
Για την επαυξημένης πραγματικότητας παράσταση «Ιππόλυτος (στα χέρια της Αφροδίτης)» σε σκηνοθεσία Γιολάντας Μαρκοπούλου και το εκλαϊκευμένο «Κατσούρμπος» του Γεωργίου Χορτάτση σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα, αμφότερα στην Πειραιώς 260, στο Φεστιβάλ Αθηνών. Κεντρική εικόνα: Από την παράσταση «Ιππόλυτος (στα χέρια της Αφροδίτης)».
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Iππόλυτος (στα χέρια της Αφροδίτης)» της Γιολάντας Μαρκοπούλου
Ανά ζεύγη είδαμε τη (διάρκεια ενός τετάρτου της ώρας) πολυμεσική παράσταση «Ο Ιππόλυτος (στα χέρια της Αφροδίτης)» σε σκηνοθεσία Γιολάντας Μαρκοπούλου που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Η κυρία Μαρκοπούλου μάς υποδέχθηκε ένθερμα, διευκρινίζοντάς μας εξαρχής πως επρόκειτο για «θέαμα επαυξημένης πραγματικότητας» το οποίο απολαμβάνει κανείς φορώντας γυαλιά AR. Η εμπειρία είναι καθηλωτική – και διανοίγει τις προοπτικές για ένα νέο είδος θεάτρου του μέλλοντος, όπου η τεχνολογία θα διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο, και όπου η εικονική πραγματικότητα θα εισβάλλει επί σκηνής.
Το βέβαιο είναι πως η αίσθηση εναιώρησης που δημιουργούν αυτά τα γυαλιά είναι μεθυστική, πως τα χρώματα και η «τρίτη διάσταση», το άπλωμα του ήχου στον χώρο και το πέρασμα σε μια trans οπτικοακουστική εμπειρία δεν μπορούν να σε αφήσουν αδιάφορο. Τα χρώματα, ιδιαίτερα, του animation που προβάλλεται μέσα από τα γυαλιά είναι χρώματα εκτυφλωτικά, λαμπερά, χρώματα που απογειώνουν: μπορεί υφολογικά να σε περνούν στη διάσταση ενός παραμυθιού, όμως αυτό ταιριάζει στην παράσταση. Και ο λόγος είναι πως το κείμενο που ακούστηκε δεν είχε την παραμικρή υφολογική σχέση με την αρχαία τραγωδία πάνω στην οποία βασίστηκε: τα αποσπάσματα του «Ιππόλυτου» που επέλεξε η σκηνοθέτις ήταν μια διασκευή της Κατερίνας Ευαγγελάτου ξαναγραμμένη σε σενάριο από την Αλεξάνδρα Κ*. Ακούγονταν μέρη από κάποιο Χορικό (Μαριάμ Ρουχάτζε, Θεοδώρα Γεωργακοπούλου, Ασημίνα Αναστασοπούλου, Θάλεια Σταματέλου και Βιβή Φωτοπούλου) και πολύ «πειραγμένα» αποσπάσματα από τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη.
Η ζωντανή περφόρμανς των ηθοποιών (ερμήνευσαν ο Πάρις Αλεξανδρόπουλος και η Βιβή Φωτοπούλου) συνοδεύεται από ηχητικό σχεδιασμό στον χώρο και, με τη χρήση των ειδικών γυαλιών, από στοιχεία επαυξημένης πραγματικότητας: στόχος είναι να «βυθιστούμε» στην ψευδαίσθηση όπου ο γύρω κόσμος εκρήγνυται, διαλύεται στα εξ ων συνετέθη, τα δέντρα παίρνουν φωτιά και ένα ελάφι εμφανίζεται, σε virtual reality, και γονατίζει για να πιει νερό επί σκηνής.
Σε μια καθαρά πιλοτική παράσταση, φορώντας γυαλιά AR, είδαμε ένα νέο, ψηφιακό σύμπαν να υποκαθιστά κάθε σκηνική παρέμβαση, καθώς και τους δύο ηθοποιούς που προέβησαν στο δύσκολο εγχείρημα να παίξουν σε μηδενικό σκηνικό και να συνδυάσουν τις κινήσεις και τα βλέμματά τους με ανύπαρκτες εικόνες (τις βλέπαμε μόνον εμείς οι θεατές, ενώ εκείνοι τις είχαν «διδαχθεί» σε εξαντλητικές πρόβες). Το ζήτημα ήταν να αποδοθεί σκηνικά ο θυμός της θεάς Αφροδίτης για την περιφρόνηση που της δείχνει ο Ιππόλυτος, θεωρώντας την κατώτερη θεότητα και αποποιούμενος τους σαρκικούς έρωτες και τον γάμο. Η Αφροδίτη ανταγωνίζεται, στο κείμενο, τη θεά Άρτεμη, θεωρώντας τη σύζευξη Ιππόλυτου/Άρτεμης απαράδεκτη. Η Αφροδίτη καταριέται τον Ιππόλυτο, κάνοντάς τον αντικείμενο της παράφορης αγάπης της μητριάς του, της Φαίδρας. Η παράσταση αναπτύχθηκε ως πιλοτική αξιολόγηση του ερευνητικού του έργου Horizon Europe VOXReality «Voice-driven interaction in XR spaces», με την υποστήριξη της Maggioli Group, με στόχο τη μελέτη της απόδοσης της τεχνολογίας, της αλληλεπίδρασης του κοινού με στοιχεία επαυξημένης πραγματικότητας (Augmented Reality).
Γιολάντα Μαρκοπούλου: η δημιουργός
Η Γιολάντα Μαρκοπούλου σπούδασε κινηματογράφο στην Αμερική. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ασχολήθηκε αρχικά με το θέατρο, πειραματιζόμενη με νέες τεχνολογίες, εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης και ζωντανή μουσική στη σκηνή. Στο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του τμήματος Immersive, παρουσίασε την εγκατάσταση White Dwarf, η οποία συνέχισε το ταξίδι της στο Μουσείο Μπενάκη αλλά και σε διεθνή φεστιβάλ. Όσο για τα κινηματογραφικά της πλάνα, ετοιμάζει τις ταινίες «Paradise Lost» και «Οδός Καππαδοκίας», οι οποίες βρίσκονται ήδη στο στάδιο της προ-παραγωγής. Η κυρία Μαρκοπούλου σκηνοθετεί παραστάσεις -συχνά περιπατητικές- σε χώρους πολιτισμού, δρόμους, πλατείες, κάμπινγκ, και πιο πρόσφατα στην εικονική πραγματικότητα. Ο χώρος που διατήρησε για χρόνια στο Μεταξουργείο, το Συνεργείο, δεν ήταν μόνο μια σκηνή, αλλά πολλαπλοί χώροι όπου ήταν εφικτό να πραγματοποιούνται διαφορετικές ή και συνδετικές δράσεις. Εκεί ίδρυσε, το 2009, το εργαστήρι τέχνης Station Athens, ενώνοντας δυνάμεις με τη Μαργαρίτα Παπαδοπούλου και τη Δάφνη Καλαφάτη, και προσφέροντας φωτογραφία, βίντεο, art therapy και θέατρο σε νεαρούς μετανάστες και πρόσφυγες από το Αφγανιστάν, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές, μαζί με τη συνιδρύτρια οργάνωση Mind the fact. Η τελευταία τους παράσταση με τίτλο «Σφάλμα σύνδεσης» απέσπασε το 2ο Βραβείο Κοινού στο πλαίσιο του Grape-Greek Agora of Performance, μια πρωτοβουλία του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου. Την περίοδο 2015-2016, όταν κατέφθασε στην Ελλάδα το μεγάλο προσφυγικό κύμα από τη Μέση Ανατολή, και κυρίως από τη Συρία, η σκηνοθέτις επέλεξε συνειδητά να διακόψει προσωρινά τις θεατρικές αναφορές στο προσφυγικό ζήτημα. Ο λόγος είναι, όπως εξηγεί, ότι προτιμά αυτό που παρουσιάζει στο θέατρο να μη συμπίπτει χρονικά με ό,τι συμβαίνει στην αληθινή ζωή, επιλέγοντας να πάρει τον χρόνο της ώστε να επεξεργαστεί τα γεγονότα.
Μετάφραση: Κώστας Τοπούζης
Διασκευή: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Σκηνοθεσία: Γιολάντα Μαρκοπούλου
Διασκευή για την παράσταση: Αλεξάνδρα Κ*
Ερμηνευτές: Πάρις Αλεξανδρόπουλος, Βιβή Φωτοπούλου
Φωνές χορού: Pentagónia (Μαριάμ Ρουχάτζε, Θεοδώρα Γεωργακοπούλου, Ασημίνα Αναστασοπούλου, Θάλεια Σταματέλου, Βιβή Φωτοπούλου)
Προγραμματισμός: Όλγα Χατζηφώτη / Maggioli
Προγραμματισμός, τεχνολογικός καλλιτεχνικός σχεδιασμός & VFX: Αλεξάνδρα Νιάκα
2D animation & γραφιστική επιμέλεια: Χρυσούλα Κοροβέση (Μαύρα Γίδια)
3D animation & 3D σχεδιασμός: Κωνσταντίνος Παγώνης, Χάρης Λαλούσης
Μουσική & ηχητικός σχεδιασμός: Μανώλης Μανουσάκης
Σχεδιασμός φωτισμών: Άγγελος Παπαδόπουλος
Μίξη ήχου: Κώστας Στυλιανού
Υποτιτλισμός: Μελισσάνθη Γιαννούση
Βοηθός σκηνοθέτη: Αναστασία Μανώλα
Χειρισμός συστήματος παράστασης: Εύα Κοβάτσου
Υπεύθυνη έρευνας: Έλενα Οικονόμου
Τεχνολογική λύση: Maggioli /Εκτέλεση Παραγωγής: Polyplanity Productions
«Kατσούρμπος» του Γ. Χορτάτζη, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα
Ο Γιάννος Περλέγκας σκηνοθετεί την αναγεννησιακή κωμωδία «Κατσούρμπος» ή «Κατζούρμπος» του Τζώρτζη Χορτάτση1 (χρονολ. από δεκαετία 1580 έως 1600) στο πλαίσιο του Κύκλου Ρίζες του Φεστιβάλ Αθηνών. Η πρώτη από σκηνής παράσταση της κωμωδίας, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, είχε γίνει το 1968 σε αγγλική μετάφραση, την οποία υπέγραφε ο υποψήφιος τότε διδάκτωρ Alfred Vincent, εκδότης κατόπιν της κωμωδίας «Φορτουνάτος» και αργότερα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ. Ο Vincent είχε και την όλη φροντίδα της παράστασης αυτής, στην όποια έπαιζαν άγγλοι φοιτητές του Πανεπιστημίου του Cambridge.
Ο «Κατζούρμπος» είχε μια αξιόλογη σκηνική παρουσία μετά το 1964, όταν έγινε η πρώτη –και μόνη κριτική μέχρι σήμερα– έκδοσή του από τον καθηγητή Λίνο Πολίτη2. Την ίδια χρονιά παρουσιάστηκε σε ραδιοφωνική παράσταση, με σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου. Το έργο ανέβηκε πάλι το 1980 από το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης σε σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη, από το Εθνικό Θέατρο το 1983 σε σκηνοθεσία Μιχάλη Μπούχλη, από τη «Νέα Σκηνή» του Λευτέρη Βογιατζή το 1993 και από την ομάδα «Θεατρικός Περίπλους» του Ρεθύμνου το 2020. Η φετινή παράσταση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Βασίλη Παπαβασιλείου, που χάθηκε πρόσφατα. Μαζί με τον Γιάννο Περλέγκα, παίζουν ο Δημήτρης «Χαΐνης» Αποστολάκης, η Ανθή Ευστρατιάδου, η Κατερίνα Λυπηρίδου, ο Χρήστος Σαπουντζής, η Χριστίνα Σουγιουλτζή και ο Μιχάλης Τιτόπουλος.
Στο έργο επιστρατεύονται όλοι οι αντιπροσωπευτικοί τύποι της λόγιας κωμωδίας της ιταλικής Αναγέννησης (ξεμωραμένος γέρος, σχολαστικός δάσκαλος, κοιλιόδουλοι υπηρέτες, ζωηρές υπηρέτριες, προξενήτρες και ρουφιάνες, και το απαραίτητο ερωτευμένο ζευγάρι).
Στον «Κατζούρμπο» (ως «Κατζάροπον» τον αναφέρει ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής), που έχει τη μορφή της «ίντριγκας», παρελαύνει η αστική τάξη του 16ου αιώνα στον Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης, σε όλο της το μεγαλείο: δυο νέοι, ο Νικολός (πολύ καλός ο Μιχάλης Τιτόπουλος στον ρόλο) και η Κασσάνδρα, αγαπιούνται, αλλά η Πουλισένα, ψυχομάνα της Κασσάνδρας (ξεκαρδιστικός στον ρόλο ο Γιάννος Περλέγκας, που αντικαθιστά την προεξαγγελθείσα Λένα Κιτσοπούλου) θέλει να την παντρέψει με τον πλούσιο γερο-Αρμένη, για να κερδίσει χρήματα. Στο έργο επιστρατεύονται όλοι οι αντιπροσωπευτικοί τύποι της λόγιας κωμωδίας της ιταλικής Αναγέννησης (ξεμωραμένος γέρος, σχολαστικός δάσκαλος, κοιλιόδουλοι υπηρέτες, ζωηρές υπηρέτριες, προξενήτρες και ρουφιάνες, και το απαραίτητο ερωτευμένο ζευγάρι).
Όταν σε χτυπά με τα βέλη του ο γιος της… Πισπορδίτης
Στην Πρώτη Πράξη ο Νικολός εμφανίζεται χαράματα στο κατώφλι της αγαπημένης του μαζί με τον υπηρέτη του Κατσάραπο. Ήδη από τους πρώτους αυτούς στίχους καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για έναν σοβαρό ερωτευμένο που ήρθε να κάνει καντάδα στην καλή του, συνοδευόμενος από τον κοιλιόδουλο και γελοίο δούλο του. Στην επόμενη σκηνή της ίδιας πράξης, από τον διάλογο της Πουλισένας με την υπηρέτριά της Αννούσα, μαθαίνουμε κάτι που ήδη γνωρίζουμε: ότι ετοιμάζουν την αγαπημένη του Νικολού Κασσάντρα για ερωμένη του γέρου Αρμένη. Στην τρίτη σκηνή βλέπουμε τον ίδιο τον Αρμένη να βγαίνει στη σκηνή με τη νυχτερινή του ενδυμασία, συνοδευόμενος από τον δούλο του Μούστρουχο.
Καθώς αρχίζει η δεύτερη πράξη3, γνωρίζουμε έναν από τους δευτερεύοντες, αλλά σημαντικούς για τον κωμικό χαρακτήρα του έργου, στερεότυπους χαρακτήρες μιας αναγεννησιακής κωμωδίας: τον ψευτοπαλικαρά στρατιωτικό, που εδώ ονομάζεται Κουστουλιέρης και συνοδεύεται πάντα από τον δούλο του Κατζούρμπο. Τον Κουστουλιέρη ερμηνεύει πολύ άτεχνα η Χριστίνα Σουγιουλτζή, που αντικαθιστά τον προεξαγγελθέντα Θοδωρή Σκυφτούλη, ενώ στον ρόλο του Κατζούρμπου είναι πολύ καλός ο Χρήστος Σαπουντζής. Στο απόσπασμα αυτό κάνει την εντυπωσιακή του είσοδο με τον καθιερωμένο μονόλογο της πρώτης εμφάνισης στη σκηνή, απαριθμώντας όλες τις παλικαριές που είναι σε θέση να επιτελέσει: έτσι, στη δεύτερη σκηνή, ενσαρκώνεται ο τύπος του miles gloriosus («καυχησιάρη στρατιωτικού») της Νέας Λατινικής Κωμωδίας του Πλαύτου και του Τερέντιου:
ΚΟΥ. Λοιπό, ανέ λάχεις 'ς μια μαλιά, δε σε βαστά’ η ψη σου
να κάμεις πράματα φριχτά κι εσύ με το σπαθί σου;
ΚΑ. Είπα το 'γω από μιας αρχής, δεν έμαθα σκριμίδα.
λοιπό, ανέ λάχει τίβοτις, έχε σε μένα ολπίδα!
ΚΟΥ. Αμ' ίντα θες με το σπαθί κι έρχεσαι μετά μένα;
ΚΑ. Άμα σε ρεσαλτάρουσι, να σου το δώσω εσένα,
γιατί καλλιά μπορείς εσυ δυο να βαστάς, όχι ένα
εγώ πως είσαι δυνατός καλά 'χω γνωρισμένα.
ΚΟΥ. Κατζούρμπο, γύρισ' εδεπά, ξεσπάθωσε.
ΚΑ. Να ζήσεις,
μη με πειράζεις, κι άσι με.
ΚΟΥ. Μη θες να με μανίσεις!
ΚΑ. Πώς; μετά σένα εστοίχισα για να με ξεκοιλιάσεις;
Δε θα μαλώσω, δε φελώ, κι άσι με, μη με σκάσεις!
ΚΟΥ. Δε θέλω να μαλώσω εγώ...
Δυο πόντους της σκριμίδας
θα σ' αρμηνέψω.
ΚΑ. Επ'άσ' εδά!
ΚΟΥ. Ξεσπάθωσε! Αν επήδας
σαν τράγος, θέλω σήμερον να μάθεις να μαλώνεις.
Ξεσπάθωσε! (Τονε χτυπά με το σπαθί).
ΚΑ. Άσι με, καλέ, για ίντα με σκοτώνεις;
ΚΟΥ. Να μάθεις θέλω, α λάχομε ποθές, α μ' ασσαλτάρει
μια κομπανία σολδαδών, να κάμεις σα λιοντάρι.
Στην Τρίτη Πράξη μπαίνει τρέχοντας και ζητώντας βοήθεια ο Κατσάραπος, ο οποίος παρωδεί τη μεταφορική εικόνα που είχε χρησιμοποιήσει στην πρώτη πράξη ο αφέντης του για τον Έρωτα, τον γιο της Αφροδίτης, που τοξεύει τις καρδιές με τα βέλη του: τον μονίμως πεινασμένο δούλο τώρα έχει τοξέψει στο στομάχι ο γιος της… Πισπορδίτης, προξενώντας του οξύ αίσθημα πείνας. Στην επόμενη πράξη εκθειάζεται η γριά ρουφιάνα, δηλαδή η μεσίτρια ερωτικών υποθέσεων Αρκολιά, ως «δασκάλισσα» της τέχνης της πορνείας. Στην Πέμπτη Πράξη αποκαλύπτεται ότι η Κασσάντρα είναι η κόρη του Αρμένη, που την είχαν αρπάξει οι Τούρκοι. Έτσι η κωμωδία τελειώνει με τον γάμο των δυο νέων. Κατά την πρώτη του εμφάνιση στη σκηνή, ο δάσκαλος του Νικολού, που εκπροσωπεί τον στερεότυπο κωμικό τύπο του σχολαστικού λογίου, εκφωνεί έναν μονόλογο όπου εκθειάζει τις ικανότητές του στα γράμματα. Μιλά σε γλώσσα μεικτή, με στοιχεία Λατινικής, Ιταλικής και λόγιας Ελληνικής. Έξοχη, καθηλωτική στον ρόλο η Ανθή Ευστρατιάδου.
Commedia redicolosa και διακωμώδηση του έρωτα
«Ο κωμικός οίστρος του έργου (εκπεφρασμένος με ποικίλους τρόπους οπτικού και λεκτικού χιούμορ μέσα στους 2.300 στίχους του) και η ταχύτητα στην προώθηση της πλοκής αποκαλύπτουν τον ποιητή σε πλήρη ακμή και ωριμότητα» (Χατζηπανταζής 2014, 58). Το κωμικό στοιχείο στον «Κατζούρμπο» επιτυγχάνεται με τη δεξιοτεχνική χρήση του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου, που εδώ είναι πολύ πιο περίτεχνος από τον αντίστοιχο της υπόλοιπης κρητικής γραμματείας της Αναγέννησης. Ελάχιστοι βέβαια ξέρουν τι είναι η ψη (η ψυχή), τι είναι η μπομπάρδα (όπλο που έριχνε βόμβες ή πέτρες), τι είναι το αρκεβούζιο (πυροβόλο όπλο), τι σημαίνει ράσσω (εφορμώ), τι αφιδάρομαι (εμπιστεύομαι), τι σημαίνει ζημιό (αμέσως), τι σημαίνει μαλιά (η μάχη), τι σημαίνει μποθρακός (βάτραχος), τι είναι τα πηλά (η λάσπη), τι η σκριμίδα (ξιφομαχία), τι σημαίνει στοιχίζω (υπηρετώ ως δούλος), τι σημαίνει «πλιά ντάνο» (περισσότερη ζημιά), τι είναι το μαντρέτο και τι το ροβέρσο (διαφορετικά χτυπήματα της ξιφασκίας), κ.ο.κ.
Από τη φύση του ο «Κατζούρμπος» φέρει τα γνωρίσματα του λογιωτατισμού (commedia erudita), όπως είναι οι συνεχείς διασκελισμοί από στίχο σε στίχο και τα ιντερμέδια, δηλαδή τα σύντομα σκετσάκια που παίζονται στα διαλείμματα μεταξύ των πέντε πράξεων, καθώς και το ραφιναρισμένο γλωσσικό υβρίδιο που θεσπίζει, δύσληπτο σε πολλά σημεία του από το σύγχρονο κοινό. Ο κύριος Περλέγκας επιχειρεί μια πιο εκλαϊκευμένη παρουσίαση του «Κατζούρμπου», χωρίς, δυστυχώς, να έχει προβεί σε κάποια καινοτομία ως προς την προσέγγιση του κειμένου.
Με ποιους τρόπους, λοιπόν, το κάνει αυτό;
α. Εφαρμόζει μια σύγχρονη μετάπλαση της Commedia dell’Arte με τους ακροβάτες της ομάδας «κι όμΩς κινείται» της Χριστίνας Σουγιουλτζή: η πρόθεση να δοθεί αναγεννησιακή ατμόσφαιρα με τη συγκεκριμένη σειρά κινησιολογικών επιλογών αποβαίνει άκαρπη, γιατί η παρουσία των ακροβατών επί σκηνής δημιουργεί ένα χάος («ψιλή βροχή» θα έλεγαν οι παλιοί θεατράνθρωποι), χωρίς να προσθέτει κάτι στην προσέγγιση του έργου.
β. Υιοθετεί έναν Κρητικό αφηγητή για να παραγάγει την απαραίτητη αποστασιοποίηση από τα δρώμενα: οι μουσικοί επί σκηνής και ο Δημήτρης Αποστολάκης ως αφηγητής και ανεκδοτολόγος είναι μια προσθήκη εκλαϊκευτικού χαρακτήρα, που όμως αποβαίνει εις βάρος του ρυθμού της παράστασης. Επίσης, επιμηκύνει επικίνδυνα τη συνολική διάρκειά της, με αποτέλεσμα την κούραση του κοινού.
γ. Εισάγει μια «πειραγμένη» εκδοχή της κρητικής μαντινάδας και των αναγεννησιακών madrigali του Μοντεβέρντι. Οι μουσικές επιλογές είναι το θετικότερο γνώρισμα της παράστασης του κύριου Περλέγκα, που φιλοδοξεί να καινοτομήσει πάνω στο κείμενο του «Κατζούρμπου», στην ουσία όμως εκφωνεί το έργο ως έχει, απλώς κάνοντας κάποιες παρεκβάσεις και επιτρέποντας μεγάλη ερμηνευτική ελευθερία στους ηθοποιούς.
(...) θα μπορούσε, όμως, η σκηνοθεσία να υπογραμμίζει με κατάλληλο τρόπο τα πολύ δύσκολα σημεία, ώστε οι τελείως άγνωστες στο κοινό λέξεις να αποσαφηνίζονται εν μέρει.
δ. Δημιουργεί μαζί με τον Άγγελο Μέντη ένα σκηνικό όπου τα βάθρα και το σχηματικό παράθυρο διαδραματίζουν θετικό ρόλο στην εξέλιξη της παράστασης, όμως τα κοστούμια είναι τελείως άτοπα και δεν φέρουν καμιά συγκεκριμένη σήμανση, πέραν του χιουμοριστικού τους χαρακτήρα. Οι ενδυματολογικές επιλογές είναι απόλυτα ακατάλληλες, γιατί δεν φέρουν ούτε στίγμα «εποχής», ούτε κάποιο μεταμοντέρνο στίγμα, απλώς μοιάζουν με τυχαίες επιλογές από υφάσματα και αξεσουάρ που ανεβαίνουν χωρίς λόγο επί σκηνής.
ε. Αφήνει την κατανόηση του κειμένου αποκλειστικά στις πλάτες του κοινού: εκ των πραγμάτων ένα τέτοιο κείμενο (μείγμα ενετικών ιταλικών/λατινικών της Αναγέννησης, κρητικής διαλέκτου και στοιχείων ιδιολέκτου κάποιων κατηγοριών πολιτών της εποχής) δεν μπορεί ούτε να διασκευαστεί ούτε να μεταφραστεί – θα μπορούσε, όμως, η σκηνοθεσία να υπογραμμίζει με κατάλληλο τρόπο τα πολύ δύσκολα σημεία, ώστε οι τελείως άγνωστες στο κοινό λέξεις να αποσαφηνίζονται εν μέρει. Για να μην αναφερθώ στα εκτενέστατα ιταλικά κομμάτια που εκφωνεί ο Δάσκαλος, που θα χρειάζονταν οπωσδήποτε αυτόματη μετάφραση με υπερτίτλους.
Σκηνοθεσία: Γιάννος Περλέγκας
Σκηνικά-Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Κίνηση-συνεργασία στη σκηνοθεσία: Χριστίνα Σουγιουλτζή
Μουσική: Δημήτρης «Χαΐνης» Αποστολάκης, Κλέων Αντωνίου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Παίζουν: Δημήτρης «Χαΐνης» Αποστολάκης, Ανθή Ευστρατιάδου, Κατερίνα Λυπηρίδου, Χρήστος Σαπουντζής, Γιάννος Περλέγκας, Χριστίνα Σουγιουλτζή, Μιχάλης Τιτόπουλος
Χορευτές ακροβάτες: Αναστάσης Καραχανίδης, Αντιγόνη Λινάρδου, Παναγιώτης Σολδάτος. Λία Χαμηλοθώρη, Ευαγγελία Μόσιου
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου και χορού.