
Του Νίκου Ξένιου
Tις νύχτες του μαύρου, βαρετού χειμώνα της βορειοευρωπαϊκής επαρχίας, κοντά στο τζάκι, αναδύθηκαν ένα σωρό τρομακτικές αφηγήσεις, που επί αιώνες στοίχειωναν τον ύπνο των παιδιών, προϊδεάζοντάς τα για το αιματηρό σκηνικό της ενηλικίωσης.
Πρόκειται για μαύρη σάτιρα, παρωδία του γνωστού (παιδικού;) παραμυθιού που έχει εξίσου διδακτικό χαρακτήρα, εφόσον εξελίσσεται σε τραγωδία αποδομώντας το εφιαλτικό σκηνικό της «Κοκκινοσκουφίτσας» στα συστατικά του στοιχεία
Ξαναθυμηθήκαμε τα μεγάλα μάτια, τα στιβαρά μέλη, τα μεγάλα δόντια της γιαγιάς, τα τριχωτά χέρια του κακού λύκου, τις πεταλουδίτσες, τους θάμνους, τα λουλουδάκια, τα μανιτάρια, αλλά και το αίμα που κυλά κάθε βράδυ στη Μικρή Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών: από τις 14 έως την 1η Ιουνίου ανεβαίνει, σε κείμενο και σκηνοθεσία Λένας Κιτσοπούλου, η παράσταση Κοκκινοσκουφίτσα-Το Πρώτο αίμα. Πρόκειται για μαύρη σάτιρα, παρωδία του γνωστού (παιδικού;) παραμυθιού που έχει εξίσου διδακτικό χαρακτήρα, εφόσον εξελίσσεται σε τραγωδία αποδομώντας το εφιαλτικό σκηνικό της «Κοκκινοσκουφίτσας» στα συστατικά του στοιχεία: την Οικογένεια (που δεν είναι πλέον η «Αγία Οικογένεια», αλλά η ηθική που τη διέπει παραπέμπει στο Ρομπέρτο Τσούκο του Κολτές), την Οικία (μια κατοικία της δεκαετίας του ’60) και το Δάσος (ένα δάσος ελάτων που εισβάλλει στη σκηνή με αισθητική «Τζουμάντζι» και άφθονη δόση χιούμορ). Αξιοποιώντας ένα παραμύθι που το διηγούνταν Γάλλοι χωρικοί ήδη από τον 10ο αιώνα, η Κιτσοπούλου επινοεί τους χαρακτήρες της βαριεστημένης προέφηβης Κοκκινοσκουφίτσας (έξοχα ερμηνευμένης από την Έμιλυ Κολιανδρή), της παντοδύναμης κυνικής μητέρας της (σε εκπληκτική ερμηνεία της Ιωάννας Μαυρέα) και του εμβόλιμου αδελφού της (έντονη η παρουσία του Γιάννη Κότσιφα), που στην ουσία είναι μια αλληγορία του επιθυμητού ανδρικού προτύπου των φροϋδιστών.
Πού βρισκόμαστε, πού βαδίζουμε μητέρα;
Η γιαγιά, ο κακός λύκος και ο κυνηγός πλαισιώνουν σαρκαστικά το κατατεμαχισμένο παραμύθι, που πραγματεύεται την έννοια του αφηγηματικού χρόνου «μπαινοβγαίνοντας» στο παρόν των θεατών και βάζοντας την Κοκκινοσκουφίτσα να «μπαινοβγαίνει» στην παιδική της ηλικία και τον αδελφό να «μπαινοβγαίνει» στον ρόλο του φύλου του, με διάθεση υπονόμευσης της ψευδαίσθησης. Η προφορικότητα του κειμένου και η χρήση της βωμολοχίας επιστρατεύονται στην ανάγκη της Κιτσοπούλου να υπερτονίσει τον σεξιστικό και βίαιο χαρακτήρα ενός κλασικού παραμυθιού που πολύ αμφισβητήθηκε σε ό,τι αφορά τον παιδαγωγικό του χαρακτήρα. Το «σοκ» της παράστασης δεν βασίζεται τόσο στο αιμοσταγές των σκηνών –που σκοπίμως είναι σπλάτερ, όπως υπαινίσσεται και ο κινηματογραφικός υπότιτλος Πρώτο Αίμα-, όσο στην υπόσκαψη της ηθικής ακεραιότητας του θεατή: άθελά σου γίνεσαι συνεργός στη θυματοποίηση της ηρωϊδας και στο λουτρό αίματος που λαμβάνει χώρα επί σκηνής, και μάλιστα ενώ ξεκαρδίζεσαι στα γέλια. Σκόπιμα ο ρυθμός της παράστασης χαλαρώνει σε κάποια σημεία, αποδιοργανώνοντας και τη σοβαροφάνεια του θεάτρου ως συνθήκης, διακωμωδώντας τη σκηνική σύμβαση, το επάγγελμα του ηθοποιού και δυναμιτίζοντας τον ρόλο του κριτικού. Η στρέβλωση του παραμυθικού κόσμου συνθέτει ένα νέο παραμύθι, βεβαίως, που προκαλεί τη σεμνοτυφία του αστού θεατή εκθέτοντας δημοσίως τους φαλλούς του «επιδειξία» κυνηγού και του παρενδυσιακού αδελφού, το αιδοίο της Κοκκινοσκουφίτσας και της μαμάς της, τα συστατικά στοιχεία του τρόμου του βιασμού, την αλλαγή χρώματος της κάπας του κοριτσιού και τη γενικότερη «καλτ» αποσύνθεση της πεπατημένης της αφήγησης, επιτελώντας παράλληλα μια κριτική των ερωτικών ψευδαισθήσεων.
Πλήττω, προκαλώ και αυτοκτονώ
Η συγγραφέας-σκηνοθέτις εμφανίζεται επί σκηνής, ως άλλη Μαλβίνα Κάραλη, για να προσγειώσει την όλη αισθητική σύλληψη σε ένα χάος αντιαισθητικού αλληλοφαγώματος εν είδει νυκτερινού κέντρου διασκεδάσεως
Η αυτοχειρία συνιστά στην παράσταση αυτή μια παιγνιώδη παραδοχή της ματαιότητας των αφηγήσεων που διαδραματίζουν παιδαγωγικό ρόλο στην, έτσι κι αλλιώς, «διεστραμμένη» αγωγή των παιδιών, όπου τα ροζ συννεφάκια των νηπιακών παραμυθιών διαδέχονται τα trash παραμύθια των μήντια και των ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Η αθώα μικρή ηρωϊδα πάσχει από αφόρητη πλήξη, η μαμά της επιθυμεί –και εύχεται– να βρεθεί ως δια μαγείας στο σκηνικό του εφιαλτικού δάσους, η καταβροχθισμένη γιαγιά είναι αρκούντως φαλλική και η συγγραφέας-σκηνοθέτις εμφανίζεται επί σκηνής, ως άλλη Μαλβίνα Κάραλη, για να προσγειώσει την όλη αισθητική σύλληψη σε ένα χάος αντιαισθητικού αλληλοφαγώματος εν είδει νυκτερινού κέντρου διασκεδάσεως. Κανένα πραγματικό θαύμα δεν συμβαίνει στην Κοκκινοσκουφίτσα της Λένας Κιτσοπούλου, ούτε κανένα όνειρο πραγματώνεται, και αυτή είναι μια μελαγχολική παραδοχή που εδραιώνεται σε έντονη αντίστιξη προς το χιούμορ κάποιων ξεκαρδιστικών σκηνών. Το μονοπάτι μέσα στο δάσος και η εμπιστοσύνη της αθώας παιδούλας στη μάσκα του ευπρόσωπου, λάγνου λύκου, η αιματοχυσία που ακολουθεί, ο ευνουχισμός ως επαπειλούμενο φάσμα, η τρυφερή παιδική σάρκα και το τριχωτό, φαλλικό σύμβολο του λύκου-καταβροχθιστή, η πανδαισία της σφαγής και του καννιβαλισμού, αλλά και η «κρυφή μάγισσα» που εγκυμονείται στο κοριτσάκι, όλα συνιστούν προκλητικό έδαφος για αυτοσχεδιασμό, τόσο συγγραφικό όσο και σκηνοθετικό. Στο κείμενο του Περρώ η καλοανατεθραμμένη νεάνις δίνει όλο το πρόσφορο έδαφος για φαντασιώσεις βιαστών, κακών λύκων και λυκανθρώπων, οι δε αναλυτές και παραμυθολόγοι έχουν οργιάσει αναφερόμενοι στον αντιπαιδαγωγικό του χαρακτήρα, στην παιδεραστική του δομή, στη βία που το συνέχει.
Και ενώ το κείμενο του έργου προσλαμβάνει αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα που πλατειάζει αρκετά, το πιο ενδιαφέρον στη θεματική του είναι ο ευθύγραμμος, πληκτικός χρόνος της επαναληπτικής αφήγησης του ίδιου παραμυθιού, στο πλαίσιο της οποίας η απόκλιση και η διαφοροποίηση συνιστούν όντως αιρετική παρέμβαση.
Η παράσταση ανεβαίνει στη Μικρή Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, από 14 Μαϊου μέχρι 1η Ιουνίου.