
Για την παράσταση «Φάουστ» του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe), σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη, στο Εθνικό Θέατρο. © εικόνας: Χρήστος Συμεωνίδης
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Με θλίβει να βλέπω τον Άνθρωπο να πράττει ακριβώς το αντίθετο απ’ την Αρχή που έχει συλλάβει προηγουμένως, κι ενώ ξέρει τι θέλει, να κατασπαταλιέται άθλια στις μικρολεπτομέρειες».
-Γκαίτε
Στον έξοχο «Φάουστ» του Άρη Μπινιάρη το κεντρικό ζήτημα είναι η ψυχή του ανθρώπου, που βαδίζει τη συνοδεία μουσικής από το Καλό στο Κακό και τανάπαλιν. Ο τεράστιος ηθικοπλαστικός μύθος του ανθρώπου που για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του δεν διστάζει να πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο περνά από την τραγωδία Δόκτωρ Φάουστους του Christopher Marlowe (1564-1593) και φτάνει στον Φάουστ του Wolfgang von Goethe (1749-1832)1, που ο Άρης Μπινιάρης τον προσεγγίζει στη μετάφραση του Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου. Αξιοποιώντας τον Γκαίτε, τον Μάρλοου, τη Ζυστίν του Μαρκήσιου Ντε Σαντ, τον Φρόιντ και τον Γιουνγκ2, το Μαιτρ και Μαργαρίτα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και τον Ερωτισμό του Μπατάιγ, ο Μπινιάρης διαγράφει ψυχαναλυτικά την πορεία από τον ερμητικά κλειστό κόσμο ενός αναλυόμενου προς ένα σύμπαν «εν κόσμω» ολοκλήρωσης του δίπολου Φάουστ/Μεφιστοφελή.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Γιουνγκ, ο όφις είναι το διττό αρχέτυπο της γνώσης και της θανάσιμης απειλής, και στην ιστορία του Φάουστ ο Μεφιστοφελής δεν είναι παρά μια μετωνυμία του όφεως της Παλαιάς Διαθήκης ο οποίος οδήγησε την Εύα στον καρπό της γνώσης και ταυτόχρονα στην εκδίωξη των πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο της άγνοιας. Πρόκειται για το γιουνγκιανό ζεύγος του Εαυτού με τη Σκιά του, στις ατραπούς της ενδοσκόπησης και στην κατάκτηση της αυτογνωσίας3. Η Κόλαση, το Καθαρτήριο και ο Παράδεισος συνυπάρχουν στην ψυχή του Φάουστ: αφού παλινδρομήσει ανάμεσα στην κατάφαση και την άρνηση (ως στάδια δεδομένα στην ψυχαναλυτική διαδικασία), ο ήρωας του Μπινιάρη θα σταθεί στο Τραύμα και εκεί, μετά από μια σειραϊκή παράθεση περιπετειών, θα γίνει η συνάντησή του με τον «σημαντικό Άλλον».
Όπως γράφει χαρακτηριστικά η δραματουργός Έρι Κύργια στο πρόγραμμα της παράστασης, «ο μεν Φάουστ σώζεται από τη νεκρή, άψυχη ύπαρξή του και μεταμορφώνεται σε άνθρωπο με πάθος και ζωτικότητα, ο δε Μεφιστοφελής σώζεται από την ανήθικη ύπαρξή του και ανακαλύπτει την ικανότητά του να αγαπάει. Η αγάπη είναι η μοναδική λέξη στην παράδοση της Δύσης που μπορεί να περιγράψει επαρκώς τη σύνθεση του εγώ και της σκιάς. Ο Φάουστ αποδεικνύει κατά τον πλέον ισχυρό τρόπο ότι η λύτρωση του εγώ είναι δυνατή μόνο όταν συνοδεύεται από τη λύτρωση της σκιάς, αφού ούτε το εγώ ούτε η σκιά μπορούν να λυτρωθούν αν το δίδυμό τους δεν υποστεί μεταμόρφωση. Τελικά, η σκιά, καθώς ανυψώνεται στη συνείδηση, γίνεται πιο μαλακή, πιο εύπλαστη, πιο ήπια. Ο Φάουστ ολοκληρώνεται ως προσωπικότητα με την ενσωμάτωση της σκιάς του, γίνεται ολόκληρος μέσα από την αναμέτρησή του με τον Μεφιστοφελή. Το ίδιο, όμως, ισχύει και αντίστροφα. Είναι η μεταξύ τους τριβή που επαναφέρει αμφότερους στην αρχική ολότητα».
Οι κεντρικοί χαρακτήρες
Ο Φάουστ του Μπινιάρη υποφέρει από τη σκέψη: όπως λέει ο Σιοράν, «εκείνο που καθορίζει τη Σκέψη είναι η πολυπραγμοσύνη: σκεφτόμαστε από κλίση προς τη σκέψη, επιθυμούμε από κλίση προς την επιθυμία. Και στις δύο περιπτώσεις, ένας πυρετός εν μέσω φαντασιώσεων, μια υπερκόπωση στο εσωτερικό της μη γνώσης»4. Ο Φάουστ βαδίζει από το «φως της Θείας Χάριτος» ως το «φως της Φύσης»5, που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, απενοχοποιημένες και αιρετικές έναντι σε κάθε εξωτερικό (πολιτικό, ηθικό, θρησκευτικό) καταναγκασμό.
Ο Μιχάλης Βαλάσογλου προβαίνει σε μιαν ιδιότυπη, σωματική ερμηνεία του Φάουστ, με ιδιαίτερα συγκινητικές εξάρσεις.
Ο Μιχάλης Βαλάσογλου προβαίνει σε μιαν ιδιότυπη, σωματική ερμηνεία του Φάουστ, με ιδιαίτερα συγκινητικές εξάρσεις. Ξαπλωμένος στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι, συσπάται και συγκλονίζεται από τα υπαρξιακά αδιέξοδα του ήρωα του Γκαίτε, αμφίθυμος απέναντι στα ίδια του τα συναισθήματα. Η πρώτη συμφωνία που θα κάνει με τον Μεφιστοφελή θα «διώξει» το δωμάτιο προς το πίσω μέρος της σκηνής, ώστε ν’ αποκαλυφθεί ο ζωτικός χώρος της ενδοσκόπησής του. Και καθώς η persona του Φάουστ είναι ταυτισμένη με την επιστημονική διεισδυτικότητα, ακόμη και τον άναρχο, αυθάδικο χαρακτήρα ενός αλχημιστή, μάγου ή νεκρομάντη, η προδιάθεση είναι τιμωρητική ως έναν βαθμό: συνδέεται άρρηκτα με τη χριστιανική εκδοχή του «αμαρτήματος», εφόσον, όπως λέει ο Ζωρζ Μπατάιγ στον Ερωτισμό, «κατά τη στιγμή της παράβασης νιώθουμε την αγωνία άνευ της οποίας απαγόρευση δεν θα υπήρχε· αυτή είναι η εμπειρία του αμαρτήματος. […] Πρόκειται για τη θρησκευτική ευαισθησία που συνδέει πάντα στενά την επιθυμία με τη φρίκη, την έντονη απόλαυση με την αγωνία».
Ο Μεφιστοφελής δεν εξαπατά τον Φάουστ, αντιθέτως, τον ελευθερώνει από κάτι που υπήρχε ήδη μέσα του.
Ο Άρης Νινίκας ενσαρκώνει θαυμάσια τον δαιμόνιο Ψυχαναλυτή/Μεφιστοφελή, αποδίδοντας χορευτικά την εωσφορική διάσταση του ανθρώπινου ψυχισμού. Ο Μεφιστοφελής δεν εξαπατά τον Φάουστ, αντιθέτως, τον ελευθερώνει από κάτι που υπήρχε ήδη μέσα του. Δεν επιθυμεί να πάρει την ψυχή του αλλά την αποκαλύπτει, όπως αποκαλύπτει τις υποκριτικές προσποιήσεις και φανερώνει τις αισθησιακές ρίζες όσων οι «ευσεβείς» θεωρούν υψηλά και ανώτερα αγαθά. Απογυμνώνει τις αυταπάτες, αναγκάζοντας τον Φάουστ να αναμετρηθεί με δυσάρεστες αλήθειες και με ό,τι «ρυπαρό» υπάρχει μέσα του. Στον ιδεαλισμό του Φάουστ αντιπροτείνει τη βουτιά στα άδυτα της ψυχής και το άγγιγμα όλων των απαγορευμένων ορίων (να είναι, αυτή, μια έμμεση τοποθέτηση για τον ρόλο της Ψυχανάλυσης καθεαυτήν;). Οι απωθημένες πλευρές του ανθρώπινου ψυχισμού αναδύονται μέσω του πρωτόγονου μηχανισμού της σχάσης (splitting) ως ασυνείδητες, επιθετικές προβολές εναντίον του ξένου, του διαφορετικού, του αλλότριου: ένα άλλο, δηλαδή, μεσαιωνικό κυνήγι μαγισσών από την Ιερά Εξέταση. Η Ιωάννα Μαυρέα γεμίζει τη σκηνή, πληθωρική και επιβλητική μέσα στο καταπράσινο κακόγουστο κοστούμι της Μάγισσας, ενώ η Κωνσταντία Τάκαλου δημιουργεί έναν αυτόνομο χαρακτήρα Κορυφαίου Φόβου, εξωφρενικό και ξεκαρδιστικό ταυτόχρονα.
Η Νάντια Κατσούρα θα υποδυθεί μια Μαργαρίτα αισθησιακή, χολιγουντιανή, αποφασισμένη να διεκδικήσει τον Φάουστ σε μιαν εκρηκτική, σεξουαλική κυρίως συνένωση που τεχνοτροπικά απηχεί το κίνημα της «Θύελλας και Ορμής» και που αποβλέπει στην υπαρξιακή ολοκλήρωση/τελείωση: «Η επιδίωξη του έρωτα να συνενώνει το οργανικό σε ολοένα μεγαλύτερες ενότητες προσφέρει ένα υποκατάστατο για τη μη αναγνωρισμένη “ενόρμηση της τελείωσης”», γράφει ο Φρόιντ6. Η ένωση του Φάουστ με τη Μαργαρίτα (που κατονομάζεται, ευφυώς, στο λυρικό και πολύ ανθρώπινο τέλος της παράστασης) δεν είναι παρά ένα εκ νέου κατρακύλισμα στο χάος του συναισθήματος, αποδομημένου ως ανατομικής λεπτομέρειας (εντόσθια στο ομοίωμα ανθρώπου, σ’ αυτήν τη μακάβρια κούκλα ανατομίας που λειτουργεί ως χορευτικός παρτεναίρ ή ως alter egο).
Σωματικότητα, όρχηση, μέλος, σκηνικά και κοστούμια
Αυτό το επικό γερμανικό έργο είναι, μεταξύ άλλων, ένα ειρωνικό σχόλιο για τις διάφορες εκφάνσεις της πολιτιστικής κληρονομιάς του δυτικού ανθρώπου. Η τεχνοτροπία του Άρη Μπινιάρη συναντά το κείμενο του Θεοδωρακόπουλου:
Και μένα με κυριεύει μια από καιρό ξεμαθημένη λαχτάρα,
Προς εκείνο το ήρεμο και σεμνό βασίλειο των πνευμάτων,
Σαλεύει τώρα με αόριστους φθόγγους
Το ψιθυριστό μου τραγούδι, όμοιο με του Αιόλου την άρπα,
Ένα ρίγος με κυριεύει, δάκρυ ακολουθεί τα δάκρυα,
Η σκληρή καρδιά αισθάνεται πράα και μαλακή
Ό,τι κατέχω το βλέπω κάπως μακριά,
Και ό,τι χάθηκε μου γίνεται πραγματικότης7.
Τα διαφορετικά «τοπία» που φιλοτέχνησε ο Πάρις Μέξης πλαισιώνουν τις διαφορετικές φάσεις αυτής της περιπλάνησης/ενδοσκόπησης. Ταμπλό με ανατομικές αποδόσεις του ανθρώπινου σώματος στην πρώτη «κατάβαση» του ήρωα ακολουθούνται από οργιαστική βλάστηση στη σκηνή του βαλπούργιου, βακχικού οργίου και αυτή ακολουθείται από ουράνιο τοπίο με σύννεφα στη διάνοιξη του ουράνιου έρωτα: ασυνείδητες επιθυμίες, καταπιεσμένα ένστικτα, φόβοι και ενοχές θα παρελάσουν σε εξώφθαλμες σκηνικές συνθέσεις. Θεωρώ πως αυτά τα εικαστικά δεδομένα και τα συγκεκριμένα κοστούμια είναι σκοπίμως υπεραπλουστευμένα και «χάρτινα», ούτως ώστε να αποδώσουν το στοιχείο της σάτιρας που θέλει να αναδείξει ο Μπινιάρης. Η σκηνογραφική/ενδυματολογική προσέγγιση του Μέξη δεν είναι αφαιρετική, όπως θα ταίριαζε σε ένα μυστικιστικό εγχείρημα. Αντιθέτως, η παράσταση είναι άκρως θεαματική, τα σκηνικά είναι γραφιστικές αποδόσεις παραστάσεων που είναι κοινές τοις πάσι, «λαϊκές» θα έλεγε κανείς, που στόχο έχουν την ευφορική συμμετοχή του θεατή. Ο Μπινιάρης υποστηρίζει τη σατιρική προσέγγισή του παραπέμποντας στο επαναστατικό δοκίμιο του Wilhelm Böhm «Ο Φάουστ του Γκαίτε σε νέα ερμηνεία» (Κολωνία, 1949), όπου ο «Φάουστ» προσεγγίζεται ως απόλυτη σάτιρα. Εκτός του σατιρικού στοιχείου, ο Μπινιάρης υπογραμμίζει και το σατυρικό κλίμα (αυτό των διονυσιακών οργίων) μέσω της μουσικής σύνθεσης του Τζεφ Βάγγερ, των εξαιρετικών, άρτια εκτελεσμένων χορευτικών συνθέσεων της Φαίδρας Νταϊόγλου και των δεξιοτεχνικών φωτισμών της Στέλλας Κάλτσου.
Ο Φόβος, η Σκιά, η Ενοχή, η Μετάνοια, η Αγάπη
Η σύνδεση του Φάουστ με τον Εωσφόρο εμπεριέχει ένα φαρσικό στοιχείο που ο Μπινιάρης το αξιοποιεί δεόντως. Η διασάλευση της ισορροπίας του ήρωα συνοδεύεται από τον ύμνο στη νύχτα, σε μια σουρεαλιστική χορευτική σύνθεση γεμάτη παρουσίες (που αναδύονται από το υποσυνείδητο): η Ηλέκτρα Καρτάνου και η Μαρία Μαντά με κλασική μάσκα πιθήκου παραπέμπουν στο σαρκικό κομμάτι των ανθρώπινων πόθων, ενώ στο διονυσιακό κλίμα των βαλπούργιων οργίων προστίθενται η Αλεξάνδρα Χασάνι, ο Βασίλης Παπαδόπουλος, η Λένα Μποζάκη, ο Στέφανος Πίπας και η Μαριάννα Μαθιά ως Σκιά του Φάουστ. Τρεις από τις ερμηνεύτριες συνθέτουν και τη χορεία του Φόβου.
Στα dramatis personae του κλασικού πρωτοτύπου, εκτός από το τρίο Φάουστ/Μεφιστοφελής/Μαργαρίτα, εμφανίζονται μυθικά πρόσωπα
Στα dramatis personae του κλασικού πρωτοτύπου, εκτός από το τρίο Φάουστ/Μεφιστοφελής/Μαργαρίτα, εμφανίζονται μυθικά πρόσωπα (Σειρήνες, Οδυσσέας, Εκάτη, Σειληνός, Αχιλλέας, Πρωτέας, Σελήνη, Βάκχος, Ήβη, Κύκλωπας, Aurora, Λερναία Ύδρα, Ερμαφρόδιτος, Δίας, Μούσα, Σάτυρος, Μοίρες, Ποσειδώνας, Τρίτωνας, Ήφαιστος, Περσεφόνη, Άρης, Άτλας, Κίρκη, Γαλάτεια, Γαία, Άδη, Άρπυια, Ήλιος, Διόσκουροι, Τρεις Χάριτες, Καρυάτιδα, Ιππόκαμπος, Λήθη). Την ατελείωτη χορεία αυτών των πλασμάτων του Γκαίτε ο Μπινιάρης τη συνοψίζει σε μια αρχετυπική εκδοχή τους, που γίνεται αφορμή για μια καινούργια σκηνική σύνθεση. Οι μάγισσες και τα τέρατα συνθέτουν έναν χορό επαναληπτικό, που πλέκει ασφυκτικό γαϊτανάκι γύρω από το σταθερό ζευγάρι Φάουστ-Μεφιστοφελή. Η κωμική έκφανση του Θεού σε κοστούμι Roi Soleil υλοποιείται σκηνικά από τον Μπάμπη Γαλιατσάτο. Ο Μάριος Κρητικόπουλος και ο Βασίλης Παπαδόπουλος εξαιρετικοί στον διπλό χορευτικό ρόλο του Ιεροεξεταστή/Σκιάς του Φάουστ. Το «έκπτωτο πνεύμα» του ήρωα ενσαρκώνουν, επίσης χορευτικά, η Ειρήνη Τσέλλου και ο Γιουλμάζ Χουσμέν.
Η Σκιά εκπροσωπεί τις απωθημένες, ανεπίτρεπτες πλευρές του εαυτού, τις αποκλεισμένες ως απειλητικές από το συνειδητό και τις σχετιζόμενες με τη ζωώδη σωματική ενέργεια, την αφιλτράριστη σεξουαλική επιθυμία και απόλαυση, την επιθετικότητα και όλα εκείνα τα ένστικτα που αποσιωπώνται για χάρη της κοινωνικής συνύπαρξης, που καταδικάζονται και τιμωρούνται από την ιουδαιοχριστιανική θρησκευτική παράδοση ως το ενοχοποιημένο σώμα (σε σχέση πάντα με την εξιδανικευμένη Ψυχή), που λέγεται ότι οδηγεί στην αμαρτία και τη διαστροφή8. Η Σκιά αναφέρεται στα «κατώτερα χαρακτηριστικά του χαρακτήρα και σε άλλες ασύμβατες τάσεις», όπως λέει ο Γιουνγκ. «Οι πτυχές της δεν είναι μόνο αρνητικές, μπορεί κάλλιστα να είναι θετικές, αλλά πάντως δεν είναι αποδεκτές από τη συνειδητή εικόνα του εαυτού μας».
Άρρηκτα συνδεδεμένος με τον σκοτεινό Εαυτό του της Επιθυμίας, αδιαφοροποίητος, υπανάπτυκτος, ιδιοσυγκρασιακός, διαρκώς πάσχων κι εν τέλει λυτρωμένος μέσω της Αγάπης, ο «Φάουστ» του Άρη Μπινιάρη εντάσσεται επάξια στο διεθνές δραματολόγιο των σημαντικών μετεξελίξεων του κλασικού πρωτοτύπου του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου.
Δυο λόγια για τον Γκαίτε
O Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε γεννήθηκε στη Φραγκφούρτη στις 28 Αυγούστου 1749. Το 1765 πηγαίνει για να σπουδάσει νομικά στη Λειψία, αλλά δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και συναναστρέφεται καλλιτέχνες. Τα έτη 1770-71 πηγαίνει στο Στρασβούργο, για να ολοκληρώσει τις νομικές του σπουδές. Εκεί αρχίζει να γράφει, κυρίως λυρικά ποιήματα, και πρωτογνωρίζει τον έρωτα. Κατά τη διετία 1786-87 ταξιδεύει στην Ιταλία. Τις εντυπώσεις του τις περιγράφει στο βιβλίο Ταξίδι στην Ιταλία. Δουλεύει όμως και το πρώτο μέρος του Φάουστ. Επιστρέφει στη Βαϊμάρη στις 18 Ιουνίου 1788. Γνωρίζεται με την εικοσιτριάχρονη Κριστιάνε Βούλπιους και την παίρνει στο σπίτι του. Αργότερα, το 1806, θα την παντρευτεί. Το 1789 γεννιέται ο γιος του Αύγουστος, ο μόνος που επέζησε από τους γιους που του χάρισε η Κριστιάνε. Στο μεταξύ κάνει γνωριμίες, μελετά, γράφει, μεταξύ άλλων και το αριστούργημα Τα χρόνια μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ. Το κείμενο απασχόλησε μεγάλο μέρος της ζωής του Γκαίτε και της συγγραφικής του πορείας, (περίπου 60 χρόνια) ενσωματώνοντας επιρροές από ποικίλα ρεύματα της λογοτεχνικής εξέλιξης, από τον Διαφωτισμό, ως το «Sturm und Drang» («Θύελλα και Ορμή», αντίδραση στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού) και τον Κλασικισμό. Το δεύτερο μέρος του Φάουστ άρχισε να το επεξεργάζεται το 1825, είκοσι χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου μέρους (1805), και αποτελείται από πέντε μέρη, ένα έργο 12.111 στίχων: εδώ ο ήρωας μεταφέρεται στην Ελλάδα, η οποία κατοικείται από μυθικά πλάσματα με τα οποία και συνδιαλέγεται, μπαίνοντας έτσι και ο ίδιος στο πάνθεον των μυθικών ηρώων της αρχαιότητας. Το 1809 ο Γκαίτε εκδίδει ένα από τα πιο ονομαστά μυθιστορήματά του, τις Εκλεκτικές συγγένειες. Το 1816 πεθαίνει η γυναίκα του και το 1830 ο γιος του Αύγουστος, που βρίσκεται στη Ρώμη. Ο Γκαίτε ζει πλέον πασίγνωστος και αναγνωρισμένος στη Βαϊμάρη μέχρι τον θάνατό του, στις 22 Μαρτίου 1832.
2 Στην ψυχαναλυτική θεωρία, φιγούρες όπως ο Μεφιστοφελής είναι εκφάνσεις του φροϋδικού Es («Αυτό»: εκεί που βρισκόταν Αυτό, τώρα βρίσκομαι Εγώ) δηλαδή της χαοτικής, ηδονιστικής ορμής, ή, αλλιώς, της «Σκιάς» του Γιουνγκ.
3Εισαγωγή στο πρόγραμμα της παράστασης του Άρη Μπινιάρη από τον Δρ. Δρ Ηλία Ι. Βλάχο, Ψυχίατρο-ψυχοθεραπευτή, γραμματέα Κλάδου Τέχνης και Ψυχιατρικής (Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία).
4 Ε. Μ. Σιοράν, Ο κακός δημιουργός, μτφρ. Θανάσης Χατζόπουλος, Αθήνα, Εκδόσεις Εξάντας-Νήματα, 1994 / 2η έκδ. 2001
5 Johann Wolfgang von Goethe, Faust. Goethes Faustdichtungen, Goldmann Klassiker mit Erläuterungen, Βερολίνο 1978.
6 Sigmund Freud, Jenseits des Lustprinzips, Λειψία / Βιέννη / Ζυρίχη, Internationaler Psychoanalytiker Verlag, 3η αναθεωρ. έκδ., 1923.
7 Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου Ο Φάουστ του Γκαίτε (μετάφραση με αισθητική και φιλοσοφική ερμηνεία), 5η έκδ., Αθήνα, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2008.
8 Και πάλι, στο κείμενο του Δρος Ηλία Βλάχου.
Συντελεστές
Μετάφραση Ιωάννης Ν. Θεοδωρακόπουλος
Διασκευή – Σκηνοθεσία Άρης Μπινιάρης
Σύμβουλος δραματουργίας Νεφέλη Παπαναστασοπούλου
Σκηνικά, κοστούμια, μάσκες Πάρις Μέξης
Μουσική, ηχητικός σχεδιασμός Τζεφ Βάγγερ
Χορογραφία Φαίδρα Νταϊόγλου
Φωτισμοί Στέλλα Κάλτσου
Φωνητικές συνθέσεις Μαρίσσα Μπίλη
Δραματολόγος παράστασης Έρι Κύργια
Βοηθός σκηνοθέτη Gelly Pedefu
Βοηθοί σκηνογράφου-ενδυματολόγου Μαριάνθη Ράδου, Δέσποινα-Μαρία Ζαχαρίου
Βοηθός φωτίστριας Ιφιγένεια Γιαννιού
Σχεδιασμός κομμώσεων Κωνσταντίνος Κολιούσης
Σχεδιασμός μακιγιάζ Olga Faleichyk
Υπεύθυνη παραγωγής προγράμματος Έφη Πανουργιά
Υπεύθυνη σκηνής Έφη Χριστοδουλοπούλου
Φάουστ Μιχάλης Βαλάσογλου
Κορυφαία ενοχή / Θεός Μπάμπης Γαλιατσάτος
Φόβος / Πίθηκος / Σκιά του Φάουστ Ηλέκτρα Καρτάνου
Μαργαρίτα Νάντια Κατσούρα
Έκπτωτος εαυτός / Ιεροεξεταστής /Σκιά του Φάουστ Μάριος Κρητικόπουλος
Ενοχή / Φόβος / Σκιά του Φάουστ Μαριάννα Μαθιά
Φόβος / Πίθηκος / Σκιά του Φάουστ Μαρία Μαντά
Μάγισσα Ιωάννα Μαυρέα
Ενοχή / Φόβος / Σκιά του Φάουστ Λένα Μποζάκη
Εωσφόρος Άρης Νινίκας
Μετανοημένος εαυτός /
Ιεροεξεταστής / Σκιά του Φάουστ Βασίλης Παπαδόπουλος
Κορυφαία ενοχή / Ιεροεξεταστής /Σκιά του Φάουστ Στέφανος Πίττας
Κορυφαίος φόβος Κωνσταντίνα Τάκαλου
Έκπτωτο πνεύμα β΄ Ειρήνη Τσέλλου
Ενοχή / Φόβος / Σκιά του Φάουστ Αλεξάνδρα Χασάνι
Έκπτωτο πνεύμα α΄ Γιλμάζ Χουσμέν