Για το βιβλίο του George Steiner Περί λόγου, τέχνης και ζωής (μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος, εκδ. Πατάκη).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Συγκεντρωμένα στο Περί λόγου, τέχνης και ζωής είναι κάποια από τα κείμενα του Στάινερ για το New Yorker, κι ομολογώ ότι θα μπορούσα να συνεχίσω να διαβάζω με την ίδια βαθιά απόλαυση, πέρα από τούτες τις ανθολογημένες σελίδες, κι όλες τις υπόλοιπες (περίπου ισάριθμες με τις εδώ) που απαριθμούνται στο τέλος της έκδοσης: για τον Χέμινγουεϊ, τον Βίκο, τον Φόρστερ, τον Μαλρό, τον Γκόμπριχ, τον Κόνραντ…
Η ευρυμάθεια του Στάινερ γεννά δέος, η γραφή του είναι συναρπαστική, οι διόλου προφανείς συνειρμοί του κινητοποιούν τη σκέψη, το πάθος του είναι αναμφίβολο.
Η ευρυμάθεια του Στάινερ γεννά δέος (η έκφραση «πολιτιστική παμφαγία» που χρησιμοποιεί για τον Γκάυ Ντάβενπορτ και τον Έζρα Πάουντ, ισχύει καταρχάς για τον ίδιο), η γραφή του είναι συναρπαστική (χάρη και στη μεταφορά της στα ελληνικά από το Γιώργο Λαμπράκο, που μεταφράζει με βήμα σταθερό και σίγουρο), οι διόλου προφανείς συνειρμοί του κινητοποιούν τη σκέψη, το πάθος του είναι αναμφίβολο – τόσο, που κάποιες φορές τον παρασέρνει ως έναν προφητικό διδακτισμό, όπως όταν γράφει για παράδειγμα στο κείμενό του για τον Άντονι Μπλαντ, τον διαπρεπή Βρετανό ιστορικό τέχνης, καταλογογράφο των βασιλικών καλλιτεχνικών συλλογών και κατάσκοπο των Σοβιετικών: «Αμφιβάλλω για το αν το ανθρώπινο ζώο θα κατορθώσει να επιβιώσει αν δε μάθει να ζει δίχως σύνορα και διαβατήρια, αν δεν αντιληφθεί ότι ο καθένας από μας είναι επισκέπτης του άλλου, όπως είμαστε και επισκέπτες σε αυτό τον πληγωμένο και δηλητηριασμένο πλανήτη. Η πατρίδα είναι το κοινό μικρό κομμάτι χώρου –μπορεί να είναι το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου ή το παγκάκι του κοντινότερου πάρκου– στο οποίο η σκαιή επιτήρηση και λεηλασία των νεωτερικών γραφειοκρατικών καθεστώτων, σε Ανατολή και Δύση, εξακολουθεί να επιτρέπει σε κάποιον να δουλεύει. Τα δέντρα έχουν ρίζες· οι άνθρωποι έχουν πόδια με τα οποία φεύγουν αφότου πούνε, συνειδητά, όχι».
Ή, αλλού, στο κείμενό του για το 1984: «Τίποτε στις μέρες μας όσον αφορά τα εθνικά ή τα διεθνή ζητήματα δε διαψεύδει αυτή την πρόταση. Για εκατοντάδες εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες όπου γης, η τόσο διάσημη κορύφωση του οράματος του Όργουελ, “Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου – για πάντα”, δεν είναι μια προφητεία, αλλά μια κοινότοπη εικόνα του παρόντος».
Σε τούτα δω τα κείμενα παρελαύνει αποσπασματικά ο σκοτεινός 20ος αι., πρωτίστως ο εβραϊκός.
Οι «σκοτεινές» φιγούρες στον κόσμο της τέχνης, σαν τον Μπλαντ, μοιάζει να γοητεύουν βαθιά τον Στάινερ (στο βιβλίο του Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι, η υπόρρητη απάντηση που εντέλει δίνει ο ίδιος είναι: Ντοστογιέφσκι), και σε τούτα δω τα κείμενα παρελαύνει αποσπασματικά ο σκοτεινός 20ος αι., πρωτίστως ο εβραϊκός: ο Βιεννέζος Καρλ Κράους, ο Κάφκα, η τραγική Σιμόν Βέιλ, ο «πανούργος στην επιβίωση» Μπρεχτ, ο Μπένγιαμιν, ο Κανέττι, ο Καίσλερ…
Τα κείμενά του, εδώ, για τον Σολζενίτσιν, τον Μπέρνχαρντ ή τον Όργουελ, για παράδειγμα, μοιάζει να πηγάζουν από τούτη την ψυχική εγγύτητα του μελετητή Στάινερ με το σκοτάδι των μελετημάτων του, και ένα (μάλιστα κάπως πιο φωτεινό στον τόνο του, ως ένα σημείο) είναι για τον Φιλίπ Αριές, τον άνθρωπο που κατεξοχήν καταγίνηκε με το θάνατο στο μνημειώδες Ο άνθρωπος ενώπιον του θανάτου.
Ο Στάινερ στέκει με συγχωρητικό θαυμασμό απέναντι σε μαύρες ιερές αγελάδες της διανόησης: τον Σελίν, τον Πάουντ, ως και τον Άλμπερτ Σπέερ, τον αρχιτέκτονα του Χίτλερ (ας μη λησμονούμε, ωστόσο, ότι οι ιερές αγελάδες κάποτε βοσκάνε σ’ αγρούς λιπασμένους με εκατόμβες). Μα, τούτη η έλξη που ασκεί στον Στάινερ το σκοτάδι της ευφυΐας –ή κι ο ανορθολογισμός ακόμα, ως αναλγητικό αντίβαρο στην «εγκυκλοπαιδική» οξύνοιά του–, έχει ένα όριο. Το όριό της είναι η μισανθρωπική πρόζα και «πόζα» του Σιοράν, που τον αγαναχτεί.
Ο κόσμος του δεν παύει εντέλει να είναι ο κόσμος των ιδεών και των λέξεων, που ενέχουν θέση ζωής.
Και αν, σε κάποια σημεία εδώ κι εκεί, δεν αποφεύγει τον ακαδημαϊκό ελιτισμό που διαχωρίζει τον άνθρωπο της διανόησης από τους πολλούς («Στα Άσματα του Πάουντ και στα μεταφυσικά και ανθρωπολογικά γραπτά του Χάιντεγκερ βρίσκουμε αναδιατυπωμένα τα κλασικά και κομφουκιανά ιδεώδη της αστικής ομορφιάς, της ανθρωπιάς σε ό,τι μας έχει απομείνει από τον μολυσμένο πλανήτη μας», γράφει στο κείμενό του για τον Ντάβενπορτ), από την άλλη πλευρά δεν τρέφει ψευδαισθήσεις για τον ακαδημαϊκό κόσμο («Ποιητές όπως ο Πόουπ και ο Μπράουνινγκ οσμίστηκαν το σαδισμό στο πανεπιστήμιο», λέει κάπου στο κείμενό του για τον Μπλαντ, και, σ’ αυτό για τη Βέιλ: «Με τρόπους που η ίδια θα αποδοκίμαζε (αν και αμφίσημα), οι ευτραφείς άνθρωποι του σχολιασμού και του λιβανίσματος ευωχούνται από αυτό τον πλέον ισχνό και αυτοεξαλειμμένο βίο»). Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, ο κόσμος του δεν παύει εντέλει να είναι ο κόσμος των ιδεών και των λέξεων, που ενέχουν θέση ζωής – φαίνεται τούτο στο εμβριθές δοκίμιό του για τον Μπόρχες («Τίγρεις στον καθρέφτη»)· και, στο κείμενό του για τον Τζέιμς Μάρρεϋ, τον «παντογνώστη» συντάκτη του Oxford English Dictionary, γράφει ο Στάινερ: «Το Oxford English Dictionary φέρει μες στα σκούρα μπλε σκληρά του εξώφυλλα τις βιβλιοθήκες του γεγονότος και της αίσθησης. Βυθιστείτε σε αυτό οπουδήποτε και η ίδια η ζωή θα σας πλημμυρίσει».
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Την αηδιαστική ώρα πριν φέξει, όταν περιμένει [ο κατάσκοπος] το χτύπημα του βασανιστή στην πόρτα, δε μένει πιστός στα έθνη-κράτη ή στις κυβερνήσεις που τον αγόρασαν και τον πούλησαν· μένει πιστός στο επάγγελμά του, στον ιστό της αράχνης που αδιάκοπα σκίζεται και αδιάκοπα επιδιορθώνεται, και ο οποίος πλέκει σε μια κοινή οικειότητα δυσπιστίας και καχυποψίας όλους τους πράκτορες, όλους τους ανθρώπους με τη μικροσκοπική φωτογραφική μηχανή σε αφώτιστα ερμάρια αρχειοθέτησης, όλους τους καλλιγράφους με το αόρατο μελάνι, όποια κι αν είναι η σημαία υπό την οποία προσφέρουν το εμπόρευμά τους. Κανένας κατάσκοπος δε θέλει να μπει μέσα από το κρύο, να γίνει αποδεκτός. Μοναδικό του σπίτι είναι η τούνδρα της μοιρασμένης δεξιοτεχνίας του. Μοναδική του αδελφοσύνη είναι η επαγγελματική υπόληψη, όπως μεταξύ κυνηγού και κυνηγημένου.
Περί λόγου, τέχνης και ζωής
Κείμενα στο New Yorker
George Steiner
Μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος
Εκδ. Πατάκη 2016
Σελ. 512, τιμή εκδότη €19,70