
Για την παράσταση της Lola Arias, Η ζωή μου μετά, η οποία παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στο πλαίσιο του αφιερώματος Transitions2: Latin America.
Του Γιώργου Π. Πεφάνη
Όποιος πίστεψε κάποτε ή πιστεύει ακόμα ιδεοληπτικά την άποψη του Richard Schechner για την απίσχναση του δραματικού θεάτρου στον 21ο αιώνα [1] δεν έχει παρά να στραφεί στη δραματουργία της Λατινικής Αμερικής των τελευταίων δεκαετιών, για να πειστεί ότι συχνά οι αυτοεκπληρούμενες προφητείες διαψεύδονται από την ιστορία.
Στο ίδιο πολιτισμικό και πολιτικό περιβάλλον θα πρέπει να στραφούν και εκείνοι που δέχονται συγκαταβατικά και απροβλημάτιστα την άποψη του Hans-Thies Lehmann, κατά την οποία το πολιτικό θέατρο δεν υπήρξε τις περισσότερες φορές παρά ως ένα τελετουργικό επιβεβαίωσης πολιτικών θέσεων που είχαν ήδη υιοθετηθεί.[2] Υπό μία κεντρική έννοια, η άποψη αυτή αμφισβητεί την ίδια την ουσία του πολιτικού θεάτρου, στο μέτρο που η επιβεβαίωση και η κατάφαση έρχονται σε αντίθεση με τον πυρήνα του πολιτικού ως τέτοιου, δηλαδή τη διερώτηση, τον κριτικό διάλογο, την αμφισβήτηση: ό,τι συγκροτεί την αγωνιστική δημοκρατία. Δυναμικό, πληθωρικό, πολυφωνικό και άκρως πολιτικό, το θέατρο της Λατινικής Αμερικής κοχλάζει για δεκαετίες και κάθε άλλο παρά συρρικνώνεται σε καταφατικές τελέσεις ή σε επιβεβαιώσεις πολιτικών θέσεων που κάποτε είχαν υιοθετηθεί στην Κεντρική Ευρώπη και στις ζώνες επιρροής της.
Πρόκειται για ένα γνήσιο θέατρο ντοκουμέντο καθώς αφηγείται αληθινές ιστορίες του πρόσφατου αργεντινού παρελθόντος, χρησιμοποιεί πρωτογενές ιστορικό υλικό φωτογραφιών, εγγράφων και φιλμ super 8.
Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του θεάτρου αυτού, η Lola Arias φιλοξενήθηκε στο Latin America Festival, που διοργάνωσε η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών τον Νοέμβριο 2014, με το έργο της Η ζωή μου μετά (Mi vida despues), το οποίο σκηνοθέτησε η ίδια. Πρόκειται για ένα γνήσιο θέατρο ντοκουμέντο καθώς αφηγείται αληθινές ιστορίες του πρόσφατου αργεντινού παρελθόντος, χρησιμοποιεί πρωτογενές ιστορικό υλικό φωτογραφιών, εγγράφων και φιλμ super 8 και, επιπλέον, οι ερμηνευτές της παράστασης είναι τα ίδια πρόσωπα με εκείνα της αφήγησης. Η ηθοποιός Carla Crespo είναι το δραματικό πρόσωπο Carla, κόρη ενός μαχητή του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού που σκοτώθηκε σε ένοπλη σύγκρουση. Η ηθοποιός Vanina Falco είναι το δραματικό πρόσωπο Vanina, κόρη ενός μυστικού αστυνομικού. Η Lisa Casullo, ο Blas Arrese Igor, ο Pablo Lugones και ο Mariano Speratti συμμετέχουν σε αυτόν τον διπλό κόσμο της σκηνής εκπροσωπώντας τον εαυτό τους. Σε αυτήν τη βάση η Arias θα μπορούσε να δώσει μιαν έμμεση απάντηση στον Lehmann, καθώς στην πρεμιέρα του έργου στο Teatro Sarmiento (Μπουένος Άιρες 2009), η Vanina διάβασε τα πρακτικά μιας δίκης κατά του πατέρα της, ο οποίος είχε κλέψει ένα μωρό από το Κέντρο Βασανιστηρίων και το παρουσίασε ως δικό του. Το γεγονός αυτό προκάλεσε το 2012 την πραγματική καταδίκη του πατέρα της σε φυλάκιση 18 ετών. Το πολιτικό θέατρο μπορεί να έχει μάλλον μεγαλύτερη δύναμη απ’ ό,τι θέλουμε να πιστεύουμε.
![]() Η Lola Arias
|
Η σύμπτωση των δραματικών με τα σκηνικά πρόσωπα είναι, ωστόσο, κάτι παραπάνω από μια σκηνοθετική στρατηγική που φέρει επί σκηνής το αξίωμα ότι μόνον οι τυφλοί μπορούν να μιλούν για όραση. Οι performers που γυρίζουν πίσω στην παιδική τους ηλικία και επισκέπτονται τη ζωή των γονιών τους δεν θυμούνται απλώς τα περασμένα. Η επιστροφή γίνεται συχνά με χιούμορ, καθώς τη λεκτική περιγραφή συνοδεύει η προβολή διαφανειών, πάνω στις οποίες οι performers υπογραμμίζουν με μαρκαδόρο διάφορα στοιχεία. Αλλά κάτω από το χιούμορ υπάρχει μια περίεργη σιωπή. Το χαμόγελο που εγγράφεται σιωπηλά ήδη με την επιλογή των διαφανειών, του «αθώου» χαρακτήρα τους, του οικογενειακού τους «χρώματος» ή της ανυποψίαστης αφέλειάς τους, αυτό το χαμόγελο δεν συμψηφίζει απλώς τον χρόνο που έχει μεσολαβήσει από τη στιγμή λήψης της φωτογραφίας, αλλά ριζώνει στο έδαφος της μνημονικής διαδικασίας και του μνημονικού περιεχομένου. Διαδικασία και περιεχόμενο συνυφαίνονται εδώ χάρη στην αφήγηση, ακριβέστερα: χάρη στις διαφορετικές, πλην αλληλοσυμπληρούμενες αφηγήσεις. Η Carla και η Vanina λ.χ. αποτελούν τους δύο αντιθετικούς μνημονικούς πόλους που συνδυάζονται για να τελεστεί το μνημονικό έργο μέσω της αφήγησης. Αντιθετικοί πόλοι, καθώς οι δύο κοπέλες θα μπορούσαν να βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα εάν ζούσαν την εποχή των γονιών τους, αλλά και συμπληρωματικοί, καθώς η καθεμιά συμβάλλει με τις δικές της ψηφίδες στον σχηματισμό του ψηφιδωτού του παρελθόντος.
Tα ρούχα κατακλύζουν τη σκηνή για να συμβολίσουν ταυτόχρονα την ανακλητική δύναμη της μνήμης και την απουσία του αναμνημονευόμενου σώματος, την επιστροφή στη φευγαλέα μορφή ενός προσώπου και το κενό που αφήνει πίσω του αυτό το πρόσωπο.
Η επιλογή της Arias να στηριχθεί στα ρούχα, δεν είναι τυχαία. Σε ένα σκηνικό που θυμίζει αρκετά έντονα το αντίστοιχο του 200% & bloody thirsty (1987) των Force Entertainment, τα ρούχα κατακλύζουν τη σκηνή για να συμβολίσουν ταυτόχρονα την ανακλητική δύναμη της μνήμης και την απουσία του αναμνημονευόμενου σώματος, την επιστροφή στη φευγαλέα μορφή ενός προσώπου και το κενό που αφήνει πίσω του αυτό το πρόσωπο. Ένα παλιό μπλουτζίν, άδειο από σάρκα και γεμάτο από αναμνήσεις, αρκεί για να θυμηθεί η ηθοποιός το σώμα που κατοικούσε κάποτε μέσα του, τη ζωή που το τέντωνε στις κινήσεις των ποδιών. Και τώρα; Τώρα μένει η επανάληψη της κίνησης, καλύτερα: η αναπαράστασή της, έξω από το ύφασμα, μακριά από τον οικείο χρόνο, σε μια προσπάθεια ανάκλησης, αναμνημόνευσης, συγκεφαλαίωσης μιας ζωής. Γιατί κατανοούμε τον βίο μας πάντα ως μια εκτυλισσόμενη ιστορία και μπορούμε να τον νοηματοδοτήσουμε μόνο εάν αφηγηθούμε τις διαδοχικές φάσεις της. Αυτό που μας δείχνει η Arias δεν είναι μόνο υποκειμενικές πτυχές ενός δύστηνου πολιτικού χρόνου στην Αργεντινή ─ κάτι που ομολογουμένως κάνει με λεπτό και διακριτικό τρόπο, χωρίς κραυγαλέες καταγγελίες και κατηγορικά αποφθέγματα. Μας δείχνει κυρίως την αναζήτηση του εαυτού μας μέσα από μια αφήγηση, η οποία όμως δεν αποτελεί ένα προαιρετικό συμπλήρωμα στον εαυτό, αλλά ένα ιδρυτικό του συστατικό.
Έτσι αυτό το θέατρο ντοκουμέντο, όπως λανσάρεται επίσημα, καταφέρνει να υποσκελίσει (προσοχή όμως: όχι και να καταργήσει) την καταγραφική και αποστομωτική βεβαιότητα του ντοκουμέντου και να ανοιχτεί στην αβεβαιότητα του εαυτού, στη δυναμική του υποκειμένου της μνήμης και της αφήγησης. «Προκειμένου να έχουμε μια αίσθηση του ποιοι είμαστε», γράφει ο Charles Taylor, «χρειάζεται να έχουμε μιαν αντίληψη του πώς έχουμε γίνει και του πού πηγαίνουμε».[3] Η Arias επιστρέφει στο παρελθόν, φοράει το παλιό μπλουτζίν, ακούει ροκ μουσική και ετοιμάζεται να φύγει μακριά.
O ΓΙΩΡΓΟΣ Π. ΠΕΦΑΝΗΣ είναι επίκουρος καθηγητής θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.