
Για την παράσταση «Βαδίζοντας» του Τόμας Μπέρνχαρντ (Thomas Bernhard), σε σκηνοθεσία Αλεξάνδρας Καζάζου, στο Θέατρο Δίπυλον.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Είδα την παράσταση «Βαδίζοντας» του Thomas Bernhard, από την ομάδα Transatlantic Group, σε σκηνοθεσία και άρτια κινησιολογική επιμέλεια της Αλεξάνδρας Καζάζου. Πρόκειται για μιαν αφήγηση σωματικού θεάτρου συνοδευόμενη από ηχοχρώματα και μουσικές που δημιουργούνται επί σκηνής. Ο μουσικός Rafal Habel δηλώνει τα εξής: «Όλα ξεκινούν από τη μελωδία ενός ουκρανικού τραγουδιού. Ένα νήμα που σταδιακά υφαίνεται με νέες προσθήκες: ήχους, ρυθμούς, φωνές, νότες ελληνικών δρόμων και κυρίως, τους ρυθμούς της Ηπείρου. Κι έτσι κάπως, χωρίς βιασύνη, η ομάδα συντονίζεται». Στην παράσταση, που είναι μια άριστη άσκηση πειθαρχίας και συνεργασίας, πρωταγωνιστούν ο Σπύρος Δέτσικας, ο Rafal Habel, η Νάντια Μπαϊμπά, ο Βασίλης Μπούτσικος, ο Βασίλης Τρυφουλτσάνης και ο Σταύρος Ζαφείρης.
Αέναο περπάτημα, παράλογη ζωή
Το Βαδίζοντας (μτφρ. Μαρία Γκεγκοπούλου, εκδ. Κριτική, 2022) του Thomas Bernhard υπερβαίνει τις συμβάσεις της αφήγησης, ενώ η σχέση λόγου και ρυθμού είναι η βάση (η παρτιτούρα, τρόπον τινά) της σύνθεσής του. Με πρότυπό του την αρχαία Περιπατητική Σχολή1, ο κορυφαίος Αυστριακός δραματουργός σαρκάζει την καθημερινή παράνοια της ζωής στην Αυστρία της εποχής του, γράφοντας ένα κείμενο διαχρονικό. Κυνικός και αντίθετος προς κάθε εκλογίκευση/στρογγύλεμα της απαρέσκειας για τη ζωή, ανάγει αυτήν την απαρέσκεια σε αισθητικό αξίωμα. Το περπάτημα γίνεται αλληγορία της ροής της σκέψης, ένα τελετουργικό που συνδέει το σώμα με τον στοχασμό, την κίνηση με τη βαθιά εσωτερική ακινησία.
Ο ίδιος ο Μπέρνχαρντ βάζει τον Όλερ να λέει: «Αλλάζετε τη συνήθειά σας με το να βαδίζετε τώρα όχι μόνο τις Τετάρτες αλλά και τις Δευτέρες μαζί μου, κι αυτό σημαίνει ότι βαδίζετε τώρα μαζί μου εναλλάξ προς τη μια κατεύθυνση (της Τετάρτης) και προς την άλλη (της Δευτέρας), ενώ εγώ αλλάζω τη συνήθειά μου γιατί, ενώ μέχρι τώρα βάδιζα πάντα μαζί σας τις Τετάρτες, τις Δευτέρες όμως με τον Κάρερ, πλέον βαδίζω μαζί σας και τις Τετάρτες και τις Δευτέρες, βαδίζω δηλαδή επιπλέον και τις Δευτέρες μαζί σας, έτσι βαδίζω μαζί σας τις Τετάρτες προς τη μια (την ανατολική) και τις Δευτέρες προς την άλλη (τη δυτική) κατεύθυνση. Εκτός αυτού, αναμφισβήτητα και όπως είναι φυσικό, βαδίζω μαζί σας διαφορετικά απ’ ό,τι με τον Κάρερ, λέει ο Όλερ, επειδή πρόκειται για τον Κάρερ, έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο από εσάς, κι έτσι πρόκειται για το βάδισμα (και άρα τον τρόπο σκέψης) του Κάρερ, ένα τελείως διαφορετικό βάδισμα (και άρα τρόπο σκέψης».
Αυτό το εκτελούν βάσει μιας ακριβούς χορογραφίας, επιτρέποντας στους θεατές τη συμμετοχή με διαρκή απεύθυνση, χαμόγελα, κλεισίματα ματιών και κλήση σε «συνενοχή».
Το κείμενο είναι επαναληπτικό, παλινδρομικό, σε βαθμό εμμονής. Στη συγκεκριμένη μεταδραματική περφόρμανς, κάθε φράση αντιστοιχεί και σε κάποιον ρυθμό βαδίσματος, ολισθήματος, ισορροπίας και απώλειας της ισορροπίας, αγνοώντας ποιος είναι το τάδε ή το δείνα πρόσωπο και ποιος είναι ο άλφα ή ο βήτα χαρακτήρας. Σαν να απορροφώνται όλα τα πρόσωπα σε ένα, ή σαν να αποτελούν τις διαφορετικές εκφάνσεις μιας και μόνης συνείδησης. Έτσι, οι πέντε ηθοποιοί της παράστασης λειτουργούν ως χορικό σύνολο και κινούνται ξεχαρβαλώνοντας τις χορδές της συνηθισμένης ανθρώπινης κινητικής συμπεριφοράς. Αυτό το εκτελούν βάσει μιας ακριβούς χορογραφίας, επιτρέποντας στους θεατές τη συμμετοχή με διαρκή απεύθυνση, χαμόγελα, κλεισίματα ματιών και κλήση σε «συνενοχή».
Η ψυχική κατάρρευση του Κάρερ σε ένα κατάστημα ρούχων
Το βιβλίο περιλαμβάνει τη συνομιλία ενός ανώνυμου αφηγητή και του φίλου του Όλερ καθώς περπατούν: το θέμα της συνομιλίας τους είναι ο φίλος τους Κάρερ, που σταδιακά οδηγείται στην παράνοια. Η πλοκή εκτυλίσσεται στο μαγαζί του Ρουστενσάχερ, ένα μέρος που οι δύο φίλοι επισκέπτονται συχνά στον περίπατό τους.
«Το ραφείο του Ρουστενσάχερ λειτουργεί ως μνημονικό και ψυχικό πεδίο μέσα στο έργο — ένα μαγαζί που δεν υπάρχει πια ενεργά, αλλά παραμένει κεντρικό στις συζητήσεις και στις σκέψεις των δύο φίλων», λέει η σκηνοθέτις.
Ο Σπύρος Δέτσικας, έξοχος πρωταγωνιστής της παράστασης, υποδύεται τον Κάρερ. Ο Κάρερ ζητά από τον ανιψιό του Ρουστενσάχερ, που εργάζεται στο κατάστημα, να κρατήσει τα παντελόνια στο φως, ώστε να διαπιστώσει φθορές και ατέλειες: επιμένει, λοιπόν, ότι τα παντελόνια αυτά είναι φτιαγμένα από φτηνά τσεχοσλοβάκικα ρετάλια. Η αντιδικία με τον πωλητή κορυφώνεται κατά τη δεύτερη επίσκεψη του Κάρερ στο κατάστημα ρούχων, όταν ο Κάρερ έχει πεισμώσει και το ειρωνικό του σχόλιο έχει τελείως υπερβεί τα όρια της λογικής, καθώς, πληροφορούμενος την αυτοκτονία του φίλου του χημικού Χολενστάινερ, έχει καταρρεύσει ψυχικά. «Το ραφείο του Ρουστενσάχερ λειτουργεί ως μνημονικό και ψυχικό πεδίο μέσα στο έργο — ένα μαγαζί που δεν υπάρχει πια ενεργά, αλλά παραμένει κεντρικό στις συζητήσεις και στις σκέψεις των δύο φίλων», λέει η σκηνοθέτις.
Νομίζω πως το νόημα της παράστασης συνοψίζεται στο παρακάτω απόσπασμα από το Βαδίζοντας του Μπέρνχαρντ:
«Ολόκληρη η πορεία της ζωής είναι μια πορεία επιδείνωσης, κατά την οποία διαρκώς -και αυτός ο νόμος είναι ο πιο απάνθρωπος- τα πάντα επιδεινώνονται. Βλέπουμε έναν άνθρωπο, και πρέπει σύντομα να πούμε στον εαυτό μας, τι φρικτός, τι ανυπόφορος άνθρωπος. Βλέπουμε τη φύση, και πρέπει να πούμε, τι φρικτή, τι ανυπόφορη φύση. Βλέπουμε κάτι καλλιτεχνικό, οτιδήποτε καλλιτεχνικό, και πρέπει σύντομα να πούμε, τι ανυπόφορη καλλιτεχνία. Βαδίζουμε, και μετά από λίγο λέμε πάλι, τι ανυπόφορος περίπατος, όπως όταν τρέχουμε λέμε, τι ανυπόφορο τρέξιμο, όπως όταν στεκόμαστε, τι ανυπόφορη στάση, όπως όταν σκεφτόμαστε, τι ανυπόφορη σκέψη. Συναντάμε κάποιον, και μετά από λίγο σκεφτόμαστε, τι ανυπόφορη συνάντηση. Κάνουμε ένα ταξίδι, και μετά από λίγο λέμε στον εαυτό μας, τι ανυπόφορο ταξίδι, τι ανυπόφορος καιρός, λέμε, λέει ο Όλερ, για τον οποιονδήποτε καιρό, όταν σκεφτόμαστε τον οποιονδήποτε καιρό. Κι αν η νόησή μας είναι οξεία, αν η σκέψη μας είναι η πιο ακέραια και η πιο διαυγής, λέει ο Όλερ, πρέπει αμέσως να πούμε για τα πάντα πως είναι ανυπόφορα και φρικτά. Είναι λοιπόν αναμφίβολα τέχνη το να υποφέρεις το ανυπόφορο και ό,τι είναι φρικτό να μην το νιώθεις ως τέτοιο, φρικτό. Φυσικά πρέπει να ορίσουμε αυτή την τέχνη ως τη δυσκολότερη όλων. Η τέχνη του να υπάρχεις ενάντια στα γεγονότα, λέει ο Όλερ, είναι η δυσκολότερη τέχνη. Να υπάρχεις ενάντια στα γεγονότα σημαίνει να υπάρχεις ενάντια στο ανυπόφορο και ενάντια στο φρικτό, λέει ο Όλερ. Όταν δεν υπάρχουμε διαρκώς ενάντια αλλά μόνο διαρκώς σε συμφωνία με τα γεγονότα, λέει ο Όλερ, αφανιζόμαστε στη στιγμή. Γεγονός είναι πως η ύπαρξή μας συνιστά μια ανυπόφορη και φρικτή ύπαρξη, κι αν υπάρχουμε σε συμφωνία με αυτό το γεγονός, λέει ο Όλερ, και όχι ενάντια σε αυτό το γεγονός, αφανιζόμαστε με τον πιο αξιολύπητο και τον πιο πρόστυχο τρόπο, θα έπρεπε λοιπόν να μη μας είναι τίποτα πιο σημαντικό από το να υπάρχουμε διαρκώς, αν και μέσα, ταυτόχρονα όμως και ενάντια στο γεγονός μιας ανυπόφορης και φρικτής ύπαρξης».
Η ομάδα – η σκηνοθέτις – ο δραματουργός
Το Transatlantic Group δημιουργήθηκε την άνοιξη του 2020 από την Αλεξάνδρα Καζάζου και τον Karol Jarek. Η δραστηριότητα της ομάδας είναι καλλιτεχνικού, εκπαιδευτικού, ερευνητικού, και κοινωνικού χαρακτήρα. Η ομάδα ερευνά προς την κατεύθυνση μίας αλληλοσυμπληρωματικής τέχνης όπου η βασική της αρχή είναι η αναγνώριση όλων των καλλιτεχνικών ειδών, μορφών και μέσων, ως αυτόνομους και ισάξιους συνεργάτες. Η δραστηριότητα της Transatlantic έχει τη βάση της στην Αθήνα αλλά στόχος της είναι να δραστηριοποιείται σε πολλά μέρη της Ελλάδας υποστηρίζοντας την καλλιτεχνική αποκέντρωση. Αξίζει να σημειωθεί πως οι ίδιοι καλλιτέχνες είναι επίσης ιδρυτικά μέλη της θεατρικής ομάδας «Teatr Andra», που έχει τη βάση της στην Κωνσταντινούπολη και αποτελείται από Τούρκους, Έλληνες και Πολωνούς καλλιτέχνες, ενώ μετράει, εκτός άλλων δραστηριοτήτων, δύο θεατρικές παραγωγές: το 2021 η Transatlantic παρουσίασε την παράσταση Χορείες Χώρων του Georges Perec και το 2022 παρουσίασε το έργο «Έχει φως η Σκιά», βασισμένο στον Ξένο του Albert Camus.
Η Ελληνοπολωνέζα Αλεξάνδρα Καζάζου γεννήθηκε στο Βρότσλαβ, σπούδασε στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. και εργάζεται ως ηθοποιός στην Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης». Το 2009 κάνει μεταπτυχιακές σπουδές MA in acting υπό την αιγίδα του Manchester Metropolitan University. Είναι μέλος του Studio Matejka στο Ινστιτούτο Γκροτόφσκι, της Ομαδας Jubilo και του Odra Ensemble στο Song of the Goat Theater. Έχει διδαξει αρχαία ελληνική τραγωδία στο Πανεπιστήμιο του Βρότσλαβ. Απο το 2010 είναι στενός συνεργάτης του Ινστιτούτου Γκροτόφσκι. Το έργο της «Χαρμολύπη», παραγωγή του Ινστιτούτου το 2013, περιόδευσε σε πολλές χώρες του κόσμου αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.
Το 2016 ίδρυσε, μαζί με τον Karol Jarek, την Ομάδα Teatr Andra που έχει την βάση της στην Κωνσταντινούπολη και αποτελείται απο Τούρκους, Πολωνούς και Έλληνες καλλιτέχνες.
To 2014-15 σκηνοθετει το «Αναπάντεχο» του Fabrice Melqiuot. Ερμηνεύει την Κασσάνδρα στο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη «Ο Eυαγγελισμός της Κασσάνδρας» σε σκηνοθεσία της Ιώς Βουλγαρακη, παραγωγές και τα δυο του Ινστιτούτου Γκροτόφσκι. Έπαιξε στο έργο του Δ. Δημητριάδη «Insenso», στη «Μήδεια» της Μαριάννας Κάλμπαρη, στο «Yokihi» του Μιχαήλ Μαρμαρινού, στο «Maya buff», ένα ντελίριο του Μαγιακόφσκι σε σκηνοθεσία Γιάννη Μανταφούνη, και επιμελήθηκε το πρότζεκτ «Σώμα σε 64 κινήσεις» της Μαρίας Λάππα. Παραδίδει σεμινάρια σε πολλές χώρες του κόσμου πάνω στο Σωματικό Θέατρο και τις τεχνικές του Studio Matejka. Το 2016 ίδρυσε, μαζί με τον Karol Jarek, την Ομάδα Teatr Andra που έχει την βάση της στην Κωνσταντινούπολη και αποτελείται απο Τούρκους, Πολωνούς και Έλληνες καλλιτέχνες. Η πρώτη παραγωγή της ομάδας ήταν η «Τρωάς» του Δημήτρη Δημητριάδη που παρουσιάστηκε σε πολλές χώρες της Ευρώπης και την περίοδο αυτή σκηνοθετεί την δεύτερη παραγωγή, το «Salto» του Tadeusz Konwicki σε συμπαραγωγή του Ινστιτούτου Γκροτόφσκι.
Για μια πενταετία ήταν ο βασικός φωτογράφος της Πειραματικής σκηνής του Εθνικού Θεάτρου της Αθήνας.
Ο Karol Jarek είναι φωτογράφος και δραματουργός. Γεννήθηκε το 1982 στην Πολωνία. Έχει σπουδάσει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Βρότσουαβ. Ως φωτογράφος έχει συνεργαστεί με το Ινστιτούτο Γκροτόφσκι και με πολλούς ακόμα μεγάλους οργανισμούς στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Για μια πενταετία ήταν ο βασικός φωτογράφος της Πειραματικής σκηνής του Εθνικού Θεάτρου της Αθήνας. Είναι μέλος της ομάδας του Teatr Andra στην Κωνσνταντινούπολη και του Transatlantic Group στην Ελλάδα. Δείγμα της δουλειάς του στο θέατρο είναι οι παραστάσεις «Το μεγάλο κρεβάτι» (2018), «Τυραννόσαυροι Ρεξ» (2017), «Ο Αδαής και ο Παράφρων» (2016), «Νερό της Κολωνίας» (2019).
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Αλεξάνδρα Καζάζου
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Δραματουργία: Karol Jarek
Σχεδιασμός φωτισμού: Karol Jarek
Β. Σκηνοθέτη: Αρετή Πετροπούλου
Κατασκευή σκηνικού: Βασίλης Χατζόπουλος
Σχεδιασμός βίντεο: Γιώργος Γούσης
Ηθοποιοί (αλφαβητικά): Σπύρος Δέτσικας, Rafal Habel, Νάντια Μπαϊμπά, Βασίλης Μπούτσικος, Βασίλης Τρυφουλτσάνης, Σταύρος Ζαφείρης