
Για την παράσταση Φιλοκτήτης σε σκηνοθεσία Κώστα Φιλίππογλου.
Του Νίκου Ξένιου
«Έτσι ο ταλαίπωρος χάνομαι δέκα χρόνια τώρα, μέσα στην πείνα, το μαράζι και στον πόνο της πληγής μου. Αυτά μου κάναν οι Ατρείδες».
Ο Φιλοκτήτης κρατά πεισματικά –και δικαιωματικά– τα όπλα του Ηρακλή, που πάντα πετυχαίνουν τον στόχο τους. Έτσι επιβιώνει στην άγονη, άνυδρη, άξενη Λήμνο του μύθου, όπου μας ξεναγεί ο Φιλοκτήτης/Μαρμαρινός στην έναρξη της παράστασης του έργου του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Κώστα Φιλίππογλου.
«Ένας σωρός ηφαιστειακών πετρωμάτων, με εξαιρετική χρωματική ποικιλία και σχηματισμούς που δεν ξεπερνούν τα 470 μ. σε ύψος. Ενας αλμυρός τόπος, τριγυρισμένος από 260 χλμ. άμμου φωλιασμένης σε παραλίες, βραχώδεις ακτές, κόλπους και λιμανάκια. Ένας πέτρινος καρπός με άνυδρο ερημικό κουκούτσι, στο κέντρο του Βόρειου Αιγαίου». Αριστερά πρέπει κανείς να φανταστεί μια πηγή, ενώ στο βάθος να διακρίνει το ηφαίστειο Μόσυχλος. Τα σκηνικά της παράστασης, άρτια ως προς την εικαστική προσέγγιση, πετυχαίνουν σύγχρονη αξιοποίηση του κειμένου, ενώ η μουσική επένδυση των Lost Bodies είναι υποβλητική.
Τα πρόσωπα και η παράσταση
Η επική, πολεμοχαρής, αρειμάνια μορφή του Έλληνα Οδυσσέα παραμένει αντίποδας της είρωνος, σαφώς λυρικότερης και «εσωτερικής» εκδοχής Έλληνος που συνιστά ο Φιλοκτήτης.
Στον Φιλοκτήτη ο εξόριστος μάγνητας ήρωας περιγράφει στον Νεοπτόλεμο τη μύησή του στη μοναξιά και την αγριότητα: «Κανένας ναυτικός δεν αποκότησε ν' αράξει εδώ. Ούτε λιμάνι, ούτ' εμπόριο, ούτε φιλοξενία υπάρχουν. Άνθρωποι μυαλωμένοι δεν το πλησιάζουν, εκτός αν ξεπέσουν. Γιατί μεσ' στη μακρόσυρτη ζωή πολλά συμβαίνουν. Αν άτυχος καραβοκύρης ξεστρατίσει προς τα εδώ, με σπλαχνίζεται και δίνει κάνα ρούχο ή ψωμί». Σ’ αυτόν τον τόπο εξορίας εγκατέλειψαν τον Φιλοκτήτη, σύμφωνα με τον μύθο, οι σύντροφοί του, με πόδι πληγωμένο και κακοφορμισμένο από δάγκωμα φιδιού, στον δρόμο για την Τροία. Και στον ίδιον τόπο θα φτάσουν, δέκα χρόνια μετά, ο Οδυσσέας (Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης) και ο γιος του Αχιλλέα, ο Νεοπτόλεμος[1] (Αιμίλιος Χειλάκης), με σκοπό να του αποσπάσουν με δόλο τα όπλα του Ηρακλέους, γιατί μόνο με αυτά, σύμφωνα με τον χρησμό, θα κερδίσουν τον Τρωϊκό Πόλεμο. Η παράσταση εξαρχής ήταν δελεαστική, χάρις στα ονόματα των τριών πρωταγωνιστών. Οι ερμηνείες τους, διακριτές ως προς την τεχνοτροπία, επιτυγχάνουν την κλιμάκωση, ωστόσο κάποια νεωτερίζοντα ευρήματα δεν ταιριάζουν με το ακαδημαϊκό, στομφώδες και φιλοσοφικό ύφος του Φιλοκτήτη/Μαρμαρινού. Αυτή η αντίθεση, σε συνδυασμό με τολμηρές κινησιολογικές και σκηνογραφικές λύσεις και τη χρήση φορητών μικροφώνων, έχει ως αποτέλεσμα να διακόπτεται η συγκινησιακή κορύφωση του έργου και να «παγώνει» ο θεατής. Πιθανόν αυτό να είναι σκόπιμο, ώστε η επική, πολεμοχαρής, αρειμάνια μορφή του Έλληνα Οδυσσέα να παραμείνει αντίποδας της είρωνος, σαφώς λυρικότερης και «εσωτερικής» εκδοχής Έλληνος που συνιστά ο Φιλοκτήτης. Δεν αποκλείεται να είναι σκηνοθετική επιλογή αυτή η τήρηση αποστάσεων.
Ο Νεοπτόλεμος του Αιμίλιου Χειλάκη αρραγής και καλοδουλεμένος, ίσως η αρτιότερα πλασμένη περσόνα της παράστασης. Ο Οδυσσέας του Μαρκουλάκη στιβαρός, συνεπής στην ερμηνευτική γραμμή του καλού αυτού ηθοποιού. Νοσταλγώντας το σπίτι και τους οικείους του, ο Φιλοκτήτης είναι η αντιδιαμετρική του Οδυσσέα μορφή. Ο λόγος που εκφέρει, παρά το πεπρωμένο του, είναι λόγος αδιαφορίας για την έκβαση του πολέμου, λόγος ειρήνης και επιστροφής στην πατρίδα. Ξενίζει ο τρόπος με τον οποίον ο Μιχαήλ Μαρμαρινός ενσαρκώνει αυτόν τον χαρακτήρα, με απαρχαιωμένη εκφορά του λόγου και στόμφο, αποστασιοποιούμενος από την αρχαϊκή εκδοχή ενός δύστηνου, εξαγριωμένου, μισάνθρωπου, ορεσίβιου Φιλοκτήτη και υιοθετώντας το θυμοσοφικό ύφος ενός Φιλοκτήτη που έχει διδαχθεί πολλά για την ανθρώπινη φύση. Εντούτοις, και εις πείσμα της νεωτερίζουσας σκηνοθεσίας, το έργο πραγματεύεται το θέμα της σύγκρουσης του συναισθήματος του πατριωτισμού με τον ανθρωπισμό.
![]() Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός
|
Η πληγή των Ελλήνων
Η φοβερή δυσωδία που αναδίδει η κακοφορμισμένη πληγή του Φιλοκτήτη, και που τόσο ταράζει τον στρατό, δεν είναι παρά μια Γοργώ, ένα φόβητρο: η απευκτέα αυτογνωσία. Αντίστοιχα, το είδος Καιάδα στον οποίο άνανδρα τον καταδικάζουν οι σύντροφοί του, μοιάζει με κυκεώνα αυτογνωσίας. Οι πόνοι κι οι κραυγές του διασαλεύουν τις υπαρξιακές βεβαιότητες των Ελλήνων: «Αχ, ο θεόπικρος εγώ, ο πολυβασανισμένος, ούτε είδηση δεν πήρε ο κόσμος κι η Ελλάδα πώς λιώνω εδώ στην εξορία! Κι αυτοί που με παραπέταξαν κρυφογελούνε κι εμένα η αρρώστια όλο και πάει προς στο χειρότερο και με λιώνει». Ο Φιλοκτήτης δεν τους συγχωρεί, με την ίδια αναλογία με την οποία ο Οιδίποδας (ο επί Κολωνώ) δεν συγχωρεί τα παιδιά του για την εξορία στην οποία τον καταδίκασαν: «Φώναζα. Να βλέπω τα πλοία μου και το στόλο να ξεμακραίνουν, να μη βλέπω άνθρωπο κοντά να με γιατρέψει. Σαν το συλλογιζόμουνα, παιδί μου, μ' έπιανε θλίψη, μ' έπαιρνε το παράπονο, πολύ πικρό παράπονο! Κι οι πονεμένες μέρες του δόλιου εμένα, βαριά κυλούσαν, στην έρημη σπηλιά». Αυτός ο αρχαίος Ροβινσώνας είναι ο φορέας μιας ηθικής αναπηρίας που χαρακτηρίζει τους Έλληνες. Ο Σοφοκλής περιγράφει τον αγώνα για επιβίωση με ολοζώντανες ποιητικές εικόνες που προκαλούν ντροπή και τύψεις συνειδήσεως: «Για προσφάι είχα πετροπερίστερα που κάρφωνα με τη σαΐτα. Έσερνα το σάπιο μου ποδάρι κι ολόκληρος σα φίδι τανυζόμουνα για να φτάσω τα λαβωμένα αγριοπούλια. Ακόμα και για το νερό στα τέσσερα σερνόμουν και μεσ' στο καταχείμωνο, μέσα στους πάγους να σπάσω κάνα ξύλο για φωτιά, ο κακομοίρης. Τρίβοντας τις πέτρες έσκαγε η φωτιά για το προσάναμμα. Ψευτοβολεύτηκα στη ζέστα της σπηλιάς, υπόφερα το κρύο, μα ο πόνος μου ήταν ανυπόφορος».
«Φοβού τους Δαναούς»
Ο αριβίστας Οδυσσέας θα επικρατήσει στη ρητορική αντιπαράθεση των δύο αυτών ηθικών συστημάτων, όταν ο Φιλοκτήτης θα αρνηθεί να δώσει τα ακατανίκητα όπλα, μη θέλοντας να συμφιλιωθεί με τους ανθρώπους που του είχαν δείξει σκληρότητα και τον είχαν εγκαταλείψει.
Ο χώρος της αγριότητας για μιαν ακόμη φορά θα διαρραγεί από την εισβολή των ανθρώπων της λογικής, ώστε να επιτευχθεί η τραγική γειτνίαση των ορίων (liminality αποκαλούν οι ανθρωπολόγοι αυτήν τη δυσκαθόριστη, οριακή περιοχή όπου πραγματοποιείται η μύηση του νέου πολίτη πριν την οριστική του ένταξη στα πολιτισμικά δεδομένα του «εν πόλει» βίου). Αυτό συνιστά τόσο αισθητικό γεγονός ύψιστης αξίας (βλ. την Ιφιγένεια εν Ταύροις και την Ελένη του Ευριπίδη και τον «μισάνθρωπο» ως αρχετυπική μορφή, από τον Αριστοφάνη έως τον Μολιέρο), όσο και αφορμή για αντιπαράθεση δύο συστημάτων ηθικής μπροστά σε ένα ηθικής τάξεως δίλημμα. Είναι η ίδια δυαδικότητα που διαγράφει τις δυο άρτιες θεατρικές περσόνες: αφενός τον πολυμήτιν[2] Οδυσσέα («Τοιούτος ειμ´ εγώ· όποιον χρειάζονται οι καιροί κι όπου διαγωνίζονται ενάρετοι και δίκαιοι δεν θα έβρισκες κανένα από με πιο ευσεβή. Έτσι έχω γεννηθεί, τη νίκη πάντοτε να θέλω») κι αφετέρου τον ηθικά ακέραιο Νεοπτόλεμο («Μα, πάλι, δεν είν' αισχρό το αδιάντροπο το ψέμα;»). Ο αριβίστας Οδυσσέας θα επικρατήσει στη ρητορική αντιπαράθεση των δύο αυτών ηθικών συστημάτων, όταν ο Φιλοκτήτης θα αρνηθεί να δώσει τα ακατανίκητα όπλα, μη θέλοντας να συμφιλιωθεί με τους ανθρώπους που του είχαν δείξει σκληρότητα και τον είχαν εγκαταλείψει. Ως από μηχανής θεός εμφανίζεται τότε ο Ηρακλής, ο οποίος πείθει το Φιλοκτήτη να πάει στην Τροία και, αφού υποστεί τις ιατρικές φροντίδες του Ποδαλείριου και του Μαχάονος, να φέρει τη νίκη στους Αχαιούς, συμμετέχοντας στην επιχείρηση του Δούρειου Ίππου. Οι Έλληνες παρουσιάζονται ως απάνθρωποι, με διάτρητο αίσθημα δικαιοσύνης, όσο δε για τη φιλοπατρία τους, και αυτή τίθεται υπό αίρεσιν. Όμως ο Χορός της παράστασης Φιλίππογλου, καλά ασκημένος και με αποτελεσματική ομαδικότητα, προσδίδει ανθρωπιά στους ναύτες του Νεοπτόλεμου.
Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στα Διονύσια του 409 π.Χ. και κέρδισε το πρώτο βραβείο. Στους νεότερους χρόνους, η πρώτη παράσταση του Φιλοκτήτη έγινε στις 16 και 28 Φεβρουαρίου 1818 στην Οδησσό της τσαρικής Ρωσίας, σε διασκευή του Νικολάου Πίκολλου[3], με ερασιτέχνες ηθοποιούς. Η παράσταση αυτή αποτελεί και την πρώτη παρουσίαση αρχαίας τραγωδίας στο Νεοελληνικό θέατρο. Ο Κωστής Λειβαδέας ανέβασε Φιλοκτήτη το 1955 και το 1969, ενώ ο Μινωτής το ’67. Ο Μιχαηλίδης το ΄74, ο Τσάγκας και ο Λαζάνης το ΄88, ο Διαγόρας Χρονόπουλος το ’91.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.