
Για την παράσταση του William Kentridge, Ο Υμπύ και η επιτροπή της αλήθειας, η οποία παρουσιάζεται στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών μέχρι και τις 21 Δεκεμβρίου.
Του Νίκου Ξένιου
O Νοτιοαφρικανός σκηνοθέτης και εικαστικός Ουίλλιαμ Κέντριτζ παρουσιάζει το μνημειώδες πολιτικό του έργο O Υμπύ και η επιτροπή της αλήθειας, σε συνεργασία με τη Handspring Puppet Company, στη μεγάλη αίθουσα της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Εγγεγραμμένη στη ντανταϊστική κατεύθυνση που εγκαινίασε ο «Υμπύ Τυράννος» (1896) του Αλφρέντ Τζαρύ, η παράσταση του Κέντριτζ εισάγει τον Υμπύ στη δεκαετία του ’90, θέτοντάς τον αντιμέτωπο με τις ανακρίσεις της «Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης» που συγκρότησε ο Νέλσον Μαντέλα και της οποίας ηγήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Ντέσμοντ Τούτου, παρέχοντας πολιτική αμνηστία στους λευκούς εγκληματίες που ομολογούσαν τα κακουργήματά τους.
Η πρόδρομη πρόζα, το εικαστικό αρχέτυπο, η θαυμαστή σύνθεση
Τον Υμπύ επιστράτευσαν σχεδόν όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες που θέλησαν να καταγγείλουν με κάποιον τρόπο τον αυταρχισμό, τον ρατσισμό, την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την ωμή βία: ανάμεσά τους οι σκηνοθέτες Ζαν Βιλάρ, Αντουάν Βιτέζ, Πίτερ Μπρουκ, καθώς και μεγάλοι εικαστικοί και λογοτέχνες, από τον Πικάσο έως τον Μαξ Ερνστ και τον Ρουώ, αλλά και τους φασίζοντες Φουτουριστές μετά τον Μαρινέτι. Ο «Υμπύ Τύραννος»[1] του Αλφρέντ Τζαρύ διαδραματίζεται στην Πολωνία, όπου ένας παραδοσιακός ηγεμόνας, τη παροτρύνσει της υπερφιλόδοξης συμβίας του, ανατρέπει τον βασιλιά με συνωμοσία. Ως παρωδία του σαιξπηρικού Μακμπέθ, και άμα τη αποκαλύψει της δολοπλοκίας του ο Υμπύ δολοφονεί ευγενείς και λαό, αναγορεύεται σε βασιλιά, γεύεται το μεθυστικό νέκταρ της εξουσίας και συμφιλιώνεται με τη συνένοχη σύζυγό του.
Ο περιορισμός της οπτικής γωνίας μέσα από την οποία ένα ολόκληρο έθνος διαχειρίστηκε την Αλήθεια και έδωσε «άφεση αμαρτιών» προσέφερε στον δημιουργό τη θεατρική σύμβαση για τη διαχείριση ενός ύψιστου «πολιτιστικού τραύματος» και την εκ νέου διαχείριση της εθνικής ταυτότητας στη χώρα του.
Η ύψιστη παράνοια του συστήματος απαρτχάιντ, η παρωδία δικαιοσύνης[2] και το φλέγον ζήτημα της αναζήτησης των ευθυνών και της ταυτότητας της λευκής φυλής σε αυτό το πλαίσιο ενέπνευσαν αυτό το έργο στον Κέντριτζ, εξέχουσα μορφή της θεατρικής αναγέννησης στη μεγάλη αυτή χώρα της Νότιας Αφρικής. Ο περιορισμός της οπτικής γωνίας μέσα από την οποία ένα ολόκληρο έθνος διαχειρίστηκε την Αλήθεια και έδωσε «άφεση αμαρτιών» προσέφερε στον δημιουργό τη θεατρική σύμβαση για τη διαχείριση ενός ύψιστου «πολιτιστικού τραύματος» και την εκ νέου διαχείριση της εθνικής ταυτότητας στη χώρα του. Στην εκδοχή του Κέντριτζ, ο θρασύδειλος, μωροφιλόδοξος, ζωώδης αλλά και γελοίος «Πα» Υμπύ, ως άλλος Πιλάτος, μπαίνει στο ντους για ν’ αποτινάξει τη «μυρωδιά από αίμα και δυναμίτη» και την ενοχή των πράξεών του: υφέρπει η εικαστική μνήμη της «σιωπηρής κραυγής» που καλλιτέχνες σαν τον Πικάσο επιστράτευσαν για την απόδοση του ολοκαυτώματος. Παράλληλα, δύο αριστοτέχνες μαριονετίστες κινούν κούκλες από χαροκαμμένες μάνες και κατεστραμμένους πατεράδες που καταθέτουν τις μαρτυρίες τους για τα όσα τεκταίνονταν, για το αδικοχυμένο αίμα, για τη σιωπηρή συνενοχή όλων, προσθέτοντας ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό «τρωτότητας» στην ασυνείδητη κατάθεση του Υμπύ. Μια σειρά ακροάσεων που έρχονται σε αντίστιξη προς το κύριο σώμα της αφήγησης επικαιροποιώντας τις ‟Ubuesque‟ συμπεριφορές των ανά την υφήλιο τυράννων. Το «κατοικίδιο» στο οποίο ο Υμπύ εμπιστεύεται τις τερατώδεις ενέργειές του είναι διαμορφωμένο σε μαριονέττα σκύλου Κέρβερου με τρία κεφάλια, συνεργού στο έγκλημα, ενώ η τερατομορφία «εναποθήκευσης» της πεπλανημένης εξιστόρησης αναπαρίσταται ως κροκόδειλος που «καταπίνει» βουλιμικά κάθε τεκμήριο αποκάλυψης της αλήθειας.
Η σύζυγός του, «Μα»Υμπύ (που είναι μαύρη, συμβολίζει τη Μάμα Άφρικα κατ’ αναλογίαν με τη «Mother India» στη Μαχαμπχαράτα του Πήτερ Μπρουκ και συνιστά παρωδία της Λαίδης Μακμπέθ) υποψιάζεται τον Υμπύ για μοιχεία και κατά την αναζήτηση των μυστικών του ανακαλύπτει, με μια grand guignol υπερβολή, πως ο σύζυγός της είναι μέλος της θηριώδους μυστικής αστυνομίας του απαρτχάιντ. Συνένοχη στα αποτρόπαια βασανιστήρια των λευκών σε βάρος των μαύρων, ιδιοτελώς κινούμενη από τον τρόμο για την ίδια της τη φυλετική ταυτότητα και τον υποτιθέμενο κίνδυνο που ο ρατσιστής νιώθει έναντι του «μαύρου κάφρου» («schwarz kaffir» στα αφρικάανς) η ιθαγενής εκτελέστρια παράγει ένα εφιαλτικό σύμπαν καταδίδοντας τον Υμπύ, ενώ η κάμερα λειτουργεί ως διαμεσολαβητής της συλλογικής μνήμης.
Θραύσματα τραύματος ενώπιον της «Επιτροπής της Αλήθειας»
Η αφήγηση της Νότιας Αφρικής γίνεται σκελετός για την αποκάλυψη της δυσαναλογίας ανάμεσα σε «αυτό που αφηγούμεθα» και σε «αυτό που πραγματικά συνέβη», με το ρόλο της συλλογικής μνήμης στο να καλύπτει τα κενά. Όλοι, και οι θύτες και τα θύματα, στις δημόσιες ακροάσεις που τεκταίνονται από την 1η Μαρτίου του 1960 έως τις 5 Δεκεμβρίου του 1993, εκφαίνονται ως «τραυματισμένοι» από την ιστορική πραγματικότητα. Τις ωμές καταθέσεις συνοδεύει η χρήση πολυμέσων -στη γραμμή του Πισκατόρ και του Μπρεχτ- για προβολή τεχνικών βάναυσης ανάκρισης από την Ουγκάντα του Ίντι Αμίν Νταντά, λιθογραφιών από την Υπόθεση Ντρέιφους, μιας γιγαντιαίας, αδηφάγου μορφής του Υμπύ του Τζαρύ, που χορεύει ένα «χορό σκιάς» μαστιγώνοντας τον σύγχρονο Υμπύ κι ενσαρκώνοντας την παγκοσμιότητα μιας αλληγορίας ψέμματος και ανευθυνότητας και μια σειρά από τοτεμικής διάστασης αλλοιώσεις της αφρικανικής ιστορικής μνήμης.
Μια διαπίστωση ad nauseam σχετικά με την επιστροφή της δομικής θηριωδίας που διακρίνει την ανθρώπινη φύση, ενταγμένη σε μια σύνθεση οπερετικής αρτιότητας, με εξαίσιες ερμηνείες και σύνθεση όλων των τεχνών υπό τη μαγική μπαγκέτα ενός άρτιου καλλιτέχνη, στη φάση της ωριμότητάς του.
Ημίγυμνος και τρωτός, σε γκροτέσκα απόδοση ενός οιονεί άνδρα και σε εμβρυακή στάση, ο χαρακτήρας διώκεται από εφιάλτες αδηφαγίας, πλεονεξίας και απανθρωπιάς, ενώ παράλληλα προσπαθεί να συγκαλύψει τα ανομήματά του, εφόσον δεν καταφέρνει να τα νίψει. Η μπουφόνικη κινησιολογία της «Μα» Υμπύ και του «Πα» Υμπύ, που παραπέμπει στη «σωματική βακτηρία» (baton-â-physique) που ο ίδιος ο Τζαρύ απέδιδε στον χαρακτήρα του, επιτρέπει τη διακωμώδηση του εγκλήματος.
Ο Κέντριτζ τοποθετεί τον ήρωά του ταυτόχρονα σε δύο αντιτιθέμενους κόσμους, εισάγοντας μια διαλεκτική κατανόησης της ευθύνης κι επανεκτίμησης της έννοιας της Δικαιοσύνης μέσα από τον διχασμό της προσωπικότητας του μάρτυρα κατάθεσης. Ως εκ τούτου, οι θεατές αντιλαμβάνονται τη διάδραση «καρτούν» και σκηνικής δράσης ως επικοινωνιακή πράξη του «αρχετυπικού Υμπύ» προς το σύγχρονο κοινό: μια σπαρακτική δήλωση σχετικά με το άφευκτο και τη βαθύτατη τραγικότητα της ιστορικής εξέλιξης. Μια αξιοθαύμαστη αξιοποίηση των «καμπεσιγύιων παιγνίων» της μαριονέτας που υπαινίσσεται την αποστασιοποίηση από το φεστιβάλ φρίκης και τρόμου. Μια διαπίστωση ad nauseam σχετικά με την επιστροφή της δομικής θηριωδίας που διακρίνει την ανθρώπινη φύση, ενταγμένη σε μια σύνθεση οπερετικής αρτιότητας, με εξαίσιες ερμηνείες και σύνθεση όλων των τεχνών υπό τη μαγική μπαγκέτα ενός άρτιου καλλιτέχνη, στη φάση της ωριμότητάς του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Σκηνοθεσία: William Kentridge
Βοηθός Σκηνοθέτη: Janni Younge
Κείμενα: Jane Taylor
Σχεδιασμός κουκλών: Adrian Kohler
Βοηθός σχεδιαστή κουκλών: Tau Qwelane
Σχεδιασμός κινούμενων εικόνων: William Kentridge
Βοηθοί σχεδιασμού κινούμενων εικόνων: Tau Qwelane, Suzie Gable
Σχεδιασμός σκηνικών: Adrian Kohler, William Kentridge
Σχεδιασμός κοστουμιών: Adrian Kohler
Ενδυματολόγοι: Phyllis Midlane, Sue Steele
Σχεδιασμός φωτισμών: Wesley France
Σχεδιασμός ήχου: Wilbert Schubel
Μουσική: Warrick Sony και Brendan Jury
Χορογραφία: Robyn Orlin
Μοντάζ κινούμενων εικόνων: Catherine Meyburgh
Έρευνα στα αρχεία της Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης: Antjie Krog
Έρευνα ταινιών και βίντεο: Gail Berhmann
Πατέρας Υμπύ: Dawid Minnaar
Μητέρα Υμπύ: Busi Zokufa
Κουκλοπαίκτες: Gabriel Marchand, Mandiseli Maseti και Mongi Mthombeni
Σε συνεργασία με την Quaternaire