Για το 2ο Φεστιβάλ νέων χορογράφων που έλαβε χώρα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών από τις 14 μέχρι και τις 17 Φεβρουαρίου.
Του Νίκου Ξένιου
Τέσσερις ανερχόμενοι Έλληνες χορογράφοι, με διακριτό στιλ και υπολογίσιμη πορεία στο σύγχρονο χορό, παρουσίασαν τις δουλειές τους στη Μικρή Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών.
Η Άρτεμις Λαμπίρη και η Λία Τσολάκη ζουν και εργάζονται στον τόπο μας, ο Κυριάκος Χατζηιωάννου ζει και δημιουργεί στην Ελβετία και η Γεωργία Βαρδαρού έρχεται από το Βέλγιο.
«Άδειο Στομάχι»
Ο Χατζηιωάννου θέτει στο θεματικό του επίκεντρο την έννοια της Αλληλεγγύης, αναπαριστώντας με χορογραφική σημειογραφία την ανάληψη δράσης ή την παθητική στάση του σύγχρονου ανθρώπου.
Προερχόμενος από την Hellenic Dance Company και επιστρατεύοντας όλα τα είδη περφόρμανς (φιλμ, θέατρο, χορόδραμα και μπροσούρα), ο Κυριάκος Χατζηιωάννου κομίζει μπρεχτικό ύφος και συγκεκριμένη πολιτική στράτευση στην παράσταση «or Who Owns the World», που έχει κάνει πρεμιέρα στο Kaserne Basel της Ελβετίας. Στη φόρμα ενός εκφωνούμενου δελτίου ειδήσεων, αλλά με πολλαπλά στοιχεία στο εικαστικό σύνολο που διασπούν το βλέμμα του θεατή, ξεκινά την παράστασή του με τη χάραξη τροχιών βαδίσματος που επαναλαμβάνονται με μινιμαλιστικό τρόπο ώστε να δημιουργήσουν τα απαραίτητα κέντρα προσοχής. Η πολιτική ταινία του 1932 «Kuhle Wampe» (Άδειο Στομάχι ή: Who Owns the World) του Σλάταν Ντούντοβ, με σενάριο και τη φυσική παρουσία του Μπέρτολτ Μπρεχτ, παραπέμπει στη φάση ανόδου του φασιστικού μορφώματος στην Ευρώπη: με προβολή αποσπασμάτων της ταινίας αυτής σε μεγαοθόνη, ο Χατζηιωάννου θέτει στο θεματικό του επίκεντρο την έννοια της Αλληλεγγύης, αναπαριστώντας με χορογραφική σημειογραφία την ανάληψη δράσης ή την παθητική στάση του σύγχρονου ανθρώπου, χωρισμένη σε πέντε θεματικές ενότητες. Είναι προφανές πως οι βηματισμοί, οι σχηματισμοί των χορευτών επί σκηνής, η αντίστιξη των κινήσεών τους προς το εικονογραφικό πλαίσιο που θεσπίζει ο Κυριάκος Χατζηιωάννου, όλα εμπεριέχουν παγιωμένες φόρμες που προέκυψαν από αυτοσχεδιασμό της ομάδας. Εξαιρετικά καλοκουρδισμένη σκηνική παρουσία από τους Λεονάρ Μπερτολέ, Ντομινίκ Καρντιτό (αντικαθιστά την Άνια Μέζερ), Νάνσυ Σταματοπούλου, Γιάκομπ Μπούσμαν (αντικαθιστά τον Φωκ Ρέσλερ) και Γιοστ φον Χάρλεσεμ.
Η Άρτεμις Λαμπίρη
|
«Me on Top»
Mε το θέμα των ρόλων εξουσίας, όπως απορρέουν από πέντε αρχετυπικές «αφηγήσεις», ασχολείται και η παράσταση της Άρτεμης Λαμπίρη. Γεννημένη το 1984, η χορογράφος σπούδασε χορό στη Σχολή «Ραλλού Μάνου» και με υποτροφία του ΙΚΥ, χορογραφία στο ArtEZ στην Ολλανδία και Θεατρικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης. Έχει ανεβάσει δικές της χορογραφίες στην Ελλάδα, στη Γερμανία, στην Κροατία, σ την Ολλανδία και στην Ισπανία. Το «Me on Top» εισάγει το αποτέλεσμα αυτοσχεδιαστικής μελέτης που έχει κάνει, τόσο σε ενήλικες όσο και σε εφήβους. Χωρίς μίμηση ή κείμενο, η Λαμπίρη έχει «στόχο να αρθρώσει τη φόρμα της κίνησης όπως κανείς αρθρώνει τον λόγο»: αφήγηση, λοιπόν, μέσω της χορογραφικής φόρμας που αντιστοιχεί στο σύμβολο της Μάνας, παρουσία του οποίου εκκινεί το σχήμα εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου, που χαρακτηρίζει το σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων: τις σχέσεις συντροφικότητας, τις σχέσεις φιλίας, τις σχέσεις προϊσταμένου και εργαζόμενου, τις σχέσεις παιδιών και γονέων. Η χορογραφία επικεντρώνει στο να προσδώσει «ταυτότητα» κίνησης στον καθένα από τους πέντε αυτούς άξονες/ρόλους[1].
Λία Τσολάκη-Around
|
Ολοστρόγγυλες τροχιές
Η Λία Τσολάκη έχει συνεργαστεί με τον Πήτερ Στάιν στην «Ηλέκτρα» και σε δύο όπερες. Το «Around», συνέχεια του «Parking», της πρώτης προσωπικής χορογραφική παραγωγή της Λίας Τσολάκη, μελετά την έρευνα του κύκλου και της δραστικότητάς του επί σκηνής. Θέμα της παράστασης είναι ένας κύκλος που παραπέμπει στον ήλιο, στο φεγγάρι, στη σφαίρα, στη φιλοσοφική λίθο, πάντως ένας κύκλος λευκός μετατρέψιμος σε παιχνίδι και αντικείμενο μελέτης, περίεργο λίθινο μνημείο και ασπίδα πολεμιστή, σύμβολο εξουσίας και απόκρυψης, σημείο συνάντησης της σωματικότητας με την πνευματικότητα. Συνεχείς ανατροπές των κανόνων αυτού του παιχνιδιού δεν επιτρέπουν στους χορευτές να δραπετεύσουν από τη «μαγική» επιρροή του κύκλου, είτε αυτή υποδηλώνεται με την κυκλική επιφάνεια που κυλά επί σκηνής, είτε με την κυκλική δεσμίδα φωτός στο κέντρο, είτε -τέλος- με την επικίνδυνη κυκλική τροχιά ενός κρεμαστού λαμπτήρα. Ο κύκλος (a round) σχηματοποιεί, οργανώνοντάς την και θέτοντάς της όρια, την κίνηση στον χώρο: εξετάζοντας μια πληθώρα τοποθετήσεων έναντι της κυκλικής τροχιάς η Τσολάκη απομακρύνει τους χορευτές της, τους βάζει να επαναπροσεγγίσουν ο ένας τον άλλον, τους κατανέμει αρμονικά σαν μορφές αρχαιοελληνκού αετώματος ναού, τους εντάσσει σε μια διελκυστίνδα συγκρουσιακού χαρακτήρα, ή τους φέρνει αντιμέτωπους με το απρόοπτο.
Δυναμική χορογραφία, στα πλαίσια της οποίας η επανάληψη στερεότυπων κινήσεων έχει ενσωματωθεί, καλά δουλεμένη, στη διαμορφωμένη ταυτότητα πέντε ξεχωριστών ανθρώπινων τύπων, αυτό προτείνει η Τσολάκη. Ο παιγνιώδης χαρακτήρας της περφόρμανς αυτής δείχνει να αφομοιώνει απόλυτα προσωπικά επιτεύγματα της χορογράφου, στη γραμμή της αντιπαράθεσης ατομικού και συλλογικού[2].
Τα «Φαινόμενα» απατούν
Oι τρεις χορεύτριες εξατομικεύουν την πρόκληση της χορογράφου: να πειραματισθούν σε μνήμες και βιώματα της παιδικής τους ηλικίας και να τα εντάξουν σε μοτίβα κινησιολογικά επιδιώκοντας να αποκαλύψουν τις «ενδιάθετες» δραματουργικές λύσεις που περικλείει η κίνηση.
Η παράσταση όμως της Γεωργίας Βαρδαρού ήταν η αρτιότερη από τις τέσσερις αυτές παραστάσεις της Στέγης, γιατί προϋποθέτει βλέμμα ανοικτό σε νέες μορφές αφήγησης, απαιτεί ικανότητα επικέντρωσης στις «μικρές ιστορίες» που διαδραματίζονται ανάμεσα στα πρόσωπα, παράγει έντονη συναισθηματική μέθεξη και εμπλέκει τον θεατή[3]. Η Γεωργία Βαρδαρού έχει προκαλέσει επαίνους και προβληματισμούς με τη σόλο παρουσία της στην παράσταση «Hardcore Research on Dance». Η Αν Τερέζ ντε Κέερσμέκερ της πρότεινε ήδη να χορέψει με τη φημισμένη ομάδα Rosas. Έχοντας γυρίσει πολλές πόλεις του Βελγίου και έχοντας χειροκροτηθεί στη Βιέννη, η παράσταση «Φαινόμενα» περνά από την Ελλάδα και κατευθύνεται στη Σουηδία. Η χορογράφος έχει καλύψει με μουσικό remix έργων του Φίλιπ Γκλας την πείρα του πολυβραβευμένου σιωπηρού σόλο της, διατηρώντας, στο νέο της έργο, κλίμα ιερατικό, αλλά παράλληλα και «κοριτσίστικο»- όχι όμως κατ’ ανάγκην φεμινικό: οι τρεις χορεύτριες (περιλαμβανομένης της Γεωργίας Βαρδαρού) εξατομικεύουν την πρόκληση της χορογράφου: να πειραματισθούν σε μνήμες και βιώματα της παιδικής τους ηλικίας και να τα εντάξουν σε μοτίβα κινησιολογικά επιδιώκοντας να αποκαλύψουν τις «ενδιάθετες» δραματουργικές λύσεις που περικλείει η κίνηση. Το κάθε σόλο έχει μελετηθεί, καθώς φαίνεται, με επιστράτευση αμιγώς προσωπικών κωδίκων, στη διαπίστωση πως τα μοτίβα επαναλαμβάνονται μεν, όμως διαφορετικά από τον καθένα. Γιατί διαφορετικές αναγωγές κάνει καθένας στο παρελθόν του: στην αγωγή του, στην εφηβεία του, στις σπουδές του, στη σκηνική του πείρα, και με διαφορετικό τρόπο καθένας κομίζει αυτό το υλικό στην τέχνη του. Ο απρόσμενος, αιφνιδιαστικός τρόπος εισβολής στη σκηνή ή απόδρασης από την ακινησία αποκτά το απόλυτα προσωπικό ύφος καθεμιάς από τις τρεις ερμηνεύτριες, προτάσσοντας το ατομικό βίωμα έναντι της λογικά αρθρωμένης χορογραφίας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.