
Για την παράσταση του Nederlands Dans Theater στο Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας.
Του Νίκου Ξένιου
Το φεστιβάλ χορού της Καλαμάτας είναι ένας θεσμός που τιμά τη χώρα μας, καθώς διάσημα χορευτικά σχήματα το εντάσσουν στον ετήσιο προγραμματισμό τους και υπολογίζουν στις αντιδράσεις και την υποδοχή του μεσσηνιακού κοινού. Χωρίς αμφιβολία αυτό δημιουργεί μιαν ώθηση καλλιτεχνικής δημιουργίας στην πελοποννησιακή πόλη και υποθάλπει μια νέα γενιά δασκάλων κλασικού και σύγχρονου χορού, πιθανόν δε και μια νέα γενιά σολίστ. Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει πλέον καθιερωθεί να στεγάζονται παραστάσεις στην αίθουσα του ΔΗΠΕΘΕ, στο Κάστρο, και από φέτος να φιλοξενούνται σε συνθήκες αντάξιες οιασδήποτε ευρωπαϊκής μεγαλούπολης και στο υπέροχο Μέγαρο Χορού της πόλης, που άνοιξε για το φεστιβάλ με την πρεμιέρα του NDT (Nederlands Dans Theater) σε τέσσερεις δοκιμασμένες χορογραφίες. Το γνωστό στην Ελλάδα ολλανδικό χορευτικό σχήμα μάς συνέστησε την ομάδα των νεότερων δεξιοτεχνών του, 17 έως 23 ετών.
Η αρχή της παράστασης ήταν θεαματική, ο συγχρονισμός των χορευτών αξιοθαύμαστος και η μουσική υποβλητική: κουαρτέτο εγχόρδων αριθμός 18 του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν
Η παράσταση ξεκίνησε με την εκατοστή (και ημιτελή, όπως δηλώνεται) χορογραφία του Γίρζι Κίλιαν, πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή της ομάδας, με τίτλο «Θεοί και σκύλοι» (Gods and Dogs, 2008) που θίγει τη λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο φυσιολογικό και το μη φυσιολογικό (ή, τουλάχιστον, αυτό ισχυρίζεται ο χορογράφος, χωρίς να είναι ιδιαίτερα σαφές στον θεατή). Το κομμάτι μάλλον παρέπεμπε σε ατέλειωτες υποθέσεις, μισοειπωμένα λόγια, ημιδιατυπωμένες κρίσεις, ατελώς εκπεφρασμένα συναισθήματα. Πάντως, η αρχή της παράστασης ήταν θεαματική, ο συγχρονισμός των χορευτών αξιοθαύμαστος και η μουσική υποβλητική: κουαρτέτο εγχόρδων αριθμός 18 του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν, και συγκεκριμένα το Adagio affettuoso ed appassionato.
Δεύτερη κατά σειράν ήταν η εκπληκτική τετράλεπτη χορογραφία με τον τίτλο (και την απαγγελία από τη φωνή της ίδιας της ποιήτριας) του ιδιότυπου, λογοπαικτικού ποιήματος της Γερτρούδης Στάιν Shutters Shut (2003). Η χορογραφία ενέπλεξε το κοινό με μεγάλη ταχύτητα σε μια κινησιολογική διατύπωση των στίχων. Ο ασυνήθιστος χαρακτήρας των στίχων της Στάιν, σε συνδυασμό με τη σύγχυση χρόνου και την απουσία μουσικής, άφηνε στη νοηματική γλώσσα το προβάδισμα, καθιστώντας τη χορογραφία οικουμενική. Η χορογράφος Σολ Λεόν και ο συνεργάτης της Πωλ Λάιτφουτ (που είναι ο νυν καλλιτεχνικός διευθυντής της ομάδας) μάς αντάμειψαν για όλη τη βραδιά.
Ακολούθησε το «Υποκείμενο σε αλλαγή» (Subject to Change, 2003), μια εκτενής χορογραφία του χορογραφικού ντουέτου Σολ Λεόν και Πωλ Λάιτφουτ: έξι χορευτές ανακινούν συναισθήματα, σε μια κλιμάκωση που ξεκινά από την καταπιεστική ερωτική παρουσία ενός άντρα στη ζωή μιας γυναίκας και φτάνει σε μια ομαδική χορευτική αρμονία με φόντο ένα κόκκινο χαλί και την υπέροχη μουσική του Σούμπερτ (Ο θάνατος και η κόρη: Der Tod und das Mädchen αριθμός 14 σε σί ελάσσονα για κουαρτέτο εγχόρδων, D 810 ,1824). Οι Λεόν και Λάιτφουτ χορογραφούν εδώ και τέσσερα χρόνια για το Nederlands Dans Theater, προσπαθώντας, όπως δηλώνουν, «να εκφράσουν αυτό που δεν εκφράζεται», ενώ οι χορευτές του συγκροτήματος παραμένουν εύπλαστοι και λυρικοί. Σε ένα σαθρό υπόβαθρο νεοκλασικής φόρμας, οι χορογραφίες του διάσημου ντουέτου περιλαμβάνουν και γκριμάτσες και έντονες χειρονομίες της καθημερινότητας, ώστε να αποσυνδέουν τον θεατή από την αφηγηματική ψευδαίσθηση.
Υπό τον ήχο της μουσικής του Χάϋντν, του Μπετόβεν και του Σούμπερτ, οι χορευτές μετατράπηκαν σε κρουστά μουσικά όργανα, εγκαθιδρύοντας μιαν αισθητική «dansant» στην προσπάθεια σχολιασμού κι ερμηνείας της γένεσης της Τέχνης
Η βραδιά έκλεισε με τους «Κάκτους» του Αλεξάντρ Έκμαν, μια χορογραφία του 2008: ο ίδιος ο χορογράφος αποκάλεσε τον εαυτό του κάποτε «rhythm freak», και μάλλον αυτήν την εντύπωση άφησε πίσω της και το κάπως αφελές στήσιμο (και η δική του ενδυματολογική κάλυψη) των χορευτών, ενώ πολύ καλοί ήταν οι φωτισμοί του Τομ Βίσερ. Υπό τον ήχο της μουσικής του Χάϋντν, του Μπετόβεν και του Σούμπερτ, οι χορευτές μετατράπηκαν σε κρουστά μουσικά όργανα, εγκαθιδρύοντας μιαν αισθητική «dansant» στην προσπάθεια σχολιασμού κι ερμηνείας της γένεσης της Τέχνης. Η χορογραφία ήταν παιδαριώδης, και σαφώς υποδεέστερη του υπόλοιπου προγράμματος που παρουσιάστηκε στην πρεμιέρα του φεστιβάλ.
Το Nederlands Dans Theater ιδρύθηκε το 1959 από τον Μπέντζαμιν Χάρκαρβι, τον Ααρ Φέρστεγκεν και την Κάρελ Μπίρνι, με μια ομάδα 18 χορευτών του Εθνικού Μπαλέτου της Ολλανδίας που προέρχονταν από την καλλιτεχνική διεύθυνση της Σόνια Γκάσκελ. Πρόθεσή τους ήταν η απόσχιση από την κλασική γραμμή του μπαλέτου, με την εστίαση σε πειραματισμούς και σε νέες μορφές έκφρασης. Το 1961 η ομάδα υποστηρίχθηκε από την πολιτεία της Χάγης και την ολλανδική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα ένα θαυμαστό αμάλγαμα σύγχρονων αμερικανικών χορογραφικών τεχνικών και κλασικού μπαλέτου. Ο Χανς βαν Μάνεν και ο Γίρι Κίλιαν διακρίθηκαν ως καλλιτεχνικοί διευθυντές της ομάδας, ο οποίος καθιερώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '70 στην περιοχή Spui της Χάγης. Διάσημοι χορευτές του συγκροτήματος υπήρξαν ο Ζεραρ Λεμαίτρ, η Μάμπελ Άλτερ και η Μαρτινέτ Γιάνμαατ.