
Για την παράσταση της ομάδας blindspot theatre group Έντα Γκάμπλερ σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κωνσταντάτου η οποία παρουσιάζεται στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών μέχρι και τις 4 Ιανουαρίου 2015.
Του Νίκου Ξένιου
Ως απόσταγμα της «Έντα Γκάμπλερ» του Χένρικ Ίψεν χαρακτηρίζει η θεατρική ομάδα blindspot την ομώνυμη παράσταση του Μιχάλη Κωνσταντάτου και της Γιόλας Αργυροπούλου στη μικρή σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Τα πρόσωπα είναι διαχρονικά στη σύλληψή τους και υφίστανται σύγχρονου τύπου πιέσεις, οικονομικές, ερωτικές, που παρουσιάζονται ως ανάπλαση του θεατρικού κειμένου του Ίψεν σε φόρμα κινηματογραφικού σεναρίου: μια διασκευή που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μεταμοντέρνα, στον βαθμό στον οποίον οικοδομεί ένα νέο κείμενο στα χνάρια του κλασικού, διευρύνοντας τις ερμηνευτικές του δικλείδες. Στην πραγματικότητα οι χαρακτήρες είναι σημερινοί, "πατούν γερά" στους ιψενικούς προγόνους τους, ενώ οι διάλογοι τροποποιήθηκαν και ο βασικός καμβάς της υπόθεσης τηρήθηκε, παράγοντας ένα μετα-κείμενο. Η δε εγκατάσταση που συνέλαβε ο σκηνοθέτης λειτουργεί ως ένας επιπλέον χαρακτήρας.
Μια νευρωτική που ασφυκτιά
Χαρακτηριστικά νευρωτική περσόνα, δεν εκφαίνεται ούτε ως λογική ούτε ως παράλογη: οι στόχοι και τα κίνητρά της υποκρύπτουν μια τελείως προσωπική αποτίμηση του κόσμου, που είναι απόρροια της αστικής της πλήξης.
Ο τίτλος του έργου θέτει αυστηρά στο επίκεντρο του δράματος τη φιγούρα της περίπλοκης, απρόσιτης ιψενικής ηρωΐδας, η ζωή της οποίας βρίθει ματαιώσεων και διαψεύσεων, ενώ ο εσωτερικευμένος ή -ασύνειδος- αξιακός κώδικάς της απαρτίζεται από αντιπροσωπευτικά τραυματικά βιώματα των γυναικών του 19ου αιώνα, συντεθλιμμένες επιθυμίες, σεξουαλική καταπίεση, καθώς και από την ιδιάζουσα προσωπικότητα μια αστής που αντιδρά σε όλα αυτά. Η ανάγκη της Έντα Γκάμπλερ για ελευθερία και η ανάγκη της «να καθορίσει τη μοίρα ενός άνδρα» ουσιαστικά διασταυρώνονται στην αυταρχική της συμπεριφορά. Αποπροσανατολισμένη, αριστοκρατική και ναρκισσευόμενη η Έντα διατηρεί ανέπαφο το αισθητικό της ιδεώδες, επεκτείνοντάς το ως και στο βίωμα του θανάτου και υιοθετεί μια συμπεριφορά καταστροφική ανάλογη εκείνης της Μαντάμ Μποβαρί. Χαρακτηριστικά νευρωτική περσόνα, δεν εκφαίνεται ούτε ως λογική ούτε ως παράλογη: οι στόχοι και τα κίνητρά της υποκρύπτουν μια τελείως προσωπική αποτίμηση του κόσμου, που είναι απόρροια της αστικής της πλήξης.
Απαλλαγμένος από τον πρώιμο νατουραλισμό του και υιοθετώντας έναν όψιμο ψυχολογισμό, ο Ίψεν εμβαθύνει στην ανθρώπινη υπόσταση της περσόνας που φιλοτεχνεί. Πυκνώνοντας τα σημαινόμενα της κάθε ενέργειάς της την απαλλάσσει από τα γνωρίσματα μιας εγκληματικής ιδιοσυγκρασίας, εν μέρει δε την αθωώνει. To επίθετο του συζύγου της Έντα Γκάμπλερ είναι Τέσμαν, εκείνη όμως εμμένει στο πατρικό της επίθετο. Ο Τζωρτζ Τέσμαν ζει μέσα στην ψευδαίσθηση ότι η γυναίκα του τον αγαπά και τον υποστηρίζει, ότι αγαπά οτιδήποτε δικό του, τα σχέδιά του, ακόμη και τη γριά θεία του που τον μεγάλωσε. Ο δημιουργικός, ευφυής Έιλερτ Λέβμποργκ, τον οποίο ο Τζωρτζ ζηλεύει και ανταγωνίζεται, παρίσταται ως αθώο θύμα αυτής της «διεστραμμένης» γυναικείας φύσης. Τέλος, η Τέα Έλβστετ παρίσταται ως ο αφελής της αντίποδας, ενώ ο δικαστής Μπρακ ως η επιτομή του κυνισμού και της εισβολής στην ιδιωτικότητα του άλλου.
![]() Γιώτα Αργυροπούλου - Μάξιμος Μουμούρης
|
Ένα περίκλειστο σπίτι
Εικονοποιώντας τις παρυφές μιας ασφαλούς αστικής ζωής, η σκηνική παραγωγή της ομάδας blindspot αποδίδει ως τυφώνα την ταραχή των απονενοημένων ενεργειών που συχνά διανοίγουν δρόμο προς μια μυθική και συμβολική δραματική γλώσσα. Έτσι, «σφραγισμένοι» μέσα σ’ ένα σελοφάν σαν πειραματόζωα, οι ηθοποιοί κινούνται και έρπουν σ’ ένα τοπίο μεταπυρηνικό, αδυνατώντας να βρουν δίοδο προς τον έξω κόσμο. Η Βάσω Καβαλλιεράτου λειτούργησε περισσότερο σαν ξωτικό, ενώ ο Μάξιμος Μουμούρης περιορίστηκε σε μια αμήχανη περιδιάβαση στη σκηνή. Ερμηνευτικά κλισέ αλλά και στιβαρή, διαυγής εκφορά του λόγου στην ερμηνεία του Χρήστου Σαπουντζή. Λιγότερο στερεότυπη και συγκινητικά τρωτή η παρουσία του Γιώργου Φριντζήλα στον νευραλγικό ρόλο του φιλόδοξου Τέσμαν, που παγιδεύεται στον ψευδαισθησιακό ιστό της συζύγου του. Σαρκική, σκόπιμα «προσγειωμένη» και σαρκαστική η Γιώτα Αργυροπούλου, στη δική της εκδοχή της Έντα Γκάμπλερ, καίει το χειρόγραφο του Έιλερτ και του βάζει το περίστροφο της αυτοκτονίας στο χέρι, θάβει ζωντανούς τους πόθους των άλλων μέσα σε θίνες που καλύπτουν έπιπλα, πιάνα, αντικείμενα και εισόδους, υπονομεύει την ομαλή έκβαση των σχέσεών τους, συνθλίβει τη ρομαντική ιδεολογία της Τέα και του Έιλερτ, τελικά όμως βρίσκεται αντιμέτωπη με την παρεφθαρμένη, γκροτέσκα εκδοχή του χειριστικού της σχεδίου: «Ο,τιδήποτε αγγίζω γίνεται γελοίο και ποταπό».
«Σφραγισμένοι» μέσα σ’ ένα σελοφάν σαν πειραματόζωα, οι ηθοποιοί κινούνται και έρπουν σ’ ένα τοπίο μεταπυρηνικό, αδυνατώντας να βρουν δίοδο προς τον έξω κόσμο.
Η επιλογή του Μιχάλη Κωνσταντάτου είναι ν’ αφήσει δίοδο στην άμμο να περάσει ως στρόβιλος και να καλύψει τον αστικό περίγυρο, ερχόμενη ορμητικά από τις παραλίμνιες ή παραθαλάσσιες ατμόσφαιρες της Κυράς της Θάλασσας ή της Αγριόπαπιας. Καθιερώνει, έτσι, μιαν αρκετά ευδιάκριτη σκηνική εκδοχή της διακειμενικότητας, τοποθετώντας σ’ ένα υψηλής αισθητικής «κατεστραμμένο κουκλόσπιτο» τους ρευστούς χαρακτήρες της Γιώτας Αργυροπούλου. Η χρήση των «συνεντεύξεων» στο βίντεο πολύ αποτελεσματική στη διαδικασία απομύθευσης της υπόθεσης, ενώ η προβολή σκηνών από τις Άλπεις ιδιαίτερα σαρκαστική. Η τελική σκηνή της αμμοθύελλας είναι εντυπωσιακά ενταγμένη στην κινηματογραφική ανάγνωση του έργου, σε συνδυασμό με το σταδιακό «ντιμάρισμα» των φωτιστικών συνθηκών, που επέτεινε την καταθλιπτική μόνωση των ερμηνευτών στο σκηνικό «κουκούλι» τους. Όμως, παρά τις αγαθές προθέσεις και την πρωτοτυπία της σύλληψης, το κείμενο, διασκευασμένο όπως είναι σε μια σύγχρονη εκδοχή/ανάγνωσή του, υποβάλλει μιαν ερμηνευτική γραμμή που δύσκολα αφήνει ανενόχλητη την εκφορά του λόγου, αφενός γιατί περιορίζει τους ηθοποιούς σε «νηφάλιες» και άνευρες ερμηνείες κι αφετέρου γιατί συγκρούεται με την εκ του πρωτοτύπου αδρανή φύση του κεντρικού χαρακτήρα, εκθέτοντάς την ως «πανούργα» και «δολοπλόκα» και αποσιωπώντας την παθολογία των κινήτρων της.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Info
Σκηνοθεσία: Μιχάλης Κωνσταντάτος
Απόδοση, δραματουργική επεξεργασία: Γιώτα Αργυροπούλου και Μιχάλης Κωνσταντάτος
Σύλληψη σκηνικής εγκατάστασης: Μιχάλης Κωνσταντάτος
Κίνηση: Ίρις Καραγιάν
Σκηνικά - Κοστούμια: Kenny MacLellan
Βοηθός σκηνογράφου: Χαράλαμπος Ιωάννου
Σχεδιασμός ήχου: Γιώργης Σακελλαρίου
Φωτισμοί: Γιάννης Φώτου
Υπεύθυνος Ηλεκτρολόγος: Κώστας Πατραμάνης
Casting: Athens Casting
Ηχογράφηση διαλόγων: Γιάννης Φωτιάδης
Ειδικά εφέ: Σόλων Γιαννούτσος – SFX TRIEDROS
Κατασκευή σκηνικού: ART REBEL
Διαχείριση blog / Εικονοληψία: Γιώργος Μπισδίκης
Οργάνωση παραγωγής: Βασίλης Παναγιωτακόπουλος
Εκτέλεση παραγωγής: blindspot theatre group
Α' Bοηθός παραγωγής: Ειρηλένα Τσάμη
Β' Βοηθός Παραγωγής : Θανάσης Καφετζής
Ηθοποιοί: Γιώτα Αργυροπούλου, Βάσω Καβαλιεράτου, Μάξιμος Μουμούρης, Χρήστος Σαπουντζής, Γιώργος Φριντζήλας