
Με το Still Life ο Δημήτρης Παπαϊωάννου μεταπλάθει το υλικό σε κάτι πνευματικό.
Του Νίκου Ξένιου
"Απομακρύνθηκε ο ορίζοντας. Η ζωή φάνηκε πρώτα στους τοίχους. Είναι ένας τοίχος αλειμμένος μ' ένα υλικό σαν σημασία. Αλλού οι τοίχοι εξογκώνονταν και εξείχαν σα να γεννούσαν αγάλματα κι άμορφα ακόμα που μόλις σχηματίζονταν εκρέμονταν από τους τοίχους. Αργά εκατέβαινε ο ουρανός. Υπέροχος κεφαλόδεσμος από λοξά βαρειά καλύμματα λύθηκαν κι έπεφταν αργά για να φανεί ξανά πόσο καλό είναι το φως". Γιώργος Χειμωνάς, ΧτίστεςΞεκινώντας από τον –κατά Camus– μύθο του Σίσυφου, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου συνεχίζει τη χορογραφική του μελέτη της υλικής υπόστασης της πραγματικότητας, αντιπαραθέτοντάς την σε ένα νεφέλωμα πνευματικής ανάτασης: στη σκηνική δημιουργία με τίτλο Still Life που ανεβαίνει στην κεντρική σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών της Αθήνας από τις 23 Μαϊου έως τις 22 Ιουνίου αναδεικνύεται, για μιαν ακόμη φορά, ο «εικαστικός» Παπαϊωάννου, εφόσον η ωριμότητα συχνά επανασυνδέει τον δημιουργό με τις καταβολές του.
Επικεντρωμένος, λοιπόν, στα αγαθά που του κόμισε η ωριμότητά του του και αποφασισμένος να αφήσει στο κοινό του τις νοηματοδοτήσεις, συμμετέχει χορευτικά και ο ίδιος σε μια δημοκρατική επί σκηνής κατανομή αρχετυπικών ρόλων, που κινείται στους θεματολογικούς άξονες της χειρωνακτικής εργασίας, της επίπονης πάλης του ανθρώπινου υποκειμένου ενάντια στη βαρύτητα και της αναζήτησης της πνευματικής λύτρωσης μέσω του μόχθου.
Μεταφυσική αλληγορία ή σοσιαλιστικός ρεαλισμός;
Ο καλλιτέχνης θέτει ως στόχο του την αισθητική συγκίνηση, αποφεύγοντας επιμελημένα το ολίσθημα κάθε από σκηνής «εκβιασμού» του συναισθήματος
Labor humanus, λοιπόν, και οι διάφορες ερμηνείες και εκ των υστέρων εννοιολογικές φορτίσεις ανακύπτουν από εκτεταμένες συζητήσεις που σε τακτά διαστήματα ανοίγει ο Παπαϊωάννου με το κοινό του. Με τη γνωστή του, αβίαστη ευπροσηγορία και ευγένεια ο καλλιτέχνης θέτει ως στόχο του την αισθητική συγκίνηση, αποφεύγοντας επιμελημένα το ολίσθημα κάθε από σκηνής «εκβιασμού» του συναισθήματος. Το οικοδόμημα του μινιμαλιστικού δημιουργήματος που ξεκίνησε από το 2, συνεχίστηκε στο Πουθενά και στο Μέσα και έγινε πιο απτό στην Πρώτη Ύλη, συνεχίζεται αδιαλείπτως στο Still Life, εκκινώντας από τον στοιχειώδη προβληματισμό του Παπαϊωάννου σχετικό με τη λύτρωση του ανθρώπου μέσω της επαφής του με τα υλικά της δημιουργίας. Σε αυτό το σημείο ο καλλιτέχνης κυριολεκτεί, νοώντας ως «υλικά» τα materia του θεάτρου, τις πέτρες, τις επιφάνειες, τα μέταλλα, τα ελάσματα, το γήινο στερέωμα και το πάσχον ανθρώπινο σώμα, που ματαιοπονεί αποδυόμενο σε έναν αγώνα υπερνίκησης της βαρύτητας και της εξαφάνισης. Ο Σίσυφος αίρει τον «σταυρό» του μαρτυρίου του, καθηλωμένος, ο Τάνταλος ανακυκλώνει την καταδίκη του, ο Ιησούς παραμένει δέσμιος της γήινης υπόστασής του, οι χορευτές συνθέτουν φιγούρες πρωτοϊδωμένες και παλεύουν να αποσχισθούν από την ύλη, που όμως τους απορροφά και τους ενσωματώνει.
Μεγάλες χοάνες καταβύθισης, σπαρασσόμενες επιφάνειες με οικοδομικά υλικά, ελάσματα αποσάθρωσης του εδάφους, διαφανείς μεμβράνες που σείονται μπροστά στο γυναικείο κορμί, για όλα αυτά προετοιμάζει σταδιακά τον θεατή του ο δημιουργός, με μικρές υπόνοιες και την ελάχιστη δυνατή δήλωση. Στο έδαφος κατασκευασμένα τούβλα, ένα μεταπυρηνικό τοπίο με νιτρώδεις αναθυμιάσεις και απόλυτη σιωπή, που διακόπτεται μόνο από τους θορύβους της ανθρώπινης εργασίας, ένα φτυάρι που ανασκάπτει το παρελθόν και τους γεωλογικούς αιώνες της γήινης ηλικίας, γκρίζα κοστούμια και πάλη ενάντια στο αναδυόμενο υλικό. Αυτά, στο κάτω μέρος της κομψής εικαστικής σύνθεσης, ενώ στον ουράνιο θόλο επικρέμαται ένα μετέωρο φωτεινότητας και αναθυμιάσεων, νεφέλωμα ή και γαλαξίας απειλητικός αλλά και πολλά υποσχόμενος: σε αυτήν την πηγή φωτός θα στραφεί ο καταπονημένος χειρώνακτας τη στιγμή της υπέρτατης προσπάθειάς του, για να διακρίνει τη λάμψη της αποκάλυψης, το φως της γνώσης, τη θέρμη της διάνοιξης πνευματικών οριζόντων.
Ο δημιουργός πλέκει εγκώμιο στη θέωση που εμπεριέχει η σωματική καταπόνηση πάνω στα απτά στοιχεία της φύσης: τα ορυκτά, τα εξορύξιμα, τα κατεργάσιμα, τα μεταπλάσιμα
Με τη σκαπάνη του θα επιχειρήσει να αλώσει την ψευδαίσθηση, να αποκαλύψει τη θεατρικήν υπόσταση μιας πηγής φωτός που ωστόσο –στο πλαίσιο της σκηνικής σύμβασης με την οποίαν ο πεπαιδευμένος θεατής είναι εξοικειωμένος– συνιστά την πραγματικότητα του Φωτός καθεαυτήν, όπως καθοσιώνεται από το θεατρικό δρώμενο, δημιουργώντας ένα μεταμοντέρνο cabinet de curiosités, μια «κυτταρική κουζίνα» (όπως την αποκαλεί ο ίδιος) φτιαγμένη από τα υλικά της πραγματικότητας. Ευαισθητοποιημένος στη σταδιακή εξαφάνιση της κατηγορίας των ανθρώπων που κατεργάζονται τα υλικά και παράγουν τα αντικείμενα του πολιτισμού (craftsmen), ο δημιουργός πλέκει εγκώμιο στη θέωση που εμπεριέχει η σωματική καταπόνηση πάνω στα απτά στοιχεία της φύσης: τα ορυκτά, τα εξορύξιμα, τα κατεργάσιμα, τα μεταπλάσιμα.
Νεκρή φύση: αγώνας διατήρησης της ζωής
Ο Παπαϊωάννου ανατρέχει στην αρχή της ύπαρξής μας –το σώμα– και ανασύρει τη μαγεία με τα ελάχιστα υλικά στοιχεία που το περιβάλλουν: πολλών ειδών «νεκρές φύσεις», από άψυχα υλικά, μέσα από την υπόσταση των οποίων πασχίζει να αναδυθεί το ανθρώπινο κορμί παράγοντας ένα trompe-l-oeil πολυεπίπεδης ποικιλότητας: στην κατεύθυνση αυτή επιστρατεύει ένα εικαστικό στερεότυπο που οι καταβολές του βρίσκονται τόσο στην αρχαιότητα (έργα του Ζεύξιδος και του Παρράσιου, λευκές λήκυθοι, al fresco τοιχογραφίες του αιγυπτιακού, του μινωϊκού, του κυκλαδικού, του ετρουσκικού, του ρωμαϊκού και τόσων άλλων πολιτισμών), στο φλαμανδικό μπαρόκ και στους αλληγορικούς συμβολισμούς των «υλικών» αντικειμένων που συνοδεύουν τα πορτραίτα διάσημων προσωπογράφων, στην απόδοση νεκρών ζώων του κυνηγιού, λουλουδιών και όλου του φυτικού κόσμου σε βάζα, αντικειμένων καθημερινής χρήσης σε συνθέσεις φωτισμένες από συγκεκριμένη οπτική γωνία[1], του Μέμλινγκ, του Μετσίς, του Μπρίγκελ του Πρεσβύτερου[2], του Τζιόττο, του Γιαν βαν Άικ, του Ντίρερ, του Σαρντέν, του Καραβάτζο, του Ρούμπενς, του Ρέμπραντ, του Βελάσκεθ, του Θουρμπαράν, του Κορό, του Κόνσταμπλ, του Βαν Γκογκ, του Μονέ, του Ντελακρουά, του Γκόγια, του Σεζάν και του Γκωγκέν, μέχρι και τις νεκρές φύσεις των καλλιτεχνών του 20ού αιώνα (των Ματίς, Πικάσο, Κάλο, Μπρακ, Γκρι, Λεζέ, των κυβιστών, των φουτουριστών, των κονστρουκτιβιστών και των video artists). Το κοινό στοιχείο που συνέχει τις «νεκρές» αυτές φύσεις είναι η συνεχής πάλη ώστε να αναδυθεί ένα ίχνος ζωής από την αποσύνθεση και τον θάνατο, ενώ η φιλοσοφική σύλληψη που υποφώσκει είναι η Ματαιότητα των εγκοσμίων (vanitas mundi). Την αφαιρετικότητα της σύνθεσης έρχεται να υπογραμμίσει η –με την τρέχουσα έννοια– απουσία της μουσικής: οι ήχοι από ελάσματα που αποκολλώνται βίαια από το επισφαλές έδαφος πολλαπλασιάζονται μέσω της τεχνολογίας, ενώ η «παρτιτούρα» της ατονικής αυτής μουσικής εναρμόνισης των ήχων περιλαμβάνει και μιαν απειλητική νότα θύελλας εν μέσω ηλεκτρικών εκκενώσεων σε αυτό το νεφελώδες, θεαματικό μετέωρο που κυριαρχεί στο στερέωμα.
Πρόκειται για μια προβληματική αντίστοιχη με αυτήν των κινηματογραφικών συνθέσεων του Γκρίναγουέι, του Ταρκόφσκι και του Λαρς φον Τρίερ, με τη διαφορά ότι εδώ τα αρχετυπικά σύμβολα γίνονται αλληγορίες της φθοράς και της καθοδικής πορείας του ανθρώπου: οmnia mors aequat[3]. Η παράθεση γευμάτων σε όλο το εικαστικό της μεγαλείο συνοψίζεται, στη δημιουργία του Παπαϊωάννου, στη μεταφορά κι εγκατάσταση μιας Τράπεζας/Επιταφίου πάνω στο οποίο θα δειπνήσουν οι άνθρωποι και του οποίου τα υπολείμματα θα εγκαταλείψουν επί σκηνής ως ανακομιδή νεκράς φύσεως. Aυτή είναι, κατά τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, η αλχημεία της Τέχνης: να μεταπλάθει το υλικό σε κάτι πνευματικό, σε δίοδο προς την Ποίηση.
Ηχητική σύνθεση: Γιώργος Πούλιος
Το σκηνικό σχεδιάστηκε σε συνεργασία με τους Δημήτρη Θεοδωρόπουλο - Σοφία Ντώνα
Γλυπτική - ζωγραφική: Νεκτάριος Διονυσάτος
Τα κοστούμια σχεδιάστηκαν σε συνεργασία με τη Βασιλεία Ροζάνα.
Βοηθός σκηνοθέτη - Διεύθυνση & εκτέλεση παραγωγής: Τίνα Παπανικολάου
Τεχνικός διευθυντής - εκτέλεση παραγωγής: Γεώργιος Μπαμπανάρας
Παραγωγή: Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών