
Του Νίκου Ξένιου
Ενώ έκανε έρευνα για να γράψει το βιβλίο του Μάζα και εξουσία το 1960, ο νομπελίστας συγγραφέας Ελίας Κανέττι συνάντησε την αυστραλιανή λέξη «eraritjaritjaka» και εντυπωσιάστηκε: στη γλώσσα των Αβορίγινων η λέξη σημαίνει «παρασυρμένος από την επιθυμία για κάτι που έχει χαθεί».
Ο πολιτικός λόγος του Κανέττι
Το «Eraritjaritjaka» είναι το τελευταίο μέρος μιας τριλογίας που δημιούργησε ο Heiner Goebbels (γεν. 1952), ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του σύγχρονου μουσικού θεάτρου, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Τεχνών Ruhrtriennale και καθηγητής Εφαρμοσμένων Θεατρικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Justus-Liebig του Gießen της Γερμανίας. Το έργο του, που ανέβηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Αθήνας, παραπέμπει στην αυτοβιογραφική τριλογία του Ελίας Κανέττι Η γλώσσα που δεν κόπηκε (1977), Ο πυρσός στο αυτί (1980) και Το παιχνίδι των ματιών (1985), καθώς και στο -εξίσου αυτοβιογραφικό- Πάρτι και Αερομαχίες (2005) (εκδ. Καστανιώτη), ενώ σταχυολογεί στοχασμούς και προσωπικές καταγραφές του συγγραφέα, αμετάφραστες στα ελληνικά, από τα έργα του: The Human Province (μετ. Joachim Neugroschel, εκδόσεις The Seabury Press, Νέα Υόρκη, 1978), The Secret Heart of the Clock (μετ. Joel Agee, εκδόσεις André Deutsch Ltd., Λονδίνο, 1991), The Agony of Flies (μετ. H.F. Broch de Rothermann, εκδόσεις Farrar, Straus and Giroux, Νέα Υόρκη, 1994), Notes from Hampstead (μετ. John Hargraves, εκδόσεις Farrar, Straus and Giroux,Νέα Υόρκη, 1998), Aufzeichnungen 1973-1984 (εκδόσεις Carl Hanser Verlag, Μόναχο, 1999), Aufzeichnungen 1992-1993, (εκδόσεις Carl Hanser Verlag, Μόναχο, 1996) και Auto-da-fé (μετ. C.V. Wedgwood, εκδόσεις Farra, Straus and Giroux, Νέα Υόρκη, 1984). Πρωτοπαρουσιάστηκε το 2004, στο Theatre Vidy-Lausanne στην Ελβετία.
Τα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας του Γκέμπελς είχαν, αντίστοιχα, τους τίτλους Or the hapless landing (1993) και Max Black (1998). Το Eraritjaritjaka ταξίδεψε στο φεστιβάλ του Σύδνεϊ της Αυστραλίας, όπου ο Γκέμπελς είναι γνωστός από τις προηγούμενες παραστάσεις του: Hashirigaki (2004), Stifter’s Dinge (2010) και Black on White (1998). Το Eraritjaritjaka - Το μουσείο των φράσεων είναι το τρίτο μέρος της τριλογίας, που περιλαμβάνει multimedia, video art, λογοτεχνία, θέατρο, εικαστικές αναφορές και κυρίως ζωντανή ερμηνεία του κουαρτέτου εγχόρδων Mondriaan.
Η επιτέλεση του Γκέμπελς
Η σύλληψη είναι απλή, όσο και μεγαλοφυής: για να επικεντρωθεί όλη η παράσταση στη νοσταλγία για την απολεσθείσα ελευθερία αντίληψης, η σταδιακή απομόνωση του εκφωνητή θα πρέπει να γίνει βίωμα του θεατή
Στο συμπόσιο του Κέντρου Λίνκολν, πριν από την πρεμιέρα της περφόρμανς, ο Γκέμπελς συνέλαβε την ιδέα της χρήσης videoart, ώστε να αποδώσει την κεντρική του ιδέα: την απώλεια της ελευθερίας της αντίληψης, μέσω μιας «μη-μουσικής» σύνθεσης που –ωστόσο– συνοδεύεται από μουσική και προσιδιάζει σε φιλοσοφική απαγγελία αποσπασμάτων ενός λόγου δραστικού, υπαινικτικού, ειρωνικού. Το άτομο συγκεκριμενοποιεί την ύπαρξή του μέσω σημειώσεων και ημερολογίων, μικρών αυτοκόλλητων σημειωμάτων και σύντομων υπενθυμίσεων εαυτού προς εαυτόν. Πρόκειται για τις μικρές εκείνες τελετές (όπως, στη συγκεκριμένη παράσταση, η ομελέτα που ο ηθοποιός παρασκευάζει στην κουζίνα του σπιτιού του) που συνοψίζουν τον ερμητισμό, τον περιορισμό των επικοινωνιακών μας κωδίκων (εξ ού και το κινεζικό ιδεόγραμμα που επιστρατεύει ο Γκέμπελς), τέλος την επαναληπτικότητα των «φωνών» που στοιχειώνουν τους τέσσερεις τοίχους του προσωπικού μας ερημητηρίου. Οι πόρτες ανοίγουν και κλείνουν, ο θεατής βλέπει τον εντολοδόχο του, «κομπέρ» ενός θεάτρου που εκείνη τη στιγμή στήνεται, να τον παγιδεύει στο βλέμμα της κάμερας. Η σύλληψη είναι απλή, όσο και μεγαλοφυής: για να επικεντρωθεί όλη η παράσταση στη νοσταλγία για την απολεσθείσα ελευθερία αντίληψης, η σταδιακή απομόνωση του εκφωνητή θα πρέπει να γίνει βίωμα του θεατή. Έτσι ο Γκέμπελς στήνει σκηνικό ψευδαισθησιακής ταυτοχρονίας, ενώ ο εκφωνητής του (αλληγορία του συγγραφέα, του μαέστρου, του σκηνοθέτη, του αντιλαμβανόμενου Υποκειμένου εν γένει, εκπληκτικά ενσαρκωμένη από τον ηθοποιό Αντρέ Βιλμς) κινείται και απαγγέλλει τους αφορισμούς του Ελίας Κανέττι κι ενώ το Κουαρτέτο Εγχόρδων Mondriaan ερμηνεύει ζωντανά επί σκηνής το 8ο Κουαρτέτο του Σοστακόβιτς , το Κουαρτέτο για έγχορδα του Ραβέλ, καθώς και μουσικές των Gavin Bryars, George Crumb, Vassily Lobanov, Alexeij Mossolov, Johann Sebastian Bach, και του ίδιου του σκηνοθέτη, Heiner Goebbels.
Ένα απλό άσπρο σπίτι
![]() |
|
Ο σκηνοθέτης και συνθέτης Heiner Goebbels |
Στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Γλώσσα που δεν κόπηκε ο Κανέττι αφηγείται τη ζωή του από την πρώτη ανάμνηση που είχε, και που ήταν ακριβώς η απειλή του κοψίματος της μωρουδίστικης γλώσσας του από τον εραστή της νταντάς του. Το μυθιστόρημα διαπνέεται από συναισθήματα που δεν αφορούν τόσο τους λοιπούς κώδικες, όσο τη γλώσσα: ο μικρός Ελίας αισθάνεται έκπτωτος από τον παράδεισο των γονιών όταν αυτοί οι δυο μιλάνε μεταξύ τους γερμανικά, την ερωτική τους γλώσσα. Έτσι το κείμενο μετατρέπεται σε μια περιπέτεια της γλώσσας ως αντίληψης του κόσμου και ως βαθύτερης συνομιλίας με τον εαυτό μας. Παρ΄όλο που τα κείμενα της παράστασης συντίθενται από δυο-τρία βιβλία του συγγραφέα, η αινιγματική παράσταση του Γκέμπελς κατορθώνει να τα ενοποιήσει σε ένα κείμενο-μπούσουλα ώστε να πραγματοποιηθεί η ξενάγηση του θεατή στα ένδον της ατομικής συνείδησης. Η κυρίως πρόκληση στην οποία θα πρέπει να ανταποκριθεί το κοινό της παράστασης, και που κατά τον Γκέμπελς «αποτελεί κομμάτι της δραματουργίας», είναι η διαφορά γλωσσών ανάμεσα στον συγγραφέα, τον σκηνοθέτη και το κοινό. Η μυστηριακή λέξη του τίτλου γεφυρώνει αυτήν τη διαφορά.
Τα σπαράγματα του λόγου του Κανέττι μιλούν για τις διαδοχικές μονώσεις που επιφέρει η σύγχρονη ατομικιστική αναδίπλωση, η οιονεί ιδιωτικότητα που το άτομο καλείται να προασπιστεί
Στην έξοχη αυτή παράσταση επιστρατεύεται η μακέτα ενός ολόλευκου σπιτιού με τέσσερα παράθυρα. Μπαίνοντας, βγαίνοντας από τη στέγη κι ανεβοκατεβαίνοντας τα σκαλιά, φωτίζοντας, συσκοτίζοντας, μεγεθύνοντας και αναποδογυρίζοντας αυτό το άσπρο σπίτι (κανείς θα περίμενε να το δει να φλέγεται, ανακαλώντας εικόνες από τη Θυσία του Ταρκόφσκι και από το Κογιανισκάτσι), ο σκηνοθέτης αναζητά τη χαμένη γνησιότητα, την κατανόηση του άλλου και διαπιστώνει με πικρία πως κάθε ανθρώπινη σχέση είναι σχέση εξουσίας κι επιβολής. Αυτό το υποστηρίζει με μια «πολυφωνική» σύνθεση στο πλαίσιο της οποίας ενορχηστρώνει τα έγχορδα, τα κρουστά, τις λέξεις του συγγραφέα Ελίας Κανέττι, την εικόνα και τη μακέτα, αλλά και τους φωτισμούς και κυρίως το βίντεο, που παρακολουθούν σε μια κοινή «μπαγκέτα», σε μια κεντρική ρυθμική αγωγή.
Η περφόρμανς, που περιλαμβάνει multimedia, μουσική, λογοτεχνία, θέατρο, κινηματογράφο, εικαστικά και κείμενο, μιλά για τα πλάσματα που δεν ξέρουν πώς να ζήσουν ή πώς να ζήσουν μόνα. «Η παράσταση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πολιτική με την ευρεία έννοια. Έχει να κάνει με την προσπάθεια της αναζήτησης της αγάπης οπουδήποτε γύρω μας», λέει ο σκηνοθέτης, που γενικώς αποποιείται την έννοια της πολιτικής προπαγάνδας στην Τέχνη. To σχηματικό ζώο-ρομπότ και το βίντεο-κατάσκοπος του Bruno Deville προσαρμόζεται στον χρόνο και τον χώρο, ούτως ώστε να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση μιας συνεχούς παροντικότητας, που όμως θραύεται αιφνίδια από την εισβολή του πραγματικού χρόνου στην αφήγηση. Το ίδιο συμβαίνει και με την αδιάκοπη μετακίνηση και «παρακολούθηση» της σκέψης του Κανέττι από το κουαρτέτο εγχόρδων, που στο τέλος «εισβάλλει» μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Τα σπαράγματα του λόγου του Κανέττι μιλούν για τις διαδοχικές μονώσεις που επιφέρει η σύγχρονη ατομικιστική αναδίπλωση, η οιονεί ιδιωτικότητα που το άτομο καλείται να υποστηρίξει/προασπιστεί, αλλά που στην ουσία είναι επιβεβλημένη από την επικρατούσα τεχνοκρατική κάστα, καθώς και η εκούσια περιχαράκωση/παγίδευση στα προσωπικά μας κεκτημένα και στην επίπλαστη θέαση των πραγμάτων που παράγουν τα media.
Από τις 26-28 Φεβρουαρίου, στην κεντρική σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών.