Για το μιούζικαλ Τα μάγια της πεταλούδας που ανεβαίνει στην παιδική και εφηβική σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου σε σκηνοθεσία Νικολέτας Ξεναρίου.
Του Νίκου Ξένιου
«Μια μέρα βρέθηκε ένα έντομο που θέλησε να φτάσει πέρα από την αγάπη. Ερωτεύτηκε κάποιο όραμα που βρισκόταν πολύ μακρύτερα από τη ζωή του.» F. G. Lorca
Το «Σύγχρονο Θέατρο» επιστρατεύει δεκαεπτά αποφοίτους της σχολής θεάτρου «Δήλος» της Δήμητρας Χατούπη και ανεβάζει Τα μάγια της πεταλούδας του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, σε μια μουσική παράσταση που βασίστηκε σε κείμενο-διασκευή του Μιχάλη Γελασάκη, σε μουσική του Χρήστου Θεοδώρου, σε σκηνοθεσία και χορογραφία της Νικολέτας Ξεναρίου και σε σκηνικά της Κωσταντίνας Κρίγκου.
Μια «κωμωδιούλα» –όπως την αποκαλούσε ο ίδιος ο Λόρκα– που δεν είναι παρά ένα ζοφερό ποιητικό δράμα για την προσπάθεια μιας πληγωμένης πεταλούδας να πετάξει κι ενός σκαθαριού για την προσέγγιση ενός οράματος που απέχει πολύ από τη ζωή του. Το νεανικό, πηγαίο αυτό έργο φέρει όλον τον ενθουσιασμό του συγγραφέα που πρωτοανακαλύπτει τη θεατρική σκηνή και έχει ταυτιστεί με το σκαθάρι του, τον ιδαλγό αυτόν που αναζητά την ελευθερία. Η τραυματισμένη πεταλούδα γίνεται το αντικείμενο του πόθου του ανεδαφικού ήρωα, που προσκρούει στην ανυπότακτη φύση της και τα «φτερά» της φαντασίας της.
Τα σουρρεαλιστικά φτερά του έρωτα
Η όλη σύνθεση του Λόρκα βασίστηκε σε μια αλληγορική αντίληψη του μικρόκοσμου των εντόμων που, σε αριστοφανική σύλληψη, αναπλάθει τα γνωρίσματα της ανθρώπινης κοινωνίας. Η κλιμάκωση των συναισθημάτων απογειώνει το κείμενο σε ποιητικές εξάρσεις ανάλογες των δημοτικών τραγουδιών cante hondo που τόσο γοήτευσαν τον ποιητή, και για τα οποία θα έγραφε ολόκληρη μελέτη. Η καρδιά της σύλληψής του εστιάζεται στο διονυσιασμό (duende) που η φλαμένκο τσιγγάνικη κουλτούρα κομίζει στην ανθρώπινη ψυχή. Όλη η συνοικία των εντόμων, άλλωστε, παραπέμπει σε τσιγγάνικο χωριό, που ζει τα συναισθήματα, τους έρωτες, τις απορρίψεις και τον θάνατο στο έπακρο.
Όλη η συνοικία των εντόμων παραπέμπει σε τσιγγάνικο χωριό, που ζει τα συναισθήματα, τους έρωτες, τις απορρίψεις και τον θάνατο στο έπακρο
«Τέτοια είναι η φύση του Ντουέντε», έλεγε ο Λόρκα. «Να ζεις και να δημιουργείς στην κόψη του ξυραφιού. Ξέρεις ότι εγώ αντιλαμβάνομαι και την ελάχιστη σάρκα του κόσμου». Η «ελάχιστη σάρκα του κόσμου» εδώ είναι ανθρωπομορφικά εφαρμοσμένη στο ειδυλλιακό μικροσκοπικό τοπίο της ζωής των εντόμων. Δεν πρόκειται για σύλληψη ενός διανοούμενου, αλλά για τα λόγια ενός ποιητή, που συνοψίζουν το διχασμό που ένιωθε ο ίδιος ο Λόρκα: τη βαθιά ριζωμένη και απόλυτα προσωπική του πεποίθηση ότι η χαρά ήταν αδιανόητη χωρίς τη θλίψη, ότι η ζωή ήταν ακατανόητη χωρίς το θάνατο. Έτσι και ο σκαθαράκος του, βιώνει τον έρωτα συνυφασμένο με ένα υπαρξιακό πένθος συγκινητικό, που αναζητά τις ρίζες του στην ίδια τη φύση του ανθρώπινου ψυχισμού, χωρίς όμως πολυλογίες και περιττά διανθίσματα. Και με εμφανέστατα τα ψήγματα της σουρρεαλιστικής γραφής του, που θα φτάσει στο απόγειό της με το Κοινό (Publico), δυο χρόνια αργότερα.
«Ποίηση, ρε!»
Η κυριότερη αρετή της παράστασης ήταν ο συγχρονισμός και η σφαιρική αντίληψη κάθε μέλους της ομάδας για όσα τεκταίνονταν ανά πάσαν στιγμή
Το παιγνιώδες ύφος και η αφαιρετικότητα του έργου είναι ένδειξη της αντίστασης που ακόμη προέβαλλε ο ποιητής στη φυσική του ροπή να ενταχθεί πλήρως στο υπερρεαλισμό. Άλλωστε, πίστευε ότι το χιούμορ και η ανθρωπιά θα τον έσωζαν από «τους μεγάλους, σκοτεινούς καθρέφτες που κρατούν η ποίηση και η τρέλα στον πάτο των βαράθρων τους». Τα Μάγια της Πεταλούδας τα έχουν αυτά τα στοιχεία, του χιούμορ και της ανθρωπιάς, και τα εντάσσουν σε ένα καμβά καθαρής ποίησης, απαλλαγμένης από εμμονές διανοητικών κατασκευών. Πρόκειται για μια πλειάδα θεμάτων ζωής και θανάτου που αποδίδονται με λυρισμό και ευαισθησία, και που τα διδάχθηκαν σε βάθος οι νέοι και ταλαντούχοι ηθοποιοί της παράστασης του Σύγχρονου Θεάτρου. Το αποτέλεσμα ήταν να πλαισιώσουν μιαν εξαιρετική παράσταση, πλησιέστερη στο πνεύμα του «καθαρού θεάτρου» από πολλές άλλες του είδους. Ένα έργο γραμμένο με μεγάλο βαθμό παιδικότητας, η naïveté του οποίου, όμως, ξεπερνά τα στενά πλαίσια του νεανικού κοινού και απευθύνεται στις βαθύτερες υπαρξιακές αναζητήσεις μας, σε μια εποχή απουσίας της ποίησης από τη ζωή μας. Η πυρετώδης προετοιμασία τους –το σκηνικό αναπλάθει τα καμαρίνια των ηθοποιών–, η επιστράτευση του χορού και του μιούζικαλ, το παιχνίδισμα με τη θεατρική σκευή, ο υπαινικτικός χαρακτήρας των κοστουμιών, η άρτια συνεργασία, το κέφι, ήταν όλα εμφανέστατα και μεταδοτικά. Δεν υπήρξε ούτε στιγμή χαλάρωσης, ούτε ένα σημείο που να «κάνει κοιλιά», και οι ποικίλες φωνητικές τους δυνατότητες (άλλες μεγαλύτερες, άλλες πιο περιορισμένες) αξιοποιήθηκαν στο έπακρο. Η κυριότερη αρετή της παράστασης ήταν ο συγχρονισμός και η σφαιρική αντίληψη κάθε μέλους της ομάδας για όσα τεκταίνονταν ανά πάσαν στιγμή. Έτσι, με τις αισθήσεις οξυμμένες και τα εργαλεία τους ακονισμένα, οι νέοι αυτοί καλλιτέχνες μας δίνουν μια μουσική παράσταση «καλοκουρδισμένη», που σέβεται απόλυτα το κοινό της και την κλασική έμπνευση του Λόρκα.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Λιμπρέτο: Μιχάλης Γελασάκης
Σκηνοθεσία: Νικολέτα Ξεναρίου
Δραματουργική Επεξεργασία: Κωστής Καπελώνης
Σκηνικά-Κοστούμια: Κωνσταντίνα Κρίγκου
Μουσική Διδασκαλία: Οδυσσέας Ιωάννου Κωνσταντίνου
Β.Σκηνοθέτη: Μαντώ Κεραμυδά
Υπεύθυνος επικοινωνίας για το θέατρο: Αντρέας Κουτσουρέλης