
Για την παράσταση του Leonardo Moreira και της ομάδας Hiato Ο Κήπος, η οποία παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Transitions2: Latin America.
Της Εύας Στάμου
Το έργο αποτελεί φόρο τιμής στον Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ. Ο Βυσσινόκηπος γράφτηκε το 1903 και θεωρείται από αρκετούς κριτικούς προείκασμα των διεργασιών που οδήγησαν στην Επανάσταση του 1917. Είναι ένα έργο που πραγματεύεται την αδυναμία των ανθρώπων να προσαρμοστούν στις έντονες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Ο Τσέχωφ καταδεικνύει δραματουργικά τους τρόπους με τους οποίους οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις επηρεάζουν τις ζωές μιας οικογένειας αριστοκρατών που ξαφνικά χάνουν τον ρόλο τους και δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν στη νέα πραγματικότητα.
Ο Κήπος, παραγωγή της βραβευμένης, νεανικής ομάδας Hiato, εξιστορεί την ζωή μιας οικογένειας που ζει στο Σάο Πάουλο. Οι θεατές παρακολουθούν την ιστορία των μελών της μέσα από τρεις σκηνές που αντιστοιχούν σε τρεις χρονικές περιόδους. Οι ηθοποιοί κινούνται σ’ ένα ευρηματικό σκηνικό που κυριολεκτικά μεταμορφώνει την αίθουσα καθώς θεατές και ηθοποιοί συνυπάρχουν επί σκηνής. Περπατώντας ανάμεσα σε χαρτόκουτα στα οποία βρίσκονται «αρχειοθετημένες» οι αναμνήσεις από το κοινό τους παρελθόν –υπό τη μορφή κειμηλίων, φωτογραφιών, επιστολών κι άλλων αναμνηστικών αντικειμένων–, οι ηθοποιοί προσπαθούν να βάλουν σε κάποια τάξη μνήμες και συναισθήματα, να συμφιλιωθούν με την απώλεια, το πέρασμα του χρόνου, και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Σε αντίθεση με το έργο του Τσέχωφ, στον Κήπο του Λεονάρντο Μορέιρα η οικογένεια προσαρμόζεται στις κοινωνικές αλλαγές χρησιμοποιώντας τη συλλογική και προσωπική μνήμη επιλεκτικά, είτε αφομοιώνοντας είτε ‘λησμονώντας’ πρόσωπα και γεγονότα.
Σε αντίθεση με το έργο του Τσέχωφ, στον Κήπο του Λεονάρντο Μορέιρα η οικογένεια προσαρμόζεται στις κοινωνικές αλλαγές χρησιμοποιώντας τη συλλογική και προσωπική μνήμη επιλεκτικά, είτε αφομοιώνοντας είτε «λησμονώντας» πρόσωπα και γεγονότα.
Ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνονται κι ερμηνεύονται τα γεγονότα παίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία της διαδικασίας της μνήμης. Όπως αναφέρει ο Paul Ricoeur στο La mémoire, l’histoire, l’oubli,* η λήθη, η ενοχή και η συμφιλίωση με το παρελθόν συναντιούνται σε έναν τόπο που είναι «ου-τόπος» και θα μπορούσε να αποδοθεί εύστοχα με την λέξη «ορίζοντας». Ορίζοντας μιας μνήμης που το υποκείμενο έχει ήδη διαπραγματευθεί και κατευνάσει, μίας μνήμης τις επιδράσεις της οποίας έχει ξεπεράσει και –μέσω της συγχώρεσης– αντικαταστήσει από μια χαρούμενη λήθη.
Αυτή την χαρούμενη λήθη βιώνουν οι ήρωες στον Κήπο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όσα έζησαν παραμένουν ανενεργά είτε στο πεδίο της εμπειρίας είτε του ασυνείδητου, ή ότι στερούνται την ικανότητα να νιώθουν με ένταση και να συλλογίζονται με καθαρότητα την πραγματικότητα. Το θεατρικό κείμενο δεν αποφεύγει σε κάποια σημεία τον μελοδραματισμό, ωστόσο η εξαιρετικά πρωτότυπη σκηνοθετική αντίληψη διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού. «Επιβιώνουμε μέσα από τα αντικείμενα που απομένουν» λέει σε κάποια στιγμή μία από τις ηρωίδες, «αφού δυστυχώς τα πράγματα ζουν περισσότερο από τα πρόσωπα».
* Paul Ricoeur, Η μνήμη, η ιστορία, η λήθη, Ίνδικτος, 2013.
* Η ΕΥΑ ΣΤΑΜΟΥ είναι συγγραφέας και Δρ Ψυχολογίας.