
Για την εξπρεσιονιστική μαύρη κωμωδία «Nomsferartu», σε σκηνοθεσία Johnny O, στο Θέατρο 104, μια διασκευασμένη εκδοχή της περίφημης ταινίας Nosferatu του Μουρνάου.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Στο Θέατρο 104 είδαμε (σε εξελιγμένη εκδοχή) την εξπρεσιονιστική μαύρη κωμωδία «Nomsferartu» της M Productions, σε σκηνοθεσία Johnny O. Η παράσταση είναι μια διασκευασμένη εκδοχή της ταινίας του βωβού γερμανικού κινηματογράφου «Nosferatu, eine Symphonie des Grauens» (1922) του Μουρνάου, που συνέτεινε στο μεταγενέστερο κίνημα του Υπερρεαλισμού. Eμπνευσμένος από το γκόθικ μυθιστόρημα «Δράκουλας» του Μπραμ Στόουκερ (1897), ο χαρακτήρας του Νοσφεράτου αναπαράγει τα αρχετυπικά γνωρίσματα του αψίκορου βαμπίρ: επείγουσα ανάγκη για αίμα, αλλά και για τρυφερότητα και στοργή. Ο ίδιος ο Στόουκερ είχε δανειστεί τον όρο από το άρθρο της Έμιλι Ζεράρ «Transylvanian Superstitions» (1885), το οποίο αργότερα ενσωματώθηκε στο βιβλίο της «The Land Beyond The Forest» (1888). Έχουμε δει επίσης το εκπληκτικό remake στο «Nosferatu the Vampyre» του Βέρνερ Χέρτσοκ-1979- με τον Κλάους Κίνσκι στον ομώνυμο ρόλο, ενώ ακολούθησαν και άλλες κινηματογραφικές εκδοχές του ίδιου θέματος. Τηρουμένων των αναλογιών με το “Scarmface”, αυτό το «m» που παρεισφρέει στον τίτλο επιτρέπει τη δραστική παρέμβαση στην πρωτότυπη ιστορία του vârcolac (βρυκόλακα).
Κρυφά του δίνουν ένα βιβλίο όπου εξηγείται ο θρύλος, τη βαρύτητα του οποίου θα καταλάβει όταν πρωτοαντικρύσει τον κόμητα στον πύργο του, στην Τρανσυλβανία.
Ένας κτηματομεσίτης κάνει το λάθος να πουλήσει στον Κόμη Όρλοκ έναν πύργο στο Παρίσι. Στέλνει στη Ρουμανία τον συνεταίρο του, ο οποίος ανηφορίζοντας ένα νεκροταφείο και συνομιλώντας με σκιές στις κοιλάδες αντιλαμβάνεται τον τρόμο των κατοίκων του κοντινού χωριού. Κρυφά του δίνουν ένα βιβλίο όπου εξηγείται ο θρύλος, τη βαρύτητα του οποίου θα καταλάβει όταν πρωτοαντικρύσει τον κόμητα στον πύργο του, στην Τρανσυλβανία. Ένα μενταγιόν με τη φωτογραφία της Μίνα θα ξυπνήσει στον κόμητα τον παλιό έρωτα για τη Μίνα. Άθελά τους θα συνταξιδεύσουν με καράβι στο Παρίσι και θα εγκαταστήσουν τον βουρκόλακα στο νέο του ενδιαίτημα.

Στον ρόλο του Κόμη Όρλοκ των Καρπαθίων η Μαρία Μπαλούτσου (η Μαρία ήταν μέλος της ομάδας Θεάτρου Δρόμου HELIX από το 2004, έχει ειδίκευση στα ξυλοπόδαρα και τα ακροβατικά, είναι ιδρυτικό μέλος και ηθοποιός της θεατρικής ομάδας Ab Ovo, καθώς και της ομάδας 8kick, ενώ ανήκει στα οργανωτικά μέλη του Bob Theatre Festival): με άκρα χορευτικότητα και έξοχο μακιγιάζ υποδύεται αυτό το εξωφρενικό πλάσμα της ποιητικής φαντασίας που στην πρωτότυπη ταινία του 1922 το υποδυόταν ο Μαξ Σρεκ. Η διαρκώς «κοκκαλωμένη» στάση της, το παγερό της βλέμμα και η δεξιοτεχνική χρήση των δακτύλων της συνθέτουν ένα ερμηνευτικό επίτευγμα που παντρεύει τη μεταφυσική φρίκη με τη συμπάθεια προς την τρωτότητα του τέρατος.
Ο Γιώργος Ντούσης κερδίζει επίσης την παράσταση κρατώντας τον δεύτερο κεντρικό ρόλο: η υπερβολή στις κινήσεις και στις γκριμάτσες και το άψογο μακιγιάζ του παραπέμπουν ευθέως στο κλίμα του σινεμά εκείνης της εποχής. Την αγαπημένη του Μίνα (που είναι και το αντικείμενο του πόθου του βρυκόλακα) υποδύεται η Εύη Κολιούλη, ενώ η Χριστίνα Δενδρινού και ο Θανάσης Μεγαλόπουλος υποστηρίζουν θαυμάσια τη Λούσυ και τον Τζόναθαν, το άλλο ζευγάρι της παράστασης, καθώς και το κωμικό ζευγάρι των πανδοχέων. Όλη η ομάδα είναι ασκημένη στην ελαφρώς σπασμωδική κίνηση του βωβού κινηματογράφου και εφαρμόζει και το αντίστοιχο timing και το «τράβηγμα» των εκφράσεων του προσώπου και των κινήσεων που υποκαθιστά τον ήχο.
Mε πολύ λεπτό χιούμορ εκτυλίσσονται σκηνές reverse mode, υπάρχουν «σβησίματα» τύπου βωβού σινεμά, τρόμος απέναντι στην αθανασία και καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, έντονος ρομαντισμός που ενισχύεται από τις φωτοσκιάσεις ασπρόμαυρης ταινίας της εποχής (Αποστόλης Τσατσάκος), επιτηδευμένο οξυκόρυφο σκηνικό του Μιχάλη Ράπτη που προσαρμόζεται στην πλοκή, καταιγιστικός ρυθμός.
Με σκηνές βενετσιάνικης γέφυρας, σκηνές τρικυμίας και σκηνές στην ανωφέρεια ενός γοτθικού νεκροταφείου, το άψογο φιλμ του Γιάννη Καραπιπερίδη εντάσσεται στην ίδια αισθητική, την οποία υπογραμμίζουν και οι ενδυματολογικές παρεμβάσεις της Μαρίας Γεωργάτου. Η μουσική του Τζώνυ Οικονομίδη επενδύει τις σκηνές με νοσταλγικές μελωδίες, αισθησιασμό και πολύ πεισιθάνατο ρίγος. Mε πολύ λεπτό χιούμορ εκτυλίσσονται σκηνές reverse mode, υπάρχουν «σβησίματα» τύπου βωβού σινεμά, τρόμος απέναντι στην αθανασία και καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, έντονος ρομαντισμός που ενισχύεται από τις φωτοσκιάσεις ασπρόμαυρης ταινίας της εποχής (Αποστόλης Τσατσάκος), επιτηδευμένο οξυκόρυφο σκηνικό του Μιχάλη Ράπτη που προσαρμόζεται στην πλοκή, καταιγιστικός ρυθμός.
Το μίασμα του αιμοδιψούς πλάσματος που κινείται μεταξύ ζωής και θανάτου θα μεταδοθεί με το γνωστό δάγκωμα στον λαιμό, κι έτσι όλοι θα μετατραπούν σε απέθαντα τρισάθλια ποντίκια (αυτό το ζώο που μετέφερε τον ψύλλο και τη βουβωνική πανώλη στον Μεσαίωνα, το ίδιο ζώο που κυκλοφορούσε στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ανάμεσα στα πτώματα των νεκρών στρατιωτών) και θα ρουφήξουν ο ένας τον άλλον: η κωμική διάσταση του έργου μπορεί να εκληφθεί και ως πολιτική αλληγορία για την κανιβαλική κοινωνική κατάσταση που ζούμε σήμερα, αλληλοδιαπληκτιζόμενοι όσο οι ισχυροί μας πίνουν κυριολεκτικά το αίμα. Γιατί; Γιατί εμείς τους το επιτρέψαμε! (όπως χαρακτηριστικά λέει ο Τζώνυ Οικονομίδης επί σκηνής, ως αφηγητής του έργου).
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου και χορού.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία – Σενάριο: Johnny O
Καλλιτεχνική επιμέλεια: Αλέξης Βιδαλάκης
Σχεδιασμός και δημιουργία προβολών: Γιάννης Καραπιπερίδης
Μουσική επιμέλεια: Johnny O
Φωτισμοί: Αποστολής Τσατσάκος
Φωτογραφίες: Eleftheria IKE/Photography www.photosfaira.gr
Κοστούμια: Μαρία Γεωργάτου
Κατασκευή σκηνικού: Μιχάλης Ράπτης
Υπεύθυνη επικοινωνίας παράστασης: Γιώτα Δημητριάδη
Παραγωγή: Μ productions
Παίζουν: Johnny O, Γιώργος Ντούσης, Μαρία Μπαλούτσου, Εύη Κολιούλη, Χριστίνα Δενδρινού και Θανάσης Μεγαλόπουλος





















