
Για την παράσταση «Βερενίκη» του Ρακίνα, σε σκηνοθεσία Ρομέο Καστελούτσι (Romeo Castellucci), με την Ιζαμπέλ Ιπέρ. Στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Vous êtes Empereur, Seigneur, et vous pleurez». (Είστε Αυτοκράτορας, Κύριέ μου, και παρ’όλα αυτά κλαίτε) - Racine, Bérénice
Ο Ρομέο Καστελούτσι, μετά το «Bros», φέρνει στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση τον ακρογωνιαίο λίθο του γαλλικού Κλασικισμού στο θέατρο, τη «Βερενίκη» του Ζαν Ρασίν (1670), με ηγερία την Ιζαμπέλ Ιπέρ: η μεγάλη Γαλλίδα ηθοποιός ενσαρκώνει μια συντετριμμένη από την ερωτική απώλεια γυναίκα, μπροστά σε δεκατέσσερις βωβούς άντρες. Εκτός από τους δύο ηθοποιούς που περιοδεύουν μαζί της, τον Τσείχ Κεμπέ και τον Τζιοβάνι Αρμάντο Ρομάνο, δώδεκα ακόμη άνδρες επιλέγονται σε κάθε χώρα μετά από ανοιχτή ακρόαση.
Στην Ελλάδα το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών του 1960, στο Ηρώδειο, στα Γαλλικά, σε σκηνοθεσία Αντρέ Μπαρσάκ, απ’ τον θίασο της Μαρί Μπελ. Η έμμετρη μετάφραση του Στρατή Πασχάλη επιστρατεύθηκε σε όλα τα επόμενα ελληνικά ανεβάσματα του έργου: το 1997/1998, στο θέατρο «Ανάλια», από τον Βίκτωρα Αρδίττη. Τον χειμώνα 2005/2006, με το «Θέατρο του Νότου», στο «Αμόρε», από τον Γιάννη Χουβαρδά. Τον Μάρτιο του 2015 στο «Beton 7», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Θεατρικές Συνθέσεις ΙV», από τη Μαρία Ξανθοπουλίδου. Την ίδια χρονιά, στο φεστιβάλ Αθηνών, από τον Θέμελη Γλυνάτση.
Σύγχρονη διασκευή έργου του 17ου αιώνα
Η Εριέτα της Βρετανίας, κουνιάδα του Λουδοβίκου 14ου, πρότεινε στον Κορνέιγ και στον Ρασίν -δυο κορυφαίους του γαλλικού Κλασικισμού- να γράψουν, αμφότεροι, ένα έργο για τον Τίτο και τη Βερενίκη. Ήδη ο Κορνέιγ είχε προσβάλει τον Ρασίν σχετικά με την ικανότητά του να γράφει θεατρικά έργα, κι έτσι ο Ρασίν δράττεται της ευκαιρίας, εμπνέεται από τον Ρωμαίο Σουετώνιο, υπηρετεί το δραματουργικό του σχέδιο της αριστοτέλειας ενότητας δράσης, χώρου και χρόνου και αποκομίζει το χειροκρότημα και την αναγνώριση των συγχρόνων του. Αρχικά αποφασίζει να διερευνήσει την ερωτική ευαισθησία, με απλότητα και σεβασμό στον ορθολογισμό και τους αριστοτελικούς κανόνες σύνθεσης και, μετά από τη «Θηβαΐδα» και τους «Εχθρούς Αδελφούς» (ανέβηκαν το 1664, σε παραγωγή Μολιέρου), τον «Μέγα Αλέξανδρο» (1665) και την «Ανδρομάχη» (1667), γράφει τη «Βερενίκη». Το έργο πρωτοπαίχτηκε στις 21 Νοεμβρίου του 1670 από τους Comédiens du Roi και με πρωταγωνίστρια τη νέα τότε βεντέτα Μαρί Σανμελέ στο Hôtel de Bourgogne1.
Η υπόθεση αποκαλύπτει τα δεινά του ατελέσφορου έρωτα: ο Τίτος, ενώ πρόκειται να στεφεί αυτοκράτορας της Ρώμης, μπλέκεται ερωτικά με τη Βερενίκη, βασίλισσα της Ιουδαίας.
Η υπόθεση αποκαλύπτει τα δεινά του ατελέσφορου έρωτα: ο Τίτος, ενώ πρόκειται να στεφεί αυτοκράτορας της Ρώμης, μπλέκεται ερωτικά με τη Βερενίκη, βασίλισσα της Ιουδαίας. Όταν εκείνη ανταποκρίνεται στον έρωτά του, αυτός αποφασίζει να επιστρέψει μαζί της στη Ρώμη και της υπόσχεται ότι θα την παντρευτεί. Ο φίλος και σύμμαχός του, Αντίοχος, βασιλιάς της Κομμαγηνής, είναι κι αυτός κρυφά ερωτευμένος με την πριγκίπισσα. Καθώς πλησιάζει η μέρα του υπεσχημένου γάμου ανάμεσα στον Τίτο και τη Βερενίκη, ο Αντίοχος τής αποκαλύπτει τον έρωτά του και της εκμυστηρεύεται ότι θέλει να φύγει από τη Ρώμη για να μη χρειαστεί να παρευρεθεί στη γαμήλια τελετή. Ωστόσο, η Σύγκλητος απαγορεύει σε μια ξένη να γίνει αυτοκράτειρα, κι έτσι ο Τίτος αποκηρύσσει τον έρωτά τους, αφήνοντας τη Βερενίκη συντετριμμένη. Επειδή, όμως, δεν έχει το θάρρος να συζητήσει μαζί της τον λόγο του χωρισμού τους, στέλνει τον Αντίοχο να της ανακοινώσει την απόφασή του. Η Βερενίκη ορμάει τότε στα διαμερίσματα του Τίτου ελπίζοντας πως πρόκειται για κάποια παρεξήγηση ή λάθος και βρίσκει τον Τίτο να κλαίει, συντετριμμένος. Αφού περάσει από μια σειρά αντιφατικών συναισθημάτων, αντιλαμβάνεται το βάθος των δικών του συναισθημάτων για εκείνην και για το καλό του επιλέγει να εγκαταλείψει τη Ρώμη.
![]() |
Φωτογραφία: Alex Majoli |
Αργή διεκπεραίωση της λογικής εκδοχής του δράματος, επανάληψη κάποιων στίχων, σιωπηρή κορύφωση του ερωτικού πάθους και δωδεκασύλλαβος αλεξανδρινός στίχος συνθέτουν την πεντάπρακτη αυτή τραγωδία. «Το ασύμβατο ανάμεσα στο κωμικό είδος της φάρσας και τις τραγωδίες του Ρακίνα ανατρέπεται στον συμφυρμό της μεταμοντέρνας αιρετικής προσέγγισης της έννοιας του τραγικού από τον Ρομέο Καστελούτσι, στο κατώφλι του 21ου αιώνα», γράφει ο Δημήτρης Τσατσούλης, εντοπίζοντας στον Καστελούτσι τη συνάντηση τραγικού/κωμικού ή φάρσας/τραγωδίας. Τονίζει τη χρήση της αφηγηματικής εικόνας που επισύρει την υποχώρηση του κειμένου και επεξηγεί την πεποίθηση του Καστελούτσι για την αδυναμία «ύπαρξης της τραγωδίας στη σύγχρονη εποχή ως μη αποκωδικοποιήσιμης από τον σύγχρονο θεατή»2.
Αχανές, κενό και υποβλητικό σκηνικό
Όλη η δράση τοποθετείται σε μια μέρα, σ’ έναν ενιαίο χώρο στην αρχαία Ρώμη -το δωμάτιο που μεσολαβεί μεταξύ των διαμερισμάτων του Τίτου και της Βερενίκης- με μοναδικό θέμα την απόφαση που πρέπει να πάρει ο Τίτος μεταξύ αγάπης και καθήκοντος. Την ενότητα χρόνου, τόπου και δράσης o Ρασίν τη θεωρεί απαραίτητη για τη διατήρηση της αληθοφάνειας (η λέξη που χρησιμοποιεί είναι «vraisemblance»): μακράν του να δηλώνει απουσία εφευρετικότητας, η προσήλωση σε έναν ενιαίο χώρο, χρόνο και πλοκή επιτρέπει στον θεατή να απορροφηθεί από τη στιγμή και να πιστέψει πλήρως σε αυτό που συμβαίνει στη σκηνή, χωρίς να χρειάζεται να μεταφερθεί στον χρόνο και τον χώρο ή να αποσπαστεί από άλλες ιστορίες (όπως συμβαίνει, λόγου χάριν, στα έργα του Σαίξπηρ). Ο Ρασίν θεωρεί ότι «η βία των παθών, η ομορφιά των συναισθημάτων και η κομψότητα της έκφρασης» του έργου θα είναι αρκετά για να κρατήσουν το κοινό σε εγρήγορση καθ’ όλη τη διάρκεια των πέντε πράξεών του. Και ο Καστελούτσι αποφασίζει να αποδώσει σκηνικά τον «εφιάλτη της απουσίας» του έρωτα, άρα και των ανδρικών φωνών που τον ενσαρκώνουν. Μένει το σώμα της γυναίκας, μόνο και εκτεθειμένο, πάνω στη σκηνή.
Το έργο αφορά κυρίως στη σύγχυση της γλώσσας, καθώς, παρά τον χαρακτήρα της (ελάχιστη δράση, εκτενείς διάλογοι), η «Βερενίκη» παραμένει ένα «μνημείο της μοναξιάς», δηλαδή ένα απόλυτα διαχρονικό έργο.
Το έργο αφορά κυρίως στη σύγχυση της γλώσσας, καθώς, παρά τον χαρακτήρα της (ελάχιστη δράση, εκτενείς διάλογοι), η «Βερενίκη» παραμένει ένα «μνημείο της μοναξιάς», δηλαδή ένα απόλυτα διαχρονικό έργο. Πώς διαχειρίζεται ο Καστελούτσι τη γλώσσα του Ρασίν, ώστε να τεκμηριώσει την προσέγγισή του; Πρώτα-πρώτα, από τους θεατρικούς χαρακτήρες κρατά μόνο τον χαρακτήρα της Βερενίκης, πάνω απ’ το κεφάλι της οποίας επικρέμαται μια διαρκώς επικείμενη αναχώρηση: «Η γλώσσα του έρωτα εκφράζεται από τα συναισθήματα της Βερενίκης. Είναι η μόνη ειλικρινής, αλλά της απαγορεύεται κάθε είδος επαφής. Δεν υπάρχουν αγκαλιές, φιλιά, χάδια. Τίποτα, παρά μόνο λέξεις, οι οποίες γίνονται όλο και πιο δηλητηριώδεις, όλο και πιο πολύ μετατρέπονται σε ένα είδος πληγής. Μιας βαθιάς πληγής», λέει σε συνέντευξή του ο Καστελούτσι. Η γλώσσα του ανθρώπινου σώματος, η ιδιοσυστασία του, τα χημικά στοιχεία που το απαρτίζουν: υδρογόνο, οξυγόνο, άνθρακας, ασβέστιο, φώσφορος, άζωτο, κάλιο, νάτριο, θείο, χλώριο, μαγνήσιο, αλλά και... χρυσός! Έτσι ανοίγει και έτσι κλείνει η παράσταση του Καστελούτσι.
Η πρωτοκαθεδρία της Ιζαμπέλ Ιπέρ
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ εκφωνεί τους στίχους της μοιραίας Βερενίκης σε ένα είδος «απομονωμένου» μονολόγου: τα γεγονότα τεκταίνονται πίσω από βαριές κουρτίνες και σαν σε όνειρο. Αληθινά και φαντασιακά σώματα αναμειγνύονται με ρωμαϊκά αγάλματα. Τον Τίτο υποδύεται σιωπηρά ο Τσείχ Κεμπέ, χωρίς να ανταλλάσσει κουβέντα με τη Βερενίκη. Αντίστοιχα, ο Τζιοβάνι Αρμάντο Ρομάνο υποδύεται τον βασιλιά της Κομμαγηνής Αντίοχο, που είναι επίσης ερωτευμένος με τη Βερενίκη. Οι δύο ηθοποιοί αναπαριστούν τη στέψη του Τίτου με χρυσές δάφνες, υψώνοντας αργά τις γροθιές τους στην άδεια σκηνή. Δώδεκα άνδρες γδύνονται, περιβάλλονται τη ρωμαϊκή toga και μεταφέρουν την αποκαθηλωμένη προτομή του αυτοκράτορα.
Η Ιπέρ εκδιπλώνει το υποκριτικό της μέγεθος, αυτό που άλλωστε συμβαδίζει με τις προθέσεις του σκηνοθέτη
Η Ιπέρ εκδιπλώνει το υποκριτικό της μέγεθος, αυτό που άλλωστε συμβαδίζει με τις προθέσεις του σκηνοθέτη, τηρώντας κλασικές διακυμάνσεις στη φωνή σαν να διαβάζει παρτιτούρα, και απαγγέλλοντας τους στίχους του Ρασίν με απόλυτη ευκρίνεια. Κατά σημεία, γίνεται ηλεκτρονική επεξεργασία της φωνής της, κατά σημεία το ηχητικό τοπίο επικρατεί και η φωνή γίνεται δύσληπτη. Η παράσταση πάντως είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της μεγάλης πρωταγωνίστριας και το κοινό καλείται να αναμετρηθεί περισσότερο με ένα σκηνικό ίνδαλμα παρά με το κλασικό κείμενο. Στον τελευταίο μονόλογό της, η Ιπέρ, επιστρατεύοντας πια το δικό της όνομα μέσα στο κείμενο («Isabelle») γονατίζει και αποκτά άμεση επαφή με το κοινό, τραυλίζοντας τον τελευταίο μονόλογο της Βερενίκης: «Je l’aime, je le fuis. Titus m'aime, il me quitte." («Τον αγαπώ και φεύγω μακριά του. Ο Τίτος με αγαπά και με εγκαταλείπει»). Αυτό το φινάλε δικαιώνει συνολικά την παρουσία της επί σκηνής, καθώς ο σκηνοθέτης προσθέτει μιαν απότομη κραυγή: «Μην με κοιτάτε!» τη στιγμή της οριστικής αποχώρησής της.
Εκκινώντας από τον αλεξανδρινό στίχο του πρωτοτύπου, η Βερενίκη του Καστελούτσι χάνει σταδιακά τη γλώσσα της και τον αυτοέλεγχό της. Εκεί εγείρεται γι’ αυτήν το ζήτημα της απέκδυσης του βασιλικού της πέπλου και της επανεύρεσης του εαυτού της.
Οι υπόλοιποι χαρακτήρες παραμένουν στην αποπνευματωμένη εκδοχή τους, σιωπηροί, ώστε να μείνει εκείνη μόνη, αντιμέτωπη με το φάσμα του ογκώδους, συνθλιπτικού κρατικού μηχανισμού της Ρώμη. Εκκινώντας από τον αλεξανδρινό στίχο του πρωτοτύπου, η Βερενίκη του Καστελούτσι χάνει σταδιακά τη γλώσσα της και τον αυτοέλεγχό της. Εκεί εγείρεται γι’ αυτήν το ζήτημα της απέκδυσης του βασιλικού της πέπλου και της επανεύρεσης του εαυτού της. Εννοείται πως η παρουσία της Ιπέρ επί σκηνής εξασφαλίζει στον Καστελούτσι την ταύτιση με την κλασική ηρωίδα. Η Βερενίκη του είναι, τελικά, νικήτρια, καθώς αποσύρεται σ’ έναν υπερβατικό χώρο κερδίζοντας στα λόγια: η οδυνηρή έκπληξη και η -ως ένα βαθμό χειριστική- αποκαρδίωσή της αναδεικνύεται στον μονόλογό της, στην αρχή της Τέταρτης Πράξης. Πάνω απ’ όλα, όμως, επικρατούν το δάμασμα των παθών και η επαναδιευθέτηση των ανθρωπίνων στις φυσικές τους διαστάσεις: δηλαδή, ο απόλυτος (νεο)κλασικισμός!
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.
1 Gérard Defaux and Michael Metteer, The Case of Bérénice: Racine, Corneille, and Mimetic Desire, Yale French Studies No. 76, Autour de Racine: Studies in Intertextuality (1989)}. Η ιστορικά παραδεδομένη μορφή της Βερενίκης περιλαμβάνει δύο χηρείες, μια εγκατάλειψη συζυγικής στέγης και πιθανή αιμομεικτική σχέση με τον αδελφό της (Ο ρωμαίος ιστορικός Δίων Κάσσιος αναφέρει πως, γύρω στο έτος 79 μ.Χ., η Βερενίκη βρισκόταν στο απόγειο της πολιτικής της δύναμης. Ωστόσο, ο λαός της Ρώμης ποτέ δεν δέχτηκε την εισβολή αυτής της αμφιβόλου ηθικής «ξένης» στα αυτοκρατορικά ανάκτορα). Κατά κάποιους σχολιαστές, ο Αντίοχος όχι μόνο αγαπούσε τη Βερενίκη για αρκετά χρόνια, αλλά ήταν επίσης ερωτικός σύντροφος του Τίτου.
2 Δημήτρης Τσατσούλης, Μεσαιωνική Φάρσα–Ρακίνας–Καστελλούτσι. Κείμενα για το Ευρωπαϊκό Θέατρο και την πρόσληψή του, Παπαζήσης 2018
Συντελεστές
Βερενίκη: Isabelle Huppert
Με τη συμμετοχη των Cheikh Kébé και Giovanni Armando Romano
Και με την παρουσια δωδεκα Ελληνων: Αλεξανδρος Ιωαννιδης, Χαρης Παπαδοπουλος, Χρηστος Χριστοπουλος, Δημητρης Σαραντοπουλος, Βαγγελης Μαλλιαριδης, Φοιβος Μιχος-Ραμμος, Γιωργος Χατζηθεοδωρου, Ιωαννης Σιδηροπουλος, Κωνσταντινος Κουνελλας, Παναγιωτης Τζαφερης, Πασχαλης Γκενιος, Στελιος Κεχριωτης
Συλληψη & Σκηνοθεσια Romeo Castellucci
Πρωτοτυπη Μουσικη Scott Gibbons
Κοστουμια Iris van Herpen
Βοηθος Σκηνοθετη Silvano Voltolina
Τεχνικη Διευθυνση Eugenio Resta
Τεχνικοι Σκηνης Andrei Benchea, Stefano Valandro
Τεχνικος Φωτισμων Andrea Sanson
Τεχνικος Ηχου Claudio Tortorici
Ενδυματολογος Chiara Venturini
Σχεδιασμος Κομμωσεων & Μακιγιαζ Sylvie Cailler & Jocelyne Milazzo
Γλυπτα Σκηνης & Αυτοματισμοι Plastikart Studio Amoroso & Zimmermann
Διευθυνση Παραγωγης Benedetta Briglia, Marko Rankov
Παραγωγη & Περιοδεια Giulia Colla, Bruno Jacob
Οργανωση Caterina Soranzo
Συμβολη στην Παραγωγη Gilda Biasini
Τεχνικη Ομαδα Lorenzo Camera, Carmen Castellucci, Francesca Di Serio, Gionni Gardini
Ασκουμενη Ενδυματολογος Madeleine Tessier
Φροντιστηριο Κινησης Serena Dibiase
Φροντιστηριο Κειμενου Agathe Vidal