
O μύθος της Νιόβης εμπνέει μια παράσταση σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο.
Του Νίκου Ξένιου
Ο νους μου πάει στην Αντιγόνη –τη γνωστή μας, του Σοφοκλή– που βαδίζει προς το σπήλαιο του ενταφιασμού της. Που, όπως κάθε σφάγιον, ξεσπά σε θρήνο (κόπτεται) για τα χαμένα της νιάτα, τραγουδά το δικό της «απελθέτω απ' εμού» γιατί πεθαίνει «άφιλος, άκλαυτος και ανυμέναιος». Και που, σε ένα ξέσπασμα λυρισμού, ανακαλεί την εικόνα της Νιόβης, της πετρωμένης γυναίκας που θρηνεί τα χαμένα της παιδιά και που τα δάκρυά της έγιναν ποτάμι.
Στο όρος Σίπυλο της Τουρκίας (Ağlayan Kaya) υπάρχει μέχρι σήμερα ένας βραχώδης σχηματισμός που μοιάζει με γυναικείο πρόσωπο και συσχετίζεται με τη Νιόβη ήδη από την αρχαιότητα[1]. Εξεικονίζει μια γυναικεία μορφή, κάτι ανάμεσα σε Παναγία που θρηνεί και σε αρχαίο ειδώλιο γιγαντιαίων διαστάσεων και συνεχίζει ν' αποτελεί πηγή δακρύων, καθώς χιόνια που λυώνουν γίνονται ποτάμια στα πόδια της. Ο Όμηρος αναφέρει στην Ιλιάδα ότι η Νιόβη θρηνεί, ως στήλη άλατος, ανάμεσα στις χαράδρες και τα απάτητα βουνά του Σίπυλου. Ο Οβίδιος λεει ότι ένας ισχυρός ανεμοστρόβιλος τη σήκωσε και τη μετέφερε στην πατρίδα της[2]. Γιατί πετρώνουν οι γυναίκες, άτεκνες οι ανύπαντρες και με νεκρά παιδιά οι μητέρες; Γιατί τόσος ζόφος και θανατικό στους καρπούς της κοιλίας των;
Είναι άνοιξη, η ετήσια γιορτή του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Φανταζόμαστε τους κατοίκους των Θηβών να έχουν μαζευτεί γύρω από τους βωμούς για ν' αποτίσουν τιμές στα θεϊκά παιδιά της Λητούς. Και τη Νιόβη να εμφανίζεται μέσα στο πλήθος στολισμένη με χρυσαφικά και δακτυλίδια, με το πρόσωπο ν' αστράφτει από θυμό και έπαρση
Η «μητέρα των Ελλήνων» επί σκηνής
Στο ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη, από τις 7 έως τις 11 Μαΐου παρουσιάζεται η ποιητική τραγωδία «Νιόβη» του Γιώργου Στεφανακίδη, ένας ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος ενορχηστρωμένος σε μουσική σύνθεση του ίδιου του συγγραφέα και σκηνοθετημένη από τον ίδιο: ερμηνεύουν οι Εβελίνα Αραπίδη, Ίρις Χατζηαντωνίου, Βαγγέλης Ρόκκος και Μαίρη Στεφανακίδη. Πρόκειται για μια παραγωγή του θεατρικού σχήματος «Ευτοπία», που αξιοποιεί τον μύθο της Νιόβης σε αλληγορική performance 70 λεπτών. Ένας οδοιπόρος (Βαγγέλης Ρόκκος) φτάνει σ΄ένα βραχώδες τοπίο, αναζητώντας την πετρωμένη Νιόβη. Η αφήγηση ξεκινά: είναι άνοιξη, η ετήσια γιορτή του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Φανταζόμαστε τους κατοίκους των Θηβών να έχουν μαζευτεί γύρω από τους βωμούς για ν' αποτίσουν τιμές στα θεϊκά παιδιά της Λητούς. Και τη Νιόβη (σπαρακτική στο ρόλο της Νιόβης η Εβελίνα Αραπίδη) να εμφανίζεται μέσα στο πλήθος στολισμένη με χρυσαφικά και δακτυλίδια, με το πρόσωπο ν' αστράφτει από θυμό και έπαρση:
Είμαι η Νιόβη. Πατέρας μου ο Τάνταλος, που του παρέθεσαν γεύμα οι ίδιοι οι θεοί! Ο άντρας μου, κυβερνήτης της πόλης σας! Φρυγία, η προίκα μου! Όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα, αποδείξεις της δύναμής μου. Η ομορφιά μου, θεϊκή. Γιατί να λατρεύετε τη Λητώ, την κόρη του τιτάνα, που έχει μόνο τον Απόλλωνα και την Άρτεμη; Γιατί όχι εμένα, που έχω επτά φορές τα δικά της παιδιά. Τι τρέλα, να προτιμάτε μια ομορφιά που ποτέ σας δεν αντικρύσατε!
Που τα κορμιά των επτά αγοριών μου λάμπουν στην παλαίστρα, που τα κορμιά των επτά κοριτσιών μου αστράφτουν σαν λούζονται στο ποτάμι...Τι έχεις εσύ, Λητώ, μπροστά στους δικούς μου θησαυρούς; Τίποτα! Τίποτα δεν είσαι, Λητώ!
Ύβρις-Τίσις-Νέμεσις
Η σκηνή που ακολουθεί είναι αποτυπωμένη σε γνωστό ερυθρόμορφο αγγείο[3]: στη μια όψη του κρατήρα εικονίζονται ο Απόλλωνας και η Άρτεμη καθώς τοξεύουν τα παιδιά της Νιόβης· δύο από αυτά προσπαθούν να ξεφύγουν, ενώ δύο άλλα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, κείτονται ήδη νεκρά στο έδαφος. Ένα τρίτο παιδί, λαβωμένο ήδη, τρέχει να ξεφύγει από το βέλος που ετοιμάζεται να ρίξει ο Απόλλωνας. Ανάμεσά τους εικονίζεται σχηματικά ένα δέντρο. Το τέταρτο λαβωμένο παιδί βρίσκεται πίσω από την Άρτεμη, η οποία βγάζει από τη φαρέτρα (γωρυτό) ένα βέλος: η σκηνή διαδραματίζεται σε ένα βραχώδες ορεινό τοπίο. Γιατί η «τίσις» να είναι τόσο αυστηρή;
Αναδεικνύοντας το πιο δυνατό σημείο του κειμένου του Γιώργου Στεφανακίδη, η επιβλητική φωνή της Ίριδας Χατζηαντωνίου (ως Λητούς) απαγγέλλει το κατηγορητήριο: Ένα, γιατί τόλμησες να συγκρίνεις τα δικά σου παιδιά με τα δικά μου. Δύο, γιατί τόλμησες να αυθαδιάσεις απέναντι στους θεούς. Τρία... τέσσερα... δεκατέσσερα! Κατακεραυνωμένη η Νιόβη εισάγεται στα αρχετυπικά μυστικά της ζωής και ενσαρκώνει τη θηλυκή εκδοχή της προμηθεϊκής μύησης, που εδώ εκφωνείται σε ποιητικό ιδίωμα συγγενές προς εκείνο της Κρητικής Αναγέννησης, απόλυτα εναρμονισμένο –σαν σε παρτιτούρα– με τη μουσική σύνθεση: αλλαγή ύφους στη μουσική απαλύνει το ζοφερό κλίμα όταν η Νέμεσις κατευνάζεται και η θλίψη μετατρέπεται σε γνώση. Ο οδοιπόρος έχει πάρει κι αυτός το μάθημά του.
Η χαροκαμένη Νιόβη μένει νηστική κλαίγοντας εννιά μερόνυχτα, μέχρι οι θεοί να τα λυπηθούν και να θάψουν τα παιδιά της. Τότε αποσύρεται στο πατρικό της στο Σίπυλο, εκεί όπου «οι νύμφες χορεύουν γύρω από τον ποταμό Αχελώο»
Η χαροκαμένη Νιόβη μένει νηστική κλαίγοντας εννιά μερόνυχτα, μέχρι οι θεοί να τα λυπηθούν και να θάψουν τα παιδιά της. Τότε αποσύρεται στο πατρικό της στο Σίπυλο, εκεί όπου «οι νύμφες χορεύουν γύρω από τον ποταμό Αχελώο» και, πετρωμένη έκτοτε «μητέρα της φυλής μας», θρηνεί τις συμφορές που μας βρήκαν από τους θεούς. Στην παράσταση του Στεφανακίδη, το σύμπλεγμα των γυναικών στο πίσω μέρος του δρώμενου παραπέμπει ευθέως στον αυχμηρό αυτόν τόπο, στο σκηνικό της ανηλεούς και παγωμένης, κατά το πέρασμα του χρόνου, αποτύπωσης της θεϊκής οργής ως βραχογραφήματος διαπολιτισμικής βαρύτητας και ως εγχάραξης στον γενετικό κώδικα του κατ' εξοχήν πολιτισμού ενοχής.
Η δακρυρροούσα Νιόβη ως θέμα αφήγησης των τεχνών
Για πολλοστή φορά ο μύθος της Νιόβης εμπνέει ένα έργο τέχνης: ο Πρίαμος στην Ιλιάδα του Ομήρου παραλληλίζεται με τη Νιόβη, γιατί κι αυτός θρηνεί τον χαμό του γιου του Έκτορα κι εκλιπαρεί την ταφή του. Εκτός της αναφοράς στον Κομμό της Αντιγόνης, υπήρχε και μια –χαμένη, σήμερα– τραγωδία του Σοφοκλή με τίτλο Νιόβη. Στους εικοσιένα στίχους που σώζονται από την ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου η Νιόβη παρουσιάζεται με καλυμμένο πρόσωπο να θρηνεί σιωπηλά. Σ' ένα απόσπασμα ποιήματος της Σαπφούς αναφέρεται πως, πολύ πριν γίνουν μητέρες, η Νιόβη ήταν αφοσιωμένη φίλη με τη Λητώ. Ο Υγίνος είναι ο ρωμαίος ποιητής που αναπλάθει τον μύθο της Νιόβης στη λατινική φιλολογία. Ο Παρθένιος της Νίκαιας καταγράφει μια σπάνια εκδοχή της ίδιας ιστορίας, κατά την οποία πατέρας της Νιόβης ήταν ο Ασσάων και σύζυγός της ο Φίλοττος. Η εκδοχή του Παρθένιου παραλλάσσει και ως προς τον θάνατο των Νιοβιδών.
Σ' ένα απόσπασμα ποιήματος της Σαπφούς αναφέρεται πως, πολύ πριν γίνουν μητέρες, η Νιόβη ήταν αφοσιωμένη φίλη με τη Λητώ
Στον μονόλογό του ο Άμλετ του Σαίξπηρ (Πράξη 1, Σκηνή 1) αμφισβητεί τη γνησιότητα του θρήνου της μητέρας του Γερτρούδης για τον θάνατο του συζύγου της λέγοντας ειρωνικά: «Σαν τη Νιόβη, δάκρυα και πάλι δάκρυα». Σήμερα Νιοβίδες αποκαλούνται τα κατάσπαρτα, σε διάφορα ευρωπαϊκά κυρίως μουσεία, αγάλματα της Νιόβης που κυρίως είναι αντίγραφα αρχαιότερων προτύπων που μεταφέρθηκαν στην αρχαία Ρώμη από τον Γάιο Σωσία το 30 π.Χ. Οι ζωγράφοι του Μανιερισμού επιστράτευσαν τον μύθο και η φλαμανδική ζωγραφική το ίδιο, με προεξάρχοντα τον Αβραάμ Μπλέμερτ (Ο θάνατος των παιδιών της Νιόβης, 1591), καθώς και τρία έργα της δεκαετίας 1770, Ο Απόλλων και η Άρτεμις επιτίθενται στη Νιόβη και τα παιδιά της του Ανισέ Λεμονιέ, Τα παιδιά της Νιόβης καθώς τα σκοτώνουν ο Απόλλων και η Άρτεμις του Πιέρ-Σαρλ Ζομπέρ και ο πίνακας: Ο Απόλλωνας και η Άρτεμη σκοτώνουν με τα βέλη τους τα παιδιά της Νιόβης του Ζακ-Λουί Νταβίντ, που εντάσσεται στον γαλλικό κλασικισμό. Ένα έργο αφηρημένης τέχνης του 20ού αιώνα, η «Νιόβη» (Κάρολι Πατκό), καθώς και το μουσικό έργο του Μπέντζαμιν Μπρίτεν «Έξι μεταμορφώσεις κατά τον Οβίδιο», που αναφέρεται και στη Νιόβη. «Νιόβη» τιτλοφορείται μια βραβευμένη σύνθεση ηλεκτρονικής ποπ (Καριμπού), ενώ ο χορογράφος Χοσέ Λιμόν έδωσε το όνομα της Νιόβης σε έναν από τους Έξι χορούς για την Ισιδώρα, όπου μια γυναίκα κλαίει για τον χαμό των παιδιών της.
Κείμενο - σκηνοθεσία: Γιώργος Στεφανακίδης
Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Στεφανακίδης
Σκηνικά - κοστούμια: Έφη Φούνκ
Κινησιολογία: Pauline Huguet
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Promo Video: Γιώργος Στεφανακίδης
Ηθοποιοί: Εβελίνα Αραπίδη, Βαγγέλης Ρόκκος, Μαίρη Στεφανακίδη, Ίρις Χατζηαντωνίου
Μουσικοί επί σκηνής: Κλεόδωρος Αγόρας (βιολί),
Αντώνης Μανιάς (βιόλα),
Βαρβάρα Τσότρα (τσέλο),
Κώστας Κωσταντόπουλος (κλασικά κρουστά)