
Για την παράσταση Θείος Βάνιας, του Αντόν Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ, που ανεβαίνει στο θέατρο Χορν.
Του Νίκου Ξένιου
Τον «Θείο Βάνια» του Τσέχωφ σκηνοθετεί η Λίλλυ Μελεμέ στο Θέατρο Χορν, με τον Γιάννη Φέρτη, τον Στέλιο Μάινα, την Αλεξία Καλτσίκη, την Έρση Μαλικένζου και τη Μαρίνα Ψάλτη στους κύριους ρόλους, σε μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη. Ο Γιάννης Βόγλης, η Μελίνα Βαμβακά και ο Χάρης Χαραλάμπους ολοκληρώνουν τον θίασο, σε μια παράσταση που τηρεί στάση ακαδημαϊκής ψυχρότητας έναντι του κειμένου.
Το στοιχειό του δάσους
Όταν ο Σερεμπριάκοβ ανακοινώνει την πρόθεσή του να πουλήσει το αγρόκτημα, ο υποχονδριακός, ματαιωμένος Βάνια εξαγριώνεται και επιχειρεί να σκοτώσει τον καθηγητή.
Ο Τσέχωφ βάζει τον ηλικιωμένο ακαδημαϊκό Σερεμπριάκοβ και την κατά πολύ νεώτερη σύζυγό του Γιελένα να «εισβάλλουν» στο σκηνικό του επαρχιακού αγροκτήματος που τους αποφέρει τα έσοδα για τον αστικό τρόπο ζωής τους. Ο Βάνια, κουνιάδος του ακαδημαϊκού, και ο Αστρόβ, ο αγροτικός γιατρός, γοητεύονται από τα θέλγητρα της Γιελένα, αποκαρδιωμένοι όπως είναι από τους πληκτικούς ρυθμούς της επαρχίας. Η ασχημούλα Σόνια, κόρη του καθηγητή από τον πρώτο του γάμο με την αδελφή του Βάνια, είναι ερωτευμένη με τον Αστρόβ, πράγμα που συμβαίνει και με τη Γιελένα. Οι καταστάσεις γίνονται συγκρουσιακές όταν ο Σερεμπριάκοβ ανακοινώνει την πρόθεσή του να πουλήσει το αγρόκτημα αυτό, που ενσαρκώνει τον λόγο ύπαρξης του θείου Βάνια και της Σόνια: ο υποχονδριακός, ματαιωμένος Βάνια εξαγριώνεται και επιχειρεί να σκοτώσει τον καθηγητή, αποκαλύπτοντας ένα πολυπιεσμένο ψυχισμό σε μια κρίση ειλικρίνειας όπου καυτηριάζει την απραξία, τη φιλαυτία και τον καταστροφικό ρόλο της παλιάς ρωσικής ιντελιγκέντσιας των πόλεων.
Ο «ερωτικός» Αστρόβ είναι ένας παράγοντας που κεραυνώνει και φωτίζει τις τετριμμένες, συμβατικές δραστηριότητες και κουβέντες της παλιάς μορφής ζωής, εγκαταλείποντας τις δυο κεντρικές γυναικείες φιγούρες στη στενότητα των επιλογών τους.
Στον «Θείο Βάνια» δεν μεταμορφώνονται μόνο οι χαρακτήρες, αλλά και το τοπίο. Το παρηκμασμένο επαρχιακό σκηνικό του υποστατικού, οι πίνακες του Αστρόβ και πάνω απ’ όλα το δάσος που περιβάλλει τους ανθρώπους: η εικαστική ξενάγηση που κάνει ο Αστρόβ στη Γιελένα αισθητοποιεί τους πόθους για μια χώρα που θα βαδίσει προς το μέλλον σεβόμενη το περιβάλλον, τους φυσικούς πόρους, τα ζωϊκά είδη, τις μνήμες του παρελθόντος. Έξω, στο δάσος, μαίνεται η θύελλα, ενώ ο επιστήμονας γοητεύει τη Γιελένα με την πρωτοτυπία, τη γοητεία και τον δυναμισμό των συλλήψεών του, που έρχονται σε κατάφωρην αντίθεση προς την απόλυτα ισοπεδωμένη εκδοχή ζωής των υπολοίπων. Ο «ερωτικός» Αστρόβ είναι ένας παράγοντας που κεραυνώνει και φωτίζει τις τετριμμένες, συμβατικές δραστηριότητες και κουβέντες της παλιάς μορφής ζωής, ανασύροντας από την παράδοση γερές ιδεολογικές και ηθικές βάσεις και εγκαταλείποντας τις δυο κεντρικές γυναικείες φιγούρες στη στενότητα των επιλογών τους.
Τη νοσταλγική λεκτική του περιδιάβαση στο πεδίο της προσφοράς υπογραμμίζει η έμφαση στην εξαθλίωση των μουζίκων, στον αγώνα των νέων επιστημόνων για καταπολέμηση της φτώχειας, της κακοδαιμονίας και των ασθενειών, στο κατεπείγον της ανάληψης δράσης και ευθυνών, προσδίδοντας χροιά πολιτικού ρεαλισμού σε ένα δράμα που, εκ πρώτης όψεως, προτίθεται να είναι νατουραλιστικό. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που ο μεγάλος ρώσος συγγραφέας άλλαξε άποψη για τις αντιδράσεις του Βάνια, που από «στοιχειό του δάσους» (στην αρχική εκδοχή γραφής του έργου) μετατράπηκε σε πύρινο κριτή της αστικής υποκρισίας, που έχει χαραμίσει τα νιάτα και την ενεργητικότητά του στο να λογοδοτεί για τα λογιστικά του υποστατικού και να υπηρετεί τη ματαιόδοξη και ανερμάτιστη καριέρα του Σερεμπριάκοβ. Με μια πεσσιμιστική κατάληξη, όμως, το έργο κλείνει με τον συμβιβασμό και την αναδίπλωση του αξιοπρεπούς, τίμιου Βάνια και της ερωτικά απογοητευμένης Σόνια στην παθητική αποδοχή της μοίρας τους, πράξη που υπαγορεύει την κατάρρευση του σκηνικού.
Μια πολλά υποσχόμενη αφίσα παράστασης
Και πράγματι, θα περίμενε κανείς -όπως υποσχόταν η αφίσα της παράστασης- το σκηνικό στην τελευταία πράξη να καταρρεύσει και τους χαρακτήρες να βυθιστούν στη σκόνη της λήθης και της παραίτησης. Αντίθετα, η παρέλευση του Σερεμπριάκοβ και της συζύγου του από τον ορίζοντα της ζωής του αγροκτήματος άφησε σχεδόν ανέπαφο το σκηνικό, σε μια σκηνοθετική προσέγγιση που σέβεται μεν το κείμενο, ωστόσο το αναγιγνώσκει χωρίς να οσφραίνεται τη βαθειά, μελαγχολική ειρωνεία και την ερείπωση που υποκρύπτει. Ευτυχώς το νεοκλασικό αυτό σκηνικό αίφνης αποκαλύπτει θραύσματα ενός άλλου, κρυφού σκηνικού, υπαινισσόμενο μια μορφή ερείπωσης. Όμως η διαρκής μεταφορά τραπεζιού και καρέκλας απλώς δείχνει αμήχανη, χωρίς προφανή λειτουργικότητα, σε αντίθεση με τα «θραύσματα» της ρωσικής ζωής που εντάσσονται στις κόγχες του τοίχου (το σαμοβάρι, το πλεκτό, το κλουβί του καναρινιού, το ραδιόφωνο, ο δίσκος με τα φάρμακα, το ρολόι του τοίχου) και τις κενές κορνίζες της προσωπικής πινακοθήκης του Αστρόφ. Σημειολογικά ατελέσφορος ο περιστρεφόμενος μηχανισμός «παραγωγής ονείρων» στη σκηνή της ξενάγησης που κάνει ο Αστρόβ στους πίνακές του.
Η εύθραυστη, βαθιά μελετημένη Σόνια της Αλεξίας Καλτσίκη μαζί με τον σκαμπρόζικο και αισθαντικό Αστρόβ του Στέλιου Μάινα κρατούν τα ηνία της παράστασης.
Αισθητικά ετερόκλητα τα κοστούμια, με μιαν «άχρονη» διάσταση στην πλειονότητά τους, ενώ εμβόλιμη φαντάζει η περιβολή κυνηγού του Αστρόφ, που δείχνει σαν να προέρχεται από μιαν άλλη παράσταση και αισθητικά ετερόκλητες οι ερμηνείες. Η σκηνοθέτις μοιάζει να έχει μελετήσει το κείμενο στην εξαιρετική μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη και να έχει οραματισθεί μια παράσταση χαμηλών τόνων, που λογικά θα απέβλεπε στην αμφισημία και σε ανοικτό πεδίο ερμηνειών. Ωστόσο -και ευτυχώς για την απόλαυση του θεατή- μια μορφή σκηνοθετικής χαλαρότητας επιτρέπει στην καταπληκτική Αλεξία Καλτσίκη να μεταφέρει αυτούσιο, άθικτο και λαμπερό τον ρόλο της Σόνια, εμβαθύνοντας στις κρυφές πτυχές του και υποστηρίζοντας σθεναρά το μεταμορφωσιγενές της υπόστασής του: η Σόνια μένει επί σκηνής ως ενσάρκωση της αγάπης, παρά τον έρωτα που τη συγκλονίζει και ταράζει τα θεμέλια των βεβαιοτήτων της, ενώ λεκτικά επικρατεί η προσδοκία μιας μετά θάνατον ανταμοιβής: «Θ’ ακούσουμε τους αγγέλους, θα δούμε ολόκληρο τον ουρανό σπαρμένο με διαμάντια, θα δούμε όλο το κακό αυτής της γης, όλα μας τα βάσανα να καταποντίζονται μέσα στο έλεος που θα πλημμυρίσει ολόκληρο τον κόσμο, και η ζωή μας θα γίνει ήρεμη, τρυφερή, γλυκιά σαν χάδι. Θ’ αναπαυτούμε!». Η εύθραυστη, βαθιά μελετημένη Σόνια της Αλεξίας Καλτσίκη μαζί με τον σκαμπρόζικο και αισθαντικό Αστρόβ του Στέλιου Μάινα κρατούν τα ηνία της παράστασης, καθώς ο Μάινας, επίσης αυτόνομα κινούμενος, μεταφέρει την πείρα και το μεγάλο ταλέντο του στην ενσάρκωση του ποιητικού αυτού ρόλου, κρατά τον ρυθμό και διασώζει τα αμήχανα μέρη της σκηνοθεσίας, γεφυρώνοντας κενά κι εξισορροπώντας τη δική του γνώση του ρόλου με το ακυβέρνητο καράβι της σκηνοθεσίας.
Του σκηνοθετικού ελέγχου επίσης διαφεύγει η Γιελένα της Μαρίνας Ψάλτη: η πολύ καλή αυτή ηθοποιός με το δυνατό ταμπεραμέντο επιβάλλει, θα ’λεγε κανείς, τη δική της, μπουλβάρ εκδοχή της Γιελένα στην παράσταση, κρατώντας τους προβολείς πάνω της και αποσπώντας τη συμπάθεια ενός συγκεκριμένου, αστικού κοινού, έτοιμου να γελάσει με τηλεοπτικές «πόζες» και να γνέψει καταφατικά σε χιουμοριστικές υπογραμμίσεις του κλασικού κειμένου. Αντίθετα ο Γιάννης Φέρτης, κρατώντας μια σεμνή στάση έναντι στον Τσέχωφ, αρκείται σε μια «κουρασμένη» εκδοχή του Βάνια, χωρίς να καταφέρνει να μεταγγίσει το μέγεθος της απογοήτευσης, την πικρία της προδομένης και αναλωμένης ζωής, τη λύσσα και την έκρηξη της απόγνωσης. Ο Χάρης Χαραλάμπους έχει στιγμές δημιουργικού οίστρου, που όμως χάνονται μέσα στις διεκπεραιωτικές ερμηνείες της Έρσης Μαλικένζου, της Μελίνας Βαμβακά και του Γιάννη Βόγλη. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου υπογραμμίζει με όμορφο τρόπο τις ψυχικές δονήσεις των ηρώων. Μια δημοκρατική, καλών προθέσεων παράσταση, που αφήνει τη γεύση του ανεκπλήρωτου, όχι τόσο των πόθων των κλασικών χαρακτήρων, όσο των προσδοκιών των θεατών.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.