
Ευφυής, κατασταλαγμένη και ακούραστη. Η Λένα Κιτσοπούλου για την παράσταση Κοκκινοσκουφίτσα-Το πρώτο αίμα.
Στον Κώστα Αγοραστό
Με αφορμή τη νέα της σκηνοθετική δουλειά που ανεβαίνει στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών από τις 14 μέχρι και τις 24 Μαΐου, μιλήσαμε με τη Λένα Κιτσοπούλου.
Η νέα σας παράσταση είναι εμπνευσμένη από το παραμύθι των αδερφών Γκριμ. Πείτε μου με δυο λόγια περί τίνος πρόκειται;
Το έργο είναι γραμμένο σαν κωμωδία, τίποτα δεν είναι νορμάλ, όλα αναποδογυρίζονται, αλλά παρ' όλα αυτά δεν είναι μία παρωδία της Κοκκινοσκουφίτσας. Έχει το χιούμορ της απελπισίας και της μοναξιάς
Οι ήρωες του παραμυθιού, έχουν βαρεθεί να πρωταγωνιστούν στο ίδιο παραμύθι. Είναι αναγκασμένοι να φτάνουν στο τέλος του παραμυθιού και μετά να το ξαναρχίζουν από την αρχή για το επόμενο παιδάκι που πρόκειται να διαβάσει την Κοκκινοσκουφίτσα. Ζουν μια αβάσταχτη επανάληψη. Η τρέλα αυτή τους οδηγεί στην αποδόμηση του παραμυθιού, και στην προσπάθειά τους κάτι να αλλάξει στην καθημερινότητά τους έρχονται αντιμέτωποι με τη ματαιότητα. Όταν βγαίνουν από το παραμύθι ανακαλύπτουν ότι δεν υπάρχουν θαύματα, δεν υπάρχει ευτυχία. Ακολουθείται η ροή της Κοκκινοσκουφίτσας, έτσι όπως την ξέρουμε, αλλά με αλεπάλληλες ανατροπές, οι οποίες μας δίνουν την ευκαιρία να φτιάξουμε χαρακτήρες σημερινούς. Να μιλήσουμε εμείς για την δυσκολία του να ζεις. Το έργο είναι γραμμένο σαν κωμωδία, τίποτα δεν είναι νορμάλ, όλα αναποδογυρίζονται, αλλά παρ' όλα αυτά δεν είναι παρωδία της Κοκκινοσκουφίτσας. Έχει το χιούμορ της απελπισίας και της μοναξιάς.
Γιατι επιλέξατε να βασιστείτε στο συγκεκριμένο παραμύθι;
Αυτό προέκυψε τυχαία. Κατ' αρχάς αποφάσισα να ασχοληθώ με κάτι πολύ γνωστό, ώστε να πατήσω πάνω σε κάτι πολύ αναγνωρίσιμο. Είχα τα θεμέλια και από κει και πέρα εγώ μπορούσα να πάω όπου θέλω. Πρώτα αποφάσισα τον τίτλο και μετά ξεκίνησα να γράφω το έργο. Πολλές φορές ένας τέτοιος περιορισμός με ελευθερώνει.
Η αιρετική ματιά με την οποία διαβάζετε, διασκευάζετε και σκηνοθετείτε τα θεατρικά κείμενα κινείται ανάμεσα στην πρόκληση και την καινοτομία. Ποιο από τα δύο επιδιώκετε;
Τίποτα από τα δύο. Εγώ προσπαθώ να ξεγυμνώσω οτιδήποτε σκέφτομαι, όσο πιο σκέτα και απλά γίνεται. Παλεύω με τον εαυτό μου και τον ξεζουμίζω, προκειμένου να φτιάξω ένα έργο που να με αντιπροσωπεύει. Δεν σκέφτομαι ούτε αν αυτό προκαλεί, ουτε αν κάνει καμία καινοτομία. Εκθέτω ανοιχτά την άποψή μου, την γλώσσα μου, το ύφος μου και την αισθητική μου, ελπίζοντας να ευχαριστηθώ, να σωθώ, να γελάσω ή να συγκινηθώ και αφού γίνουν όλα αυτά μέσα στην διαδικασία της δημιουργίας, τότε επιδιώκω να βρεθεί και κάποιος άλλος ή κάποιοι άλλοι που θα επικοινωνήσουν με αυτό που έφτιαξα.
Στις περιπτώσεις που το έργο δεν είναι δικό σας, με ποια κριτήρια επιλέγετε να σκηνοθετήσετε άλλο έργο;
Φυσικά πρέπει να είναι ένα έργο που να μου αρέσει και το θέμα του να μου είναι σημαντικό την συγκεκριμένη στιγμή που θα το επιλέξω. Να «κολλήσει» με τις δικές μου ανάγκες και ανησυχίες.
Κατά τη γνώμη μου συχνά επιλέγετε να αντιμετωπίσετε το θέατρο και τη λογοτεχνία με μια ποπ αισθητική η οποία αναμιγνύει αισθητικά ρεύματα, εμβληματικές και αναγνωρίσιμες προσωπικότητες, στοιχεία της επικαιρότητας, ανατροπή του εκάστοτε μύθου. Συμφωνείτε με αυτή τη διαπίστωση και πόσο θεωρείτε ότι έχετε αποφύγει τον κίνδυνο να τυποποιηθείτε;
Μου αρέσει πολύ να σπάω μια ποιητική στιγμή με κάτι αναγνωρίσιμο και απλό, να γειώνονται ξαφνικά τα πράγματα, να γίνονται κυνικά
Όλα αυτά είναι κομμάτια του ύφους μου, μου αρέσουν αυτά τα παιχνίδια και μου είναι απαραίτητα. Μου αρέσει πολύ να σπάω μια ποιητική στιγμή με κάτι αναγνωρίσιμο και απλό, να γειώνονται ξαφνικά τα πράγματα, να γίνονται κυνικά. Μου αρέσει το αστείο, μου αρέσει να μην φοβάμαι να κάνω ό,τι μου έρχεται στο κεφάλι. Κάθε καλλιτέχνης νομίζω είναι αναγνωρίσιμος, έχει το δικό του ύφος και αυτό εγώ το βρίσκω θετικό. Αλίμονο. Είναι ο ίδιος άνθρωπος σε όλα του τα έργα. Δεν βρίσκω τίποτα αρνητικό στο να ακούς από ένα ραδιοφωνάκι την Σωτηρία Μπέλλου και να λες «α, η Μπέλλου». Θα 'πρεπε δηλαδή η Μπέλλου να τραγουδήσει τον Απόκληρο με λυρική φωνή για να μην τυποποιηθεί;
Το σημαντικό είναι αυτό που κάνεις να σε συγκινεί εσένα τον ίδιο, να μην γίνεται ανώδυνα, να σε φοβίζει και όσο πιο πολύ σε φοβίζει, τόσο πιο πολύ να θέλεις να το κάνεις.
Κάθε έργο σας αποτελεί σχόλιο στο σήμερα. Φιλοδοξεί να αφυπνίσει, να φωτίσει με πλάγιο τρόπο πρόσωπα και να αμφισβητήσει καθεστηκυίες απόψεις. Πόσο πστεύετε πως το έχετε επιτύχει αυτό;
Τα έργα μου πάντα είναι ανθρωποκεντρικά, ασχολούμαι με το τι σημαίνει άνθρωπος, με το πώς αντιμετωπίζεται αυτό το μάταιο, αβάσταχτο, αδιέξοδο, μαγικό, κωμικό και τραγικό πράγμα που ονομάζεται ζωή
Προφανώς αυτό γίνεται ασυνείδητα. Δεν έχω ποτέ σκοπό να μιλήσω για την επικαιρότητα, δεν με ενδιαφέρει καθόλου αυτό. Τα έργα μου πάντα είναι ανθρωποκεντρικά, ασχολούμαι με το τι σημαίνει άνθρωπος, με το πώς αντιμετωπίζεται αυτό το μάταιο, αβάσταχτο, αδιέξοδο, μαγικό, κωμικό και τραγικό πράγμα που ονομάζεται ζωή. Με το τι κάνει ο άνθρωπος καθισμένος στην ακτή, βλέποντας το τσουνάμι του θανάτου να έρχεται. Πώς αντέχεται αυτό το πράγμα. Αυτό με απασχολεί και όχι η εποχή, ούτε η πολιτική. Το ότι εμφανίζονται στα έργα μου στοιχεία της επικαιρότητας, είναι μόνο για να βοηθήσουν, ή να ενισχύσουν αυτό το άλλο που εγώ ψάχνω.
Το τελευταίο σας πεζογραφικό βιβλίο, η δεύτερη συλλογή διηγημάτων σας, κυκλοφόρησε πριν από τρία χρόνια (Μεγάλοι δρόμοι, εκδ. Μεταίχμιο). Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο;
Έχω μία σειρά διηγημάτων, με τα οποία παλεύω εδώ και τρία χρόνια και πιστεύω ότι το φθινόπωρο θα μπορέσουν να εκδοθούν.

Ναι, είμαι. Φυσικά. Πολλές φορές οι αναγνώστες ή οι θεατές κάνουν ένα μεγάλο λάθος. Νομίζουν ότι αυτά που γράφεις ή λες είναι όλα αυτοβιογραφικά. Γράφω π.χ. για μια παιδεραστία και οι άνθρωποι νομίζουν ότι την έχω υποστεί. Χρησιμοποιώ βρισιές σε ένα διήγημά μου και ο αναγνώστης νομίζει ότι είμαι μία του δρόμου, που βρίζει από το πρωί στο βράδυ. Είναι μεγάλη βλακεία αυτό. Η τέχνη είναι κατασκευή, είναι παιχνίδι, μπορεί το πιο «σκοτεινό» μου διήγημα εγώ να το έχω γράψει γελώντας. Φυσικά αγαπώ τους ήρωές μου, γιατί όλοι μου οι ήρωες περιέχουν κομμάτια δικά μου. Και πονάω για τον εαυτό μου. Τον αγαπάω. Δεν χάνω ποτέ την όρεξη να επιθυμώ κάτι πάρα πολύ.
Αν σας ζητούσα να μου απαντήσετε με μια λέξη γι' αυτό που ζούμε σήμερα, είστε αισιόδοξη ή απαισιόδοξη;
Φυσικά και είμαι απαισιόδοξη γι' αυτήν την κατάσταση, αλλά αυτό είναι πολύ αισιόδοξο, γιατί με κάνει να αισθάνομαι έξυπνη. Δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει κάτι συνολικά, ούτε πιστεύω σε καλύτερους κόσμους. Ο κόσμος ήταν, είναι και θα είναι πάντα αυτό που βλέπουμε σήμερα. Με την βλακεία, την ανωμαλία, την απληστία, την παράνοια σε πρώτο πλάνο και μέσα εκεί με κάτι φωτεινές εξαιρέσεις να λάμπουν, με κάτι μοναχικούς και μοναδικούς ανθρώπους να ξεχωρίζουν και να αρκούν ώστε αυτός ο κόσμος τελικά να φαίνεται μερικές φορές πολύ όμορφος.
Η Τέχνη σώζει κα Κιτσοπούλου;
Η Τέχνη σώζει και όταν την κάνεις και όταν την βλέπεις, αν καταφέρει να σε συγκινήσει.
Κείμενο και Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Νικολάου
Β' βοηθός σκηνοθέτη: Χρήστος Χριστόπουλος
Βοηθός Σκηνογράφου-Ενδυματολόγου: Ναταλία Λάτση
Εκτέλεση Παραγωγής: Polyplanity Productions / Γιολάντα Μαρκοπούλου
Παίζουν: Γιάννης Κότσιφας, Ιωάννα Μαυρέα, Γιάννος Περλέγκας, Έμιλυ Κολιανδρή, Νεφέλη Μαϊστράλη, Λένα Κιτσοπούλου