε μια αιχμή η οποία δεν είναι εύκολο να αναπαραχθεί στις μέρες μας.
Η παράσταση έχει ευφυή σκηνοθετικά ευρήματα και δυνατές ερμηνείες από τον Χρήστο Μαλάκη, τη Σύρμω Κεκέ, την Κατερίνα Λυπηρίδου, και τον εξαιρετικό Μάκη Παπαδημητρίου. Η σκηνογραφία, λιτή αλλά λειτουργική, εκμεταλλεύεται άριστα το χώρο, επεκτείνοντας τη δράση πίσω και γύρω από τη σκηνή.
Η σκηνογραφία, λιτή αλλά λειτουργική, εκμεταλλεύεται άριστα το χώρο, επεκτείνοντας τη δράση πίσω και γύρω από τη σκηνή.
Το ίδιο το έργο, όμως, αποτελεί σημαντική πρόκληση για μια παραγωγή που επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ ενός παλαιότερου, αμφίσημου κειμένου και μιας σύγχρονης σκηνικής παρουσίασης. Πρόκειται για μια παράσταση με πολλές καλές στιγμές που αφήνει όμως μια αίσθηση αμηχανίας καθώς μετεωρίζεται μεταξύ σάτιρας, δράματος, και πολιτισμικού σχολιασμού.
Οι καταληκτικοί μονόλογοι, μάλιστα, όπου κυριαρχεί το μήνυμα πως «όλα ίδια είναι» και δεν υπάρχει επομένως κανένας λόγος να επιχειρούμε κάποια αξιολόγηση και ειδολογική κατάταξη τόσο στην τέχνη, όσο και στη φιλοσοφία, περισσότερο απογοητεύουν παρά ενεργοποιούν την κριτική σκέψη για ένα σύγχρονο κοινό που βιώνει έντονα την επικράτηση της υποκουλτούρας στη μουσική, τις εικαστικές τέχνες, και τη λογοτεχνία.
* Η ΕΥΑ ΣΤΑΜΟΥ είναι συγγραφέας και Δρ Ψυχολογίας.